Η 25η Απριλίου 1915 υπήρξε η ημέρα κατά την οποία έλαβαν χώρα οι αποβάσεις των Συμμάχων (για την ακρίβεια, των ανδρών της Εκστρατευτικής Δύναμης Μεσογείου) στη χερσόνησο της Καλλίπολης κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ημέρα αυτή εορτάζεται ως Ημέρα του Anzac (Australian and New Zealand Army Corps) και αποτελεί την πλέον λαμπρή επέτειο της Αυστραλίας.

Η εκστρατεία των Συμμάχων στην Καλλίπολη (Απρίλιος 1915-Ιανουάριος 1916), με άλλα λόγια το σχέδιο επιθέσεως κατά των Δαρδανελλίων, ήταν μια ιδέα που είχε γεννηθεί στην πραγματικότητα πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε συνομιλίες μεταξύ του βρετανού υπουργού Στρατιωτικών, Λόρδου Κίτσενερ, και του Πρώτου Λόρδου του Βρετανικού Ναυαρχείου, Ουίνστον Τσώρτσιλ.


Σύμφωνα με το βρετανικό επιχειρησιακό σχεδιασμό, εφόσον ο Βρετανικός Στόλος εξουδετέρωνε τις πεπαλαιωμένες επάκτιες τουρκικές πυροβολαρχίες και εισχωρούσε στη Θάλασσα του Μαρμαρά, η Ελλάδα, η Βουλγαρία, ενδεχομένως δε η Ρουμανία και η Ιταλία, θα έπαυαν να τηρούν στάση ουδετερότητας και θα συγκροτούσαν ένα βαλκανικό συνασπισμό κατά της Τουρκίας. Επιπροσθέτως, η διασφάλιση των Δαρδανελλίων και της Θάλασσας του Μαρμαρά θα επέτρεπε στα ρωσικά πλοία να περάσουν και πάλι από τη Μαύρη Θάλασσα στη Μεσόγειο, κι έτσι θα ήταν δυνατή η παράδοση πολεμικού υλικού στη Ρωσία αφενός και ρωσικών σιτηρών στους Συμμάχους της Δύσης αφετέρου.

Όμως, κατά την εφαρμογή του σχεδίου ανέκυψαν προβλήματα που οφείλονταν στην έλλειψη ικανοτήτων που επέδειξαν όλοι σχεδόν οι πολιτικοί ηγέτες και οι υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί διοικητές. Η πλέον τραγική παράμετρος της εκστρατείας των Συμμάχων στην Καλλίπολη υπήρξε το γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθη η επιχείρηση υπήρξε αναντίστοιχος της γενναιότητας που επέδειξαν οι άνδρες που θυσιάστηκαν στο βωμό της.


Παρά τις τεράστιες ζημίες που προξένησε στον Τουρκικό Στρατό και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Τουρκίας, η εκστρατεία στη χερσόνησο της Καλλίπολης είχε αναμφίβολα ολέθρια έκβαση για τους Συμμάχους: περίπου μισό εκατομμύριο άνδρες στάλθηκαν στα Δαρδανέλλια, κι από αυτούς οι μισοί περίπου συμπεριελήφθησαν στο μακρύ κατάλογο των απωλειών.

Οι τουρκικές απώλειες ήταν ελαφρώς μεγαλύτερες, λίγο περισσότερες από 250.000. Κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας που διεξήχθη –όπως αποδείχθηκε τελικά– επί ματαίω, περίπου 87.000 Τούρκοι, 25.000 Βρετανοί, σχεδόν 10.000 Γάλλοι, 7.300 Αυστραλοί, 2.400 Νεοζηλανδοί και 1.700 Ινδοί έχασαν τη ζωή τους.


Όσα συνέβησαν στην Καλλίπολη διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας νέας εθνικής συνείδησης όχι μόνο στην Τουρκία αλλά και στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, όπου η εκστρατεία σφυρηλάτησε την έννοια της εθνικής ταυτότητας και απέκτησε φήμη που άντεξε στη δοκιμασία του χρόνου.

Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει στις 19 Οκτωβρίου 1956 περιλαμβανόταν ένα άρθρο αναφορικά με τα διαδραματισθέντα στην Καλλίπολη το 1915 και τη συντριβή που είχαν υποστεί εκεί οι Άγγλοι.


Αφορμή για τη σύνταξή του είχε σταθεί η έκδοση ενός βιβλίου που ήταν αφιερωμένο στην ατελέσφορη εκστρατεία των Συμμάχων και είχε μόλις κυκλοφορήσει στη Νέα Υόρκη. Στο εν λόγω δημοσίευμα διαβάζουμε τα ακόλουθα:


Οι Άγγλοι έχουν μίαν συναισθηματικήν αδυναμίαν διά τας ηρωικάς αποτυχίας και διά τας θαρραλέας ήττας των. Έτσι, η αποτυχημένη εκστρατεία εις την Καλλίπολιν κατά τον Πρώτον Παγκόσμιον Πόλεμον συγκινεί πάντα τους Άγγλους, μαζί με την δραματικήν εκκένωσιν της Δουνκέρκης ή την τραγικήν πολιορκίαν του Τομπρούκ.

Πώς η Καλλίπολις έγινε διά τους Άγγλους συνώνυμος της θαρραλέας επιμονής και του τραγικού ηρωισμού, αποτελεί το θέμα του βιβλίου υπό τον τίτλον «Καλλίπολις», ενός Αυστραλού δημοσιογράφου, του κ. Άλαν Μούρχεντ, το οποίον μόλις εκυκλοφόρησεν εις την Νέαν Υόρκην.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.10.1956, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Εις το Λονδίνον, ο τότε Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο υπουργός των Στρατιωτικών Λόρδος Κίτσενερ είχαν καταλήξει εις την απόφασιν ότι μία απόπειρα του Βρεττανικού στόλου να διέλθη διά των Δαρδανελλίων θα έπρεπε να δοκιμασθή. Η επιτυχία της θα ενεθάρρυνε τους Ρώσσους, θα επέτρεπε την μεταφοράν σιτηρών εις την Μεγάλην Βρεττανίαν και θα έθετε τέρμα εις την ακινησίαν που επικρατούσε εις το Δυτικόν Μέτωπον. Μόνον ο ναύαρχος σερ Τζων Φίσσερ είχεν αμφιβολίας διά την έκβασιν του εγχειρήματος. «Στο διάβολο τα Δαρδανέλλια!» είπε. «Θα γίνουν ο τάφος μας».

Ο Φίσσερ είχε δίκαιον. Οι Σύμμαχοι απέστειλαν ήμισυ εκατομμύριον ανδρών εις την Καλλίπολιν και περί τας διακοσίας πενήντα χιλιάδας ετραυματίσθησαν ή εφονεύθησαν. Αι απώλειαι του Τουρκικού Στρατού ήσαν σχεδόν εξ ίσου βαρείαι. Αλλά καθώς επλησίαζεν η ώρα της επιχειρήσεως, η νίκη εφαίνετο πιθανή. Ο διοικητής της σερ Άιαν Χάμιλτον, τελευταίος μιας μακράς σειράς «στρατηγών-ποιητών», ωμίλησεν εις τους άνδρας του διά τον Έκτορα και τον Αχιλλέα. Ο αρχηγός του επιτελείου του εξυρίζετο κάθε πρωί με το κείμενον του ποιήματος «Εάν» του Κίπλινγκ ανηρτημένον εις τον καθρέπτην του. Ο ποιητής και στρατιώτης Ρούπερτ Μπρουκ, ο οποίος απέθανεν από ηλίασιν προ της ενάρξεως του αγώνος, ωνειρεύετο την είσοδον των Χριστιανών στρατιωτών εις την Αγίαν Σοφίαν. «Όλων τα αίματα είχαν ανάψει» είπε ο Τσώρτσιλ.


Αλλά τα λάθη άρχισαν πολύ γρήγορα. Τα γηρασμένα Αγγλικά θωρηκτά εγκατέλειψαν την απόπειραν να περάσουν μέσα από τα στενά, ακριβώς την ώραν που τα Τουρκικά πυρά είχαν αρχίσει να εξαντλούνται. Δέκα έτη αργότερα ο ναύαρχος σερ Ρότζερ Κέυς, διερχόμενος από τα στενά, δεν ημπόρεσε να μην ανακράξη: «Θεέ μου, ήταν αδύνατον να αποτύχωμεν». Αλλά η πρώτη εκείνη αποτυχία είναι γεγονός, και μετά την αποτυχίαν εκείνην ελήφθη η απόφασις να γίνη απόπειρα αποβάσεως εις τας ακτάς.

Την πρωίαν της 25ης Απριλίου του 1915 εξήντα χιλιάδες συμμαχικών στρατευμάτων κατηυθύνθησαν προς τα Δαρδανέλλια· εις την πρώτην μεγάλην αμφίβιον απόβασιν των νεωτέρων χρόνων. Το αποτέλεσμα της αποβάσεως ήτο μία σφαγή. Τα θωρηκτά ήσαν τόσον απησχολημένα με την αποβίβασιν των στρατευμάτων, ώστε δεν εσκέφθησαν να ανοίξουν πυρ εναντίον των Τουρκικών θέσεων. Τα μικρά σκάφη που μετέφεραν τους στρατιώτας από τα θωρηκτά εις την ξηράν εδέχοντο τα πυρά των Τούρκων χωρίς να ημπορούν να αμυνθούν ή να προσφέρουν την παραμικράν προστασίαν εις τους επιβάτας των. Ένας αεροπόρος που υπερίπτατο της περιοχής διέκρινε μίαν θάλασσαν κατακόκκινην από το αίμα.


Προς βορράν, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί έκαναν μίαν νυκτερινήν απόβασιν και, παρ’ όλον ότι τα ρεύματα παρέσυραν τα πλοιάριά των ένα μίλλι μακράν του ορισθέντος τόπου, επετύγχαναν να εγκατασταθούν εις την παραλίαν της Καλλιπόλεως. Ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος ήτο τότε ένας αφανής συνταγματάρχης, τους περιώρισεν εις τας θέσεις των και δεν τους επέτρεψε να προχωρήσουν.

Η κατάστασις παρέμενε στάσιμος. Εις το Λονδίνον ο Τσώρτσιλ ανετρέπετο. Ο σερ Άιαν Χάμιλτον ηναγκάζετο να παραδώση την διοίκησίν του εις τον στρατηγόν σερ Τσαρλς Μόνρο, ο οποίος, όπως είπε πικραμένος ο Τσώρτσιλ, «ήλθε, είδε και παρεδόθη». Ο χειμώνας επλησίαζε, η Βουλγαρία επερνούσεν εις το στρατόπεδον των Κεντρικών Δυνάμεων και η Συμμαχική θέσις καθίστατο αφόρητος. Η αποχώρησις εκινδύνευε να είναι καταστρεπτική.


Αλλά οι Άγγλοι έκαναν εδώ το θαύμα των. Μίαν ωραίαν πρωίαν, 259 ημέρας μετά την αρχικήν απόβασιν, οι Τούρκοι έκπληκτοι ανεκάλυψαν ότι χωρίς κανέναν θόρυβον τα Συμμαχικά στρατεύματα είχαν εγκαταλείψει τας θέσεις των. Μόνον ο στρατηγός σερ Φρέντερικ Μωντ, ενθυμηθείς την τελευταίαν στιγμήν ότι είχε ξεχάσει τα προσωπικά αντικείμενά του, επέμενε να επιστρέψη διά να τα παραλάβη.

Την τραγωδίαν αυτήν περιγράφει με πολύ ζωντανά χρώματα ο κ. Μούρχεντ και η μεγαλυτέρα φιλοφρόνησις που ημπορεί να του γίνη είναι ότι η αφήγησίς του είναι πιο ζωντανή και από αυτήν την αφήγησιν της επιχειρήσεως που κάνει ο σερ Ουίνστον Τσώρτσιλ εις το βιβλίον του «Η παγκόσμιος κρίσις».