Λένε μερικοί, και με κάποια ασέβεια, πως ο Χριστός δεν θα γινότανε τόσο γνωστός και τόσο γρήγορα, χωρίς τους Αποστόλους. Παρά την υπερβολή, αυτό ακούγεται μάλλον σωστό. Πάντως, και τηρουμένων των αναλογιών, πόσο γνωστό και αγαπητό θα ήτανε και θα παρέμενε το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι χωρίς τον Πάνο Γεραμάνη; Είναι ένα ερώτημα. Πιστεύω πως ο Πάνος, για μεγάλο διάστημα, σήκωσε πάνω του όλο το βάρος της διάσωσης και της προβολής αυτού του θησαυρού, με το πάθος ιεροφάντη, την εμμονή εντομολόγου και το σθένος εκείνου που ξέρει μέσα του, από ένστικτο, την αλήθεια και δεν την διαπραγματεύεται με κανέναν. Απλά την υπηρετεί αγόγγυστα και μάλιστα σε ζόρικους καιρούς, σε υφέσεις, με κόντρα τους ανέμους και τις διερχόμενες μόδες που ενθουσιάζουνε τους επιπόλαιους. Επιμένει. Επέμενε. Αδιάλλακτος, συμπαγής, πεπεισμένος. Αυτο-αναφλεγόμενος. Μέχρι που άνοιξαν οι ουρανοί και είδαν, πια, όλοι αυτή την προφανή και κάποτε κρυμμένη αλήθεια.


Ο Γεραμάνης, διαλαλητής αβράχνιαστος αυτού του τραγουδιού, δεν ήταν απλώς ένας εκφωνητής, ένας εκπομπάρχης. Η συγκρότησή του μοναδική και αντιπροσωπευτική ενός Έλληνα, που, πια, σπανίζει: άνθρωπος ένθερμα γήινος, των καθημερινών απολαύσεων, του γηπέδου, της ταβέρνας, της πολιτικής, του τραγουδιού, των διαρκών αναζητήσεων, της γεύσης και της όρασης, του ψαξίματος, του διαβάσματος, και της αέναης περιέργειας. Ασίγαστος. Δεν άφησε πέτρα που να μην ψάξει, να μη σηκώσει, με τρυφερότητα και σεβασμό. Παρότι είχε τις οικογενειακές πληγές και
τις απόψεις του, ποτέ δεν παρασύρθηκε σε μονομερείς εκτιμήσεις. Ποτέ δεν τυφλώθηκε, δεν έγινε αυτάρεσκος οπαδός της μιας πλευράς. Είχε τη στάση του, αλλά άκουγε κι έβλεπε τα πάντα, με μάτια ορθάνοιχτα. Διερευνούσε, διασταύρωνε, δεν άφηνε τίποτε στην ησυχία και στη λήθη του. Κανέναν. Μέσα του ήταν φανερό πως κρυβότανε πολύ πάθος, πληθωρικότητα, κι ένας δυναμισμός σαρωτικός. Δεν υπέκυψε στη μικρολογία, στον φανατισμό, στη μεμψιμοιρία. Στα δύσκολα, έκανε το απλό: αύξαινε την παραγωγή. Στις απογοητεύσεις αντιπαρέθετε τη μεγάλη πνοή, αντλούσε απ’ την Τέχνη. Ακούγοντας απλώς τη φωνή του στο ραδιόφωνο καταλάβαινες. Ήταν ένας βάρδος, με τον τρόπο του. Ένα είδος γκουρού μιας άλλης Ελληνικότητας, ευρύστερνης, οικείας, συγκαταβατικής, λαϊκής κι εμπνευσμένης. Ο Πάνος Γεραμάνης δεν ξεχνιέται. Και το εξαιρετικό αυτό βιβλίο του Βασίλη Καρδάση ας είναι ένα μακρύ ταξίμι στη μνήμη του Πάνου που διαχέεται ακόμα ζωντανή, ως λάμπουσα και ατελεύτητη παρουσία μέσα μας.

Γιώργος Σκαμπαρδώνης

Φεβρουάριος 2010

*Κείμενο του θεσσαλονικιού συγγραφέα Γιώργου Σκαμπαρδώνη για τον αείμνηστο Πάνο Γεραμάνη. Είχε περιληφθεί, εν είδει προλόγου, στο βιβλίο του πανεπιστημιακού καθηγητή Βασίλη Καρδάση «Πάνος Γεραμάνης – Σε δρόμους λαϊκούς» (εκδόσεις Άγκυρα, 2010).


Ο Πάνος Γεραμάνης, με καταγωγή από το Βασιλικό Ευβοίας, έφυγε αιφνιδίως από τη ζωή στις 30 Απριλίου 2005, βράδυ Μεγάλου Σαββάτου, σε ηλικία 60 ετών.



Ο Γεραμάνης υπήρξε διακεκριμένος δημοσιογράφος (εργάστηκε επί μακρόν και στα «Νέα» του ΔΟΛ), συγγραφέας, παραγωγός και επιμελητής ραδιοφωνικών εκπομπών.