Μαρία Πολυδούρη: Το επικό εμβατήριο μιας εποχής
Το πένθος των νέων για τους νέους
- «Ειρωνικός, σαρκαστικός, λες και έχει κάνει κατόρθωμα» - Σοκάρουν οι περιγραφές για τον αστυνομικό της Βουλής
- «Πνιγμός στα 30.000 πόδια» - Αεροπλάνο άρχισε να πλημμυρίζει εν ώρα πτήσης [Βίντεο]
- Δημήτρης Ήμελλος: Το τελευταίο αντίο στον αγαπημένο ηθοποιό -Τραγική φιγούρα η μητέρα του
- «Πρέπει να κάνουν δήλωση ότι σέβονται το πολίτευμα» - Οι όροι για να πάρουν την ιθαγένεια οι Γλύξμπουργκ
Ένα τεράστιο μεταλλικό πουλί, ζώο που ξεπήδησε μέσ’ από την Αποκάλυψη, φρουμάζει (σ.σ. ξεφυσώ δυνατά με τα ρουθούνια) τρέμοντας σύγκορμο, με τους κινητήρες αναμμένους, ανυπόμονο να σπαθίσει το διάστημα, την ώρα που, μέσα στον ανεμοστρόβιλο του μισεμού, γράφονται τούτες οι αράδες. Ο ίλιγγος αλέθει τις σκέψεις, τις εποχές, κομματιάζει ίσκιους, ξεσηκώνει φαντάσματα. Με δάχτυλα βιαστικά φυλλομετρώ κι’ εγώ το βιβλίο τούτο που μου ήρθε τέτοια στιγμή. Μονάχα το φυλλομετρώ, τίποτα περισσότερο δεν προφταίνω. Όμως αδύνατο και να το παρατρέξω: μαγνητίζει μέσα μου το βραδιασμένο στρατολάτη μιας άλλης εποχής. Είναι τα «Άπαντα» της Μαρίας Πολυδούρη.
Άλλοι θα γράψουν την αρμόδια γνώμη τους για τους στίχους αυτούς, θα τους μετρήσουν με το μέτρο της ώρας, θα δώσουν άφεση με κάποια ίσως μεγαλοψυχία. Εγώ θ’ αναπολήσω μόνο. Κι’ όχι καν την ίδια την ποιήτρια. Το διάκοσμο, τη σκηνογραφία που στέκεται σ’ απόσταση γύρω της. Σημειώστε πως καμμιά φιλοδοξία συνθετική δεν μπαίνει σε τούτη την απόπειρα. Είναι μολυβιές ριγμένες στην τύχη, σύμφωνα με τον ακατάστατο ρυθμό της μνήμης, που την ξάφνιασαν στον ύπνο της και τρεκλίζει ψάχνοντας να ορθοποδήσει ανάμεσα στα μνήματα.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.4.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ξαναβλέπω τη ζωή μέσ’ από τα θολά, ροδισμένα στ’ απόβραδο τζάμια ενός αθηναϊκού καφενείου. Τη ζωή μιας Αθήνας που δεν υπάρχει πια. Έξω στο δρόμο, που έχει σκόνη πολλή και λιγοστή κίνηση, οι αραιοί διαβάτες περνάνε χωρίς να βιάζονται. Κάπου στη γειτονιά τραγουδάει με χοντρούς κόμπους στο λαιμό της μια λατέρνα. Ζεστό φαΐ λιβανίζει στη γειτονιά. Ανάμεσα στους κρεμασμένους ίσκιους της νύχτας που κατεβαίνει, βλέπεις να περνάει στο δρόμο μια θεωρία μουγγή, σκυφτή: Οι πρόσφυγες της Καταστροφής.
Λένε πως είταν μια εποχή ηττημένη. Αυτό το λένε εκείνοι που ήρθαν κάπως αργότερα, ξεκούραστοι, με κοστούμι ατσαλάκωτο, κομμένο σε κάποιο ράφτη της Δυτικής Ευρώπης. Ηττημένη; Θα την πω καλλίτερα «δραματική». Υπάρχουν εποχές ανύποπτες κι’ εποχές στοιχειωμένες, καιροί που η συνείδησή τους κοιμάται κι’ άλλοι που η ψυχή τους αλαφιάστηκε. Τα χρόνια εκεί ανάμεσα στα 1922-1929 είταν ένα παράξενο κράμα από αφέλεια κι’ έγνοια, προαισθήματα και ρεμβασμό. Η Αθήνα η ζωντανή είχε μικροαστική σφραγίδα. Μια συνοικία απέραντη, που έφτανε ίσαμε την οδό Σταδίου, κι’ αυτή πιστό αντίγραφο της επαρχίας. Το νομαρχιακό γραφείο όπου πάει να πιάσει δουλειά η Μαρία Πολυδούρη, καινουργιοφερμένη από την Καλαμάτα της, είναι σκονισμένο, νυσταλέο και κακομούτσουνο, στεγάζει φουκαράδες υπαλλήλους που έχουν για όνειρο φυγής τη βραδινή πρέφα. Κι’ όμως, ανάμεσα σε τέτοιον κόσμο, πίσω από τραπέζι πληκτικό, κάθεται ο Κώστας Καρυωτάκης. Γιατί τάχα αυτή η ευκολία να πιστεύουμε πως ο ποιητής του «Μιχαλιού» συνοψίζει την αθλιότητα; Κρίνουμε το ενδόσιμο (σ.σ. προανάκρουσμα ή προοίμιο) ή το μήνυμα; Το διάκοσμο ή το θέμα; Και οι Ρώσοι πήρανε για κατώφλι τους την αθλιότητα, μας ειδοποίησαν όμως για ό,τι μάντεψαν χάρη σ’ αυτήν από το βαθύ μυστήριο της ζωής και της αλήθειας. Αθεράπευτη μανία μας να νομίζουμε πως όλα αρχίζουν και τελειώνουν σε μιαν ηθογραφία!
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.4.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το μέγεθος της εποχής εκείνης είναι κρυφό κι’ ανυπόκριτο. Σημειώνει μια κρίσιμη στροφή της ελληνικής ζωής από τα έξω στα μέσα. Για πρώτη φορά επικοινωνεί ο τόπος με τα μεγάλα ρεύματα του αιώνα· μέσα στα μουχλιασμένα δημόσια γραφεία στρατολογείται μια νεολαία που θα πιστέψει με πάθος στην κοινωνική δικαιοσύνη, θα στρώσει με τα κορμιά της τους τραγικούς δρόμους της. Αυτό —όποια κι’ αν είναι η προσωπική μας πίστη κι’ ο τελικός απολογισμός— πρέπει να το αναγνωρίσουμε. Σύγκαιρα, μια μειοψηφία εκστατική, λυρική, μια χούφτα νέοι που έγραφαν, πασχίζει εκείνα τα χρόνια να προσανατολιστεί μέσα στην ανεμοζάλη, να συλλάβει κάτι από τους μεγάλους ίσκιους που δίνουν ανάστημα στον ορίζοντα. Αργότερα, σαν έρθουν ξεκούραστοι, αμέτοχοι, φρεσκοξυρισμένοι οι προφήτες των νέων τάσεων, θα κηρύξουν μια φρεσκογυαλισμένη πίστη στη γραφικότητα, θ’ ανεμίσουν χρώματα γαλάζια και χρυσαφιά. Την Ιστορία τη γράφουν οι επιζώντες. Η νεολαία της δραματικής δεκαετίας έπεσε θερισμένη κι’ αναπολόγητη στο σύνορο της χίμαιρας.
Στιγμές-στιγμές έχω την εντύπωση πως είμαι ο τελευταίος που έχει επιζήσει από τα θύματα ενός μεγάλου ναυαγίου. Ένας κόσμος ολόκληρος έφυγε με το πλοίο εκείνο, το πλοίο του Καρυωτάκη, καταποντίστηκε. Πρέπει να μπορείς να συγκρίνεις το ύφος τών τότε νέων με των τωρινών, για να καταλάβεις την απόσταση. Άλλος κόσμος! Είμασταν απλοϊκοί κι’ ευλαβικοί, με μιαν απολησμονημένη μέσα στα μάτια μας καταχνιά του 19ου αιώνα, κληρονομιά πατρική. Ποίηση, κοινωνική επανάσταση, έρωτας, μπερδεύονταν στο μυαλό μας, έκαναν την περπατησιά μας ζαλισμένη και σαν υπνοβατική. Από τους τέσσερους ή πέντε νέους —δεν καλοθυμάμαι— που ξεκινήσαμε νωρίς κείνο το δειλινό να πάμε στη «Σωτηρία» για να κάνουμε επίσκεψη στη Μαρία Πολυδούρη, οι τρεις τουλάχιστον είταν ερωτευμένοι μαζί της. Θανάσιμα. Ή το πίστευαν.
Δεν είχα κάνει τη γνωριμιά της κι’ ένιωθα έτσι σαν ξένος, παρείσακτος. Έπειτα, θυμάμαι, πείσμωνα με την ομαδική εκείνη ερωτοληψία που την τριγύριζε. Μου φαινόταν φιλολογική και βέβηλη, να θολώνει με πυκνές ανασαιμιές την καθαρότητα της μορφής της. Έχω, έτσι, μιαν έμμεση μόνο, ηθική κάλλιο παρά φυσική εικόνα της στο νου μου. Από ό,τι άκουγα. Γιατί εκείνο το δειλινό που λέω, γλυκό, ροδαλό δειλινό της αττικής άνοιξης, έγινε τούτο το περίεργο: Σαν φτάσαμε μπροστά στο μονώροφο οίκημα όπου βρισκόταν το δωμάτιό της, σημειώθηκε μέσα μου, ξάφνου, μια αλλαγή. Είχα από καιρό μιαν επιθυμία σχεδόν παθιασμένη να την ιδώ, περιέργεια νέου για μια νέα. Εκεί όμως, στο κατώφλι του φτωχού περιπτέρου, μπροστά στα δυο-τρία σκαλάκια που ανέβαζαν στη σανιδένια βεραντούλα, άλλαξα γνώμη. «Εμπάτε σεις» κάνω στους άλλους. «Εγώ θα περιμένω εδώ».
Μονομιάς, είχε φέξει μέσα μου η σκέψη πως η κοπέλα η άρρωστη εκεί μέσα είταν ωραία, ερωτική, όμως η ομορφιά της τώρα-τώρα, καθώς μου είπανε, με την επιδείνωση του κακού που την έτρωγε, είχε πιάσει να κόβει. Πώς θα της φαινόταν, αυτής που είταν κιόλας ένας μικρός θρύλος, λυρικός, ερωτικός, να πρωτοφανεί στα μάτια ενός νέου έτσι χαλασμένη, σημαδεμένη από τον τραγικό πρόλογο της φθοράς; Το βρήκα αδιάκριτο από μέρος μου, σκληρό. Απόμεινα λοιπόν έξω, να περιμένω τους άλλους, και μόνο συλλογιζόμουν πως είναι τούτη που χάνω η ύστατη, η μοναδική ίσως ευκαιρία να ιδώ τη Μαρία Πολυδούρη ζωντανή. Κάπου-κάπου έρριχνα κλεφτές ματιές μέσα.
Είταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με τα πόδια κατά μένα. Δεν ξέκρινα παρά μόνο το μέτωπό της, που το φώτιζε μια βραδινή αντιφεγγιά από το κοντινό παράθυρο. Ωραίο μέτωπο, ψηλό, και το φως έπαιρνε απάνω του μια λάμψη μελιχρή (σ.σ. μελιά), σαν από νεκρική λαμπάδα.
Είναι η μοναδική εικόνα που έχω από τη Μαρία Πολυδούρη. Οι κατοπινές μου θύμησες είναι από το πρωινό εκείνο, λίγο αργότερα, που ξεκινήσαμε πάλι η μικρή νεανική κουστωδία, σφιγμένοι στη βουβαμάρα της λύπης μας, να πάμε στην ιδιωτική κλινική, εκεί στα Κάτω Πατήσια, να την ιδούμε νεκρή. Θαρρώ είχε ξεψυχήσει τη νύχτα ή τα χαράματα. Όταν φτάσαμε κι’ ανεβήκαμε στο απάνω πάτωμα, στο μακρύ γυαλιστερό διάδρομο, μας είπαν να περιμένουμε, να μη μπούμε στο δωμάτιο της νεκρής. Η πόρτα του άνοιξε, βγήκε ένα φορείο. Απάνω, τυλιγμένο από κορφή σε νύχια μέσα σ’ άσπρο σεντόνι, ένα κορμί κοριτσιού ταλαντευόταν μαλακά, ίσως ακόμα ζεστό, και που τόνιωθες τρυφερό. Πέρασε αργά μπροστά μας. Σκύψαμε τα κεφάλια μας.
Και την ξαναβλέπω κάτω, στο μικροσκοπικό εκκλησάκι της κλινικής, ύστερα στην εκκλησία του Α’ Νεκροταφείου. Ακολουθήσαμε το δρόμο για τον τάφο λιγοστοί πάντα, μια κηδεία σχεδόν οικογενειακή, όπου εμείς, οι νέοι οι ολότελα ξένοι στην οικογένεια, είχαμε το αίσθημα πως κηδεύουμε κάποιον που, κρυφά, ανήκει μόνο σ’ εμάς. Είναι κάτι που δεν μοιάζει με τίποτα το πένθος αυτό των νέων για τους νέους. Σα να ξέρουν αυτοί κάτι, ένα μυστικό, κάποιο σύνθημα, που τους δένει μεταξύ τους. Οι μεγάλοι δεν το υποψιάζονται, είναι ανίκανοι να το νιώσουν. Σκέφτονται συμβατικά, τυπικά και καθιερωμένα. Εμείς, την ώρα εκείνη που πορευόταν προς τον τάφο το λείψανο της Μαρίας Πολυδούρη, ακούγαμε σκοτεινά μέσα μας ν’ ανακρούεται το επικό εμβατήριο μιας εποχής.
*Κείμενο του Άγγελου Τερζάκη για τη Μαρία Πολυδούρη, που έφερε τον τίτλο «Ο ματωμένος λυρισμός» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τετάρτη 19 Απριλίου 1961.
Η Μαρία Πολυδούρη, ποιήτρια και πεζογράφος της λεγόμενης «γενιάς του Καρυωτάκη» (άλλως πως της Γενιάς του ’20), έφυγε από τη ζωή στις 29 Απριλίου 1930, σε ηλικία μόλις 28 ετών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις