Barbra Streisand: Η μυθική καριέρα και οι μεγάλοι έρωτες της πολυβραβευμένης τραγουδίστριας
Η πολυβραβευμένη τραγουδίστρια, ηθοποιός και σκηνοθέτις βγάζει νέο τραγούδι και εξέδωσε πρόσφατα τα απομνημονεύματά της, αποκαλύπτοντας άγνωστες ιστορίες για τους διάσημους συμπρωταγωνιστές της, τους έρωτες αλλά και τα παιδικά της τραύματα.
Δεν τη λένε Μπάρμπαρα, αλλά Μπάρμπρα, με δύο άλφα. Το τρίτο αφαιρέθηκε από την ίδια σε μια στιγμή ιδιοφυΐας, Όταν στην αρχή της καριέρας της, της ζητούσαν διαρκώς να αλλάξει το ονοματεπώνυμό της σε κάτι πιο εύηχο για τη show biz, αντί να αλλάξει το επίθετό της από Στράισαντ σε Σαντς όπως της πρότειναν διάφοροι ατζέντηδες, η Μπάρμπαρα Στράισαντ αποφάσισε να γίνει η μια και μοναδική Μπάρμπρα, αφαιρώντας απλώς ένα γράμμα. «Ποιος το χρειάζεται ούτως ή άλλως;», θα εξηγούσε η ίδια. «Με αυτό το τρόπο μπορούσα να αλλάξω το όνομα μου κρατώντας το ταυτόχρονα ίδιο».
Μοναδική, όμως, δεν είναι μόνο γι’ αυτό το λόγο. Ηθοποιός, τραγουδίστρια, σκηνοθέτις και παραγωγός, συνθέτις, φιλάνθρωπος και συλλέκτρια έργων τέχνης, στα 60 χρόνια της χρυσής πορείας της, η Μπάρμπρα έκανε την καριέρα που αποτελεί μέχρι σήμερα το χρυσό στάνταρ για όλες τις φιλόδοξες γυναίκες που την ακολούθησαν στον κόσμο του θεάματος.
Από τις μικρές σκηνές του Village της Νέας Υόρκης, στις μαρκίζες του Βroadway και κατόπιν στα φώτα του Χόλιγουντ, η Μπαρμπρα Στράισαντ κατέκτησε όλες τις κορυφές μία προς μία. Κέρδισε το Βραβείο Grammy για το πρώτο της άλμπουμ ως το καλύτερο της χρονιάς, το Βραβείο Emmy για εξαιρετική ερμηνεία σε μουσικό show, για το πρώτο της τηλεοπτικό show και για την πρώτη της ταινία το Όσκαρ α’ Γυναικείου Ρόλου.
Όταν τιμήθηκε και με ένα Tony εκτός συναγωνισμού το 1970 μπήκε στα Ρεκόρ Guinness ως η μόνη καλλιτέχνις που είχε τιμηθεί με όλα τα μεγάλα βραβεία της show biz. Θα ακολουθούσαν αμέτρητες διακρίσεις, βραβεύσεις και τιμές.
«Ποτέ δεν έμαθα να στρώνω το κρεβατι μου» γράφει με χιούμορ στα απομνημονεύματά της. «Θυμάμαι να κοιτάζω τα σεντόνια ανακατεμμένα και να σκέφτομαι ότι πρέπει να πετύχω, προκειμένου να μπορώ να μου το στρώνει όπως μου αρέσει κάποιος άλλος» .
Σήμερα η Μπάρμπρα γιορτάζει τα 82 της χρόνια, έχοντας στο πλευρό της τον σύζυγό της τον αειθαλή 86χρονο ηθοποιό Τζέιμς Μπρόλιν, με τον οποίο ζει σε μια μαγευτική έπαυλη στο Point Dume δίπλα στο Μαλιμπού της Καλιφόρνια, έχοντας κοντά τους τα εγγόνια που έχουν αποκτήσει από τον γιο του, Τζος, τον γιο της Στράισαντ Τζέισον και τα αγαπημένα της σκυλάκια cotton de tulliere.
Τον περασμένο Ιανουάριο η Μπάρμπρα τιμήθηκε στα βραβεία SAG για την συνολική της προσφορά και πραγματοποίησε την πρώτη δημόσια εμφάνιση της από την εποχή πριν την πανδημία και τα αστέρια που βρίσκονταν στο κοινό από την Όπρα Γουίνφρει μέχρι τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο σηκώθηκαν όρθια για να την χειροκροτήσουν. Το βραβείο της έδωσαν η Τζένιφερ Άνιστον και ο Μπράντλει Κούπερ, με την πολυτάλαντη ηθοποιό, τραγουδίστρια και σκηνοθέτιδα να αναπολεί τα εφηβικά της όνειρα για τον κινηματογράφο και να αφιερώνει το βραβείο σε όλους τους συναδέλφους της με τους οποίους έχει συνεργαστεί ή απλά απολαύσει επί της οθόνης. Φεύγοντας άφησε πολλούς με δάκρυα στα μάτια.
Στις 25 Απριλίου η εμβληματική τραγουδίστρια θα κυκλοφορήσει το νέο της τραγούδι “Love will Survive” που ακούγεται στους τίτλους της νέας σειράς “The Tatooist of Auschwitz” που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο και πραγματεύεται μια αληθινή συγκλονιστική ιστορία αγάπης μέσα στο στρατόπεδο του θανάτου.Την μουσική έχει συνθέσει ο βραβευμένος με Όσκαρ Hans Zimmer.
H φιλοδοξία της Μπάρμπρα ήταν χαρακτηριστική από τα παιδικά της χρόνια. Στο μικρό κορίτσι που είχε μεγαλώσει στις σκοτεινές αίθουσες του κινηματογράφου, κάνοντας όνειρα να βρεθεί στη μεγάλη οθόνη παίρνοντας τη θέση των σταρ που θαύμαζε, δεν αρκούσε να είναι η καλύτερη τραγουδίστρια ή η καλύτερη ηθοποιός. «Νιώθω ότι ήμουν σκηνοθέτις από την αρχή», έχει πει η ίδια και πράγματι πέρασε πίσω από το φακό υπογράφοντας φιλμ όπως το «Yentl», αφιερωμένο στον πατέρα της ή το υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας «Πρίγκιπα της Παλίρροιας».
«Ένας αξιαγάπητος μυρμηγκοφάγος», είχαν γράψει μεταξύ άλλων ανάλογων χαρακτηρισμών οι δημοσιογράφοι, όταν η Στράισαντ πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή και στα νυχτερινά κέντρα της Νέας Υόρκης, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘60. Τα σχόλια για την εμφάνισή της την πλήγωναν, ωστόσο δεν την πτοούσαν όπως εξηγεί η ίδια στον πρόλογο των απομνημονευμάτων της που μετρούν 992 σελίδες και σχεδόν 50 ώρες αφήγησης από την ίδια την Μπάρμπρα, στο audiobook που συνοδεύει τον τόμο με τίτλο «My Name is Barbra» που εκδόθηκε από την Viking Press στην Αμερική και από την Penguin στην Ευρώπη.
Το βιβλίο εξιστορεί τη συναρπαστική άνοδο του άστρου της από τη φτωχική γειτονιά του Μπρούκλιν, όπου γεννήθηκε στις 24 Απριλίου του 1942, έως τη στρατόσφαιρα της διασημότητας, με την Μπαρμπρα να μη διστάζει να στάζει λίγο αίμα σε κάθε σελίδα, όπως της ζήτησε ο εκδότης της. Η Στράισαντ εξηγεί ότι έγραψε το βιβλίο με σκοπό να δώσει, επιτέλους, τη δική της εκδοχή σε μια σειρά από μύθους και φήμες που την περιβάλλουν.
Όπως οι περισσότερες ισχυρές γυναίκες, η Μπάρμπρα έχει την φήμη της bitch, παρουσιάζεται συχνά ως μια κουραστικά επίμονη και παράλογα απαιτητική ντίβα. Η ίδια διαψεύδει ιστορίες που τη θέλουν να ζητά από τους συνεργάτες της να μην την κοιτούν στα μάτια ή να αξιώνει να επιπλέουν πέταλα από τριαντάφυλλα στη λεκάνη της τουαλέτας στη σουίτα της.
Δεν έχει, όμως, σκοπό να απολογηθεί για την περιβόητη τελειομανία της, την άκαμπτη θέλησή της στη οποία αποδίδει την επιτυχία της, την απαίτησή της για απόλυτο έλεγχο του κάθε καλλιτεχνικού της προϊόντος, από τα τραγούδια μέχρι τις ταινίες που σκηνοθέτησε, την προσήλωσή της στην τελευταία λεπτομέρεια και φυσικά την ανάγκη της να περιβάλλεται από όμορφα αντικείμενα, υψηλή τέχνη και μονοχρωματικό ντεκόρ.
Έχοντας δημιουργήσει έναν ιδιωτικό παράδεισο στην έπαυλή της στο Μαλιμπού, μέσα σε ένα κτήμα με συγκλονιστική θέα στον ωκεανό που περιλαμβάνει έναν παραδοσιακό νερόμυλο, έναν ροδώνα που φιλοξενεί τα τριαντάφυλλα που φέρουν το όνομα της, μια λίμνη με ψάρια κόι και ένα υπόγειο mall όπου στεγάζει τα κοστούμια από τις ταινίες της και φυσικά τη συλλογή της από κούκλες -μια αντίδραση που της θυμίζει πως δεν είχε ούτε μία όταν ήταν κοριτσάκι- η Στράισαντ, δηλώνει ότι δεν σκοπεύει να επιστρέψει στην μεγάλη οθόνη αλλά προτιμά να απολαύσει την όμορφη καθημερινότητά της με το σύζυγο της, ηθοποιό Τζέιμς Μπρόλιν και τα εγγόνια που έχει αποκτήσει από τον γιο του, Τζος.
Όταν έκανε την εμφάνισή της στον κινηματογράφο, οι πρωταγωνίστριες έπρεπε να είναι χαριτωμένες ζωντανές κούκλες με γαλλικές μύτες και συμμετρικά χαρακτηριστικά. Όμως, η Μπάρμπρα ήταν απλώς αλλιώτικη. Δεν υπέκυψε ποτέ στην πίεση να κάνει πλαστική και να μικρύνει την μύτη της. «Θα μπορούσε να βλάψει τη φωνή μου και δεν εμπιστευόμουν τους γιατρούς ότι θα έκαναν καλή δουλειά», δηλώνει η ίδια.
Το εξωτικό προφίλ, η κυρίαρχη μύτη, σύντομα έγιναν τα μεγάλα ατού της. Από μια «γαζέλα με μυωπία» η Στράισαντ άρχισε να περιγράφεται ως βασίλισσα της Βαβυλωνίας και σύγχρονη Νεφερτίτη, όταν πλέον πρωταγωνιστούσε στο Broadway στο «Funny Girl», το μιούζικαλ που την έκανε σταρ μέσα σε μια νύχτα χαρίζοντάς της την πρώτη μεγάλη επιτυχία της με το τραγούδι «People». Η Νταϊάνα Βρίλαντ την κάλεσε στο διαμέρισμά της και της ανακοίνωσε ότι ήταν πλέον ένα είδωλο της μόδας. Το ασχημόπαπο είχε γίνει κύκνος χάρη στο ταλέντο και στην προσωπικότητά του και η Μπάρμπρα βρέθηκε να ποζάρει στον φακό του Cecil Beaton και του Ρίτσαρντ Άβεντον για το εξώφυλλο της Vogue.
Η μοναδική εκφραστικότητά της, η κωμική ενέργεια και η κινητικότητα που χαρακτήριζαν ιδίως τους πρώτους της ρόλους, στο «Hello Dolly» ή την «Τρελή καταδίωξη», αλλά και η συγκινησιακή δεινότητα στους δραματικούς ρόλους σε ταινίες όπως τα «Καλύτερά μας Χρόνια», έκαναν τις εμφανίσεις της στη μεγάλη οθόνη σαγηνευτικές και αξέχαστες. «Ξέρω να χάνω, έχω εξασκηθεί σ’ αυτό» λέει στον Ρομπερτ Ρεντφορντ λίγο πριν του χαϊδέψει τα μαλλιά και τον αποχαιρετήσει για πάντα, έξω από το ξενοδοχείο Plaza στη Νέα Υόρκη στο φινάλε στα «Καλύτερά μας Χρόνια». Στο «Ένα Αστείο Κορίτσι», στο τέλος της ταινίας, ερμηνεύοντας το «My Man», αφήνει τα δάκρυά της για την απώλεια του αγαπημένου της να κυλήσουν ανεμπόδιστα, «συμπληρώνοντας την ομορφιά της σαν μαργαριτάρια» όπως είχε γραψει η κριτικός Pauline Kael.
Πάνω από όλα βέβαια είναι η φωνή, οι χορδές Stradivarius, κάθε φορά που η Στράισαντ ανοίγει το στόμα της να τραγουδήσει. Την έχουν περιγράψει ως ένα μοναδικό φυσικό φαινόμενο. Έχει ερμηνεύσει από Gershwin και Debussy μέχρι Burt Bacharach και David Bowie.Για την ίδια, ωστόσο, το τραγούδι προέκυψε επειδή στο ξεκίνημά της δεν έβρισκε δουλειά ως ηθοποιός και αποφάσισε να λάβει μέρος σε έναν διαγωνισμό τραγουδιού στο night club The Lion, στη Νέα Υόρκη.Ήταν μόλις 19 ετών και η καλύτερη της φίλη, η Σις Κορμαν, δεν ήξερε καν ότι μπορούσε να τραγουδήσει. «Φυσικά και μπορώ» της είπε η Μπάρμπρα. «Πες μας ένα τραγούδι τότε», της πρότεινε η Σις. «Οκ, αλλά θα το πω με γυρισμένη πλάτη γιατί σας ντρέπομαι». Όταν τέλειωσε το τραγούδι «A Sleepin Bee» και γύρισε ξανά την πλάτη της, η Σις και ο άντρας της είχαν βάλει τα κλάματα.
Φυσικά κέρδισε τον διαγωνισμό και σύντομα κατάλαβε ότι κάθε τραγούδι μπορούσε να είναι ένα μικρό ξεχωριστό θεατρικό έργο με εκείνη πρωταγωνίστρια, σε ένα ανεξάντλητο φάσμα ερμηνειών και ρόλων. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία: Ξεκινώντας από το 1963, η Στράισαντ έχει ηχογραφήσει περισσότερα από 60 άλμπουμ, soundtracks και συλλογές που έχουν πουλήσει εκατοντάδες εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο.
Η Στράισαντ έχει ένα πλούσιο ρεπερτόριο από τραγούδια που έμειναν στην ιστορία, από το νοσταλγικό «The Way We Were», το αιθέριο «Evergreen» που έγραψε η ίδια για το «Ένα Αστέρι Γεννιέται» και της χάρισε το δεύτερό της Όσκαρ, ως τα θρυλικά ντουέτα της με την Donna Summer, τον Barry Gibb, τον Neil Diamond αλλά και την Celine Dion. Αιτία και καύσιμο της ακάματης δημιουργικής της αναζήτησης ήταν η απώλεια. «Αν δεν είχα χάσει τον πατέρα μου, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχα γίνει ηθοποιός, δεν θα αναζητούσα την φυγή από την πραγματικότητα», είπε πρόσφατα η Στράισαντ σε συνέντευξη που παραχώρησε με αφορμή την έκδοση των απομνημονευμάτων της. Όμως ο Εμανουελ Στράισαντ, καθηγητής και λόγιος, πέθανε ξαφνικά, έπειτα από μια επιληπτική κρίση πριν καν κλείσει τα 40, όταν η Μπάρμπρα ήταν μόνο 15 μηνών.Δεν ξεπέρασε ποτέ την έλλειψη του.
«Γιατί δεν μου μιλούσες ποτέ για τον πατέρα μου;» ρώτησε κάποτε την μητέρα της, Νταϊάνα, που βρέθηκε ξαφνικά μόνη με δύο παιδιά, την Μπάρμπρα και τον μεγαλύτερο αδελφό της Σέλντον. Αναγκάστηκε να μετακομίσει στο σπίτι των γονιών της, στο Μπρούκλιν. «Δεν ήθελα να σου λείπει» της είχε απαντήσει εκείνη. Η απουσία της πατρικής φιγούρας ήταν, παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη πληγή της παιδικής της ηλικίας.
Ένα καλοκαίρι, όταν ήταν 9 ετών, η Μπάρμπρα βρέθηκε σε μια κατασκήνωση βόρεια της Νέας Υόρκης, για λίγο καθαρό αέρα και άσκηση. Όταν η μητέρα της πήγε να την επισκεφθεί, η Μπάρμπρα απαίτησε να την πάρει πίσω μαζί της στην πόλη. Εκείνη δέχθηκε, προς δυσάρεστη έκπληξη της Μπάρμπρα όμως, μαζί της ήταν και ένας άγνωστος άντρας ο οποίος δεν είπε ούτε μια λέξη στο ταξίδι της επιστροφής. Ήταν ο μελλοντικός πατριός της. Η μητέρα της δεν της είχε πει τίποτα. «Δεν με ρώτησες για να σου πω», θα απολογείτο έπειτα από χρόνια. «Μαμά ήμουν μόνο οκτώ ετών» διηγείται πως της απάντησε η Στράισαντ.
Ο Λουι Κάιντ δεν είχε καμία συμπάθεια για τη θετή του κόρη. Τον εκνεύριζαν η φλυαρία της και οι διαρκείς ερωτήσεις της. Στην καλύτερη περίπτωση την αγνοούσε, στη χειρότερη την πρόσβαλε. «Πάρε παγωτό για όλους» είχε πει κάποτε στον αδελφό της, «εκτός από την Μπάρμπαρα που είναι πολύ άσχημη για να φάει παγωτό».Ευτυχώς για την Μπάρμπρα ο γάμος της Νταϊάνα και του Λουι Κάιντ κράτησε μόνο τρία χρόνια, οι πληγές που της άφησε, όμως, δεν έκλεισαν ποτέ. Είχε προσπαθήσει να προσεγγίσει τον πατριό της. Τον φώναζε μπαμπά, παρ’ όλο που η λέξη δεν έβγαινε εύκολα από το στόμα της. Του είχε έτοιμες τις παντόφλες του και σερνόταν στο πάτωμα για να μη περνάει μπροστά από τηλεοραση όταν εκείνος έβλεπε αγώνες πυγμαχίας. «Κανένα αποτέλεσμα, όμως» γράφει η Στράισαντ και συνεχίζει:
«Δεν μου φερόταν καλύτερα, συνέχιζε να με αγνοεί και να αδιαφορεί για εμένα. Τότε αποφάσισα ότι δεν θα υποβιβάσω ποτέ ξανά τον εαυτό μου για χάρη κάποιου άντρα».
Η σχέση της Μπαρμπρα με την μητέρα της ήταν εξίσου προβληματική. Όταν η Μπάρμπρα ξύπνησε μετά την νάρκωση και την επέμβαση για αφαίρεση των αμυγδαλών, η μητέρα της δεν ήταν πουθενά. «Έκανα βόλτες γύρω από το τετράγωνο γιατί ήμουν πολύ αγχωμένη», θα της εξηγούσε αργότερα. Η Μπαρμπρα, όμως, ενιωθε πλέον ότι εκτός από τον πατέρα της είχε κατά κάποιο τρόπο «χάσει» και τη μητέρα της. Στο βιβλίο αφηγείται περιστατικά όπως τη φορά που της είχε υποσχεθεί ότι θα πάνε στον κινηματογράφο, μόνο και μόνο για να αλλάξει γνώμη στα μισά του δρόμου. «Ποτέ δεν ήμουν σίγουρη ότι όντως θα κάνει αυτό που μου είχε υποσχεθεί εξαρχής», γράφει η Στράισαντ.
Χρόνια αργότερα θα μάθαινε πως η ίδια της η μητέρα είχε παραδεχτεί σε μια φίλη της ότι ζήλευε την κόρη της εξαιτίας της μεγάλης αδυναμίας που της είχε δείξει ο πατέρας της πριν πεθάνει.Η Στράισαντ ήξερε ότι η μητέρα της -που είχε επίσης καλή φωνή και ονειρευόταν να γίνει τραγουδίστρια, χωρίς όμως ποτέ να κυνηγήσει την τύχη της όπως θα έκανε επίμονα η ίδια- την ζήλευε για την επιτυχία της. Ποτέ δεν την είχε επαινέσει κατά πρόσωπο για οτιδήποτε. Σίγουρα, πάντως, όχι για το ταλέντο της.«Δεν ήθελα να πάρουν αέρα τα μυαλά σου», θα της εξηγούσε κάποτε. Έπειτα από τις πρώτες της εμφανίσεις στην τηλεόραση ή τη σκηνή του θεάτρου, ήταν συχνά επικριτική: «Έχεις πολύ αδύνατα χέρια» της έλεγε ή «πρέπει να πίνεις ώμο αυγό για να δυναμώσεις την φωνή σου».
Καθώς τα χρόνια περνούσαν και η επιτυχία της Στράισαντ μόνο μεγάλωνε, η μητέρα της έβρισκε πάντα τρόπο να την πληγώνει, στέλνοντας της αρνητικές κριτικές, μη εμφανιζόμενη στις πρεμιέρες της, ενώ ήταν προσκεκλημένη ή κάνοντας σκηνές μπροστά στους προσκεκλημένους της Στράισαντ. Μια ανάλογη συμπεριφορά επέδειξε κάποια Χριστούγεννα όταν θύμωσε επειδή η κόρη της πήρε περισσότερα δώρα από την ίδια. «Είμαι η μητέρα της, χωρίς εμένα δεν θα ήταν τίποτα», φώναζε η Νταϊάνα Κάιντ σε έξαλλη κατάσταση. Δεν ήταν, φυσικά, η μόνη σχετική περίσταση. Παρ’ όλα αυτά, η Στράισαντ φρόντιζε να έχει πάντα τη μητέρα της κοντά της, εγκαθιστώντας την σε διαμέρισμα στο ίδιο κτίριο που έμενε η ίδια στο Σέντραλ Παρκ Γουεστ, στη Νέα Υόρκη και κατόπιν, αγοράζοντάς της ένα διαμέρισμα στο Λος Άντζελες, όταν την δεκαετία του ‘70 πλέον μετακόμισε στην Καλιφόρνια.
Στις σελίδες του «My Name is Barbra», η Στράισαντ δεν αποκαλύπτει μόνο τα παιδικά της τραύματα, αλλά μιλά και για την προσωπική της ζωή˙ τον γάμο της με τον ηθοποιό Έλιοτ Γκούλντ, τη γέννηση του γιου της Τζέισον, το φλερτ με τον Ομάρ Σαρίφ που της έστελνε ρομαντικά γράμματα προσκαλώντας την να τον συναντήσει στο Παρίσι, τη διαμάχη της με συμπρωταγωνιστές όπως ο Σίντνεϊ Τσάπλιν και ο Γούολτερ Ματάου που της είχε βάλει τις φωνές στα γυρίσματα τους «Hello Dolly», τις δημιουργικές συγκρούσεις με θρύλους όπως ο Στίβεν Σοντχαιμ – «Όταν του ζήτησα να γράψει άλλους τόσους επιπλέον στίχους νόμιζα ότι θα με στραγγαλίσει», γράφει η Μπαρμπρα -αλλά και τη σχέση της με τον Καναδό πρωθυπουργό Πιερ Τριντό.
«Φυσικά και αγαπούσα τη μητέρα μου, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μου άρεσε κιόλας», γράφει με αφοπλιστική ειλικρίνεια στα απομνημονεύματά της.
«Στη φαντασία μου ήθελα να μετακομίσω στον Καναδά, να μάθω γαλλικά και να συμμετέχω στις προεκλογικές του καμπάνιες. Δεν ήμουν όμως διατεθημένη να αφήσω τη δουλειά που με συντηρούσε και με προκαλούσε, για κανέναν». Μιλάει επίσης για το θαυμασμό της για τη Μαρία Κάλλας που την ενέπνευσε να ηχογραφήσει ένα άλμπουμ με άριες και lieder και για τη στενή φιλία της με τον Μάρλον Μπράντο. Είχαν γνωριστεί στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 σε ένα πάρτι και εκείνος της φίλησε στο λαιμό. Λίγο αργότερα της είπε ότι θέλει να κάνουν σεξ -αλλά πολύ πιο αγοραία- ενώ η γυναίκα του ήταν στο διπλανό δωμάτιο. «Αυτό ακούγεται απαίσιο» είπε η Μπάρμπρα στον Μπράντο που ήταν το εφηβικό της είδωλο. «Τότε θα ήθελα να πάμε μαζί σε ένα μουσείο και να δούμε έργα τέχνης», της απάντησε εκείνος. «Αυτό θα ήταν θαυμάσιο», αναφώνησε η Στράισαντ και έτσι ξεκίνησε μια φιλία που κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του ηθοποιού.
Συγκαταλέγοντας στους θαυμαστές της προσωπικότητες από τον Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι μέχρι την πριγκίπισσα Νταϊάνα η Μπάρμπρα έχει γνωρίσει τους πάντες και έχει συχνά κάτι διασκεδαστικό να αναφέρει.
Το θράσος της όταν τραγούδησε για τον JFK και κατόπιν του ζήτησε ένα αυτόγραφο για τη μητέρα της, ενώ η συνοδεία του της είχε πει με αυστηρότητα να μην απασχολήσει καθόλου τον πρόεδρο, τη σκανδαλιά της να ρωτήσει τν βασίλισσα Ελισάβετ γιατί το πρωτόκολλο απαιτούσε από τις γυναίκες που θα τη συναντούσαν να φορούν γάντια αλλά όχι από τους άντρες.
Και φυσικά περιγράφει όλα τα αγαπημένα της φαγητά -ανάμεσα τους και η σπανακόπιτα- με εξαντλητική λεπτομέρεια, αλλά και τις μεγάλες στιγμές μόδας όπως το pantsuit με τις παγέτες, σχεδιασμένο από τον Arnold Scaassi που φόρεσε όταν κέρδισε το Όσκαρ α’ Γυναικείου Εόλου για το «Ένα Αστείο Κορίτσι» και αποδέχτηκε το χρυσό αγαλματίδιο με την πρώτη ατάκα της ταινίας, «hello, gorgeous».
Εκείνη την χρονιά υποψήφιες στην κατηγορία ήταν το βαρύ πυροβολικό του Χόλιγουντ, ιερά τέρατα όπως η Κάθριν Χέπμπορν, η Πατρίσια Νιλ που επέστρεφε μετά από προβλήματα υγείας, η Βανέσσα Ρεντγκρέιβ με βρετανικό κύρος, η Τζόαν Γούντγουορντ. Όταν η Ίνγκριντ Μπέργκμαν άνοιξε το φάκελο έμεινε έκπληκτη: Υπήρχε ισοψηφία, το Όσκαρ είχαν κερδίσει από κοινού η Χέπμπορν και η Στράισαντ.
Ανεβαίνοντας τα σκαλιά προς την σκηνή η Μπάρμπρα που, όπως γράφει στο βιβλίο της, δεν περίμενε να κερδίσει, σκόνταψε στιγμιαία. Αυτό, όμω,ς ήταν το μικρότερό της πρόβλημα: Το λαμπερό pantsuit του Scaasi αν και είχε φόδρα από οπάκ ύφασμα, κάτω από τους προβολείς του Dorothy Chandler Pavillion και στα φλας των φωτογράφων έμοιαζε διάφανο και έδινε την εντύπωση πως η Στράισαντ ήταν ημίγυμνη.
«Ήταν φόρεμα αυτό για να βάλεις στα Όσκαρ;» της είπε την επόμενη ημέρα η μητέρα της, αντί να τη συγχαρεί για τη νίκη της. «Ξέρετε κάτι; Αυτή τη φορά είχε δίκιο» γράφει η Μπάρμπρα με το αυτοσαρκαστικό χιούμορ που διέπει όχι μόνο το βιβλίο αλλά και την προσωπικότητα της, ένα ακόμη από τα χαρακτηριστικά που έχουν προσφέρει στο μύθο της τη μοναδική διάρκειά του…
Πηγή φωτογραφίας: Getty Images
Πηγή: grace.gr
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις