Το επίκεντρο του ελληνικού καλοκαιριού δεν είναι άλλο από το Αιγαίο Πέλαγος, όπου έλληνες και ξένοι τουρίστες θα παραθερίσουν για ακόμη μία χρονιά, ψάχνοντας δροσιά στις ακτές και στα σοκάκια των νησιών.

Κλιματική κρίση, εισβολή ξενικών ειδών, υπερτουρισμός, ρύπανση, ευτροφισμός και υπεραλίευση απειλούν το μέλλον της Μεσογείου

Το Αιγαίο, όμως, αντιμετωπίζει μια σειρά από κινδύνους και έχει ανοιχτές πληγές: οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής που απειλούν άμεσα τη Μεσόγειο, που έχει χαρακτηριστεί hotspot της κρίσης, η εισαγωγή εισβολικών ειδών, τα προβλήματα που δημιουργεί η ραγδαία αύξηση του τουρισμού, η ρύπανση της θάλασσας με πλαστικά και λύματα, ο ευτροφισμός και η υπεραλίευση διαταράσσουν συστηματικά τις ισορροπίες.

Αν σε αυτά προστεθεί και ο πάντα υπαρκτός γεωπολιτικός κίνδυνος, γίνεται σαφές πως το μέλλον του Αιγαίου κρέμεται από μερικές κλωστές. Πόσα καλοκαίρια θα αντέξει να «βγάλει» ακόμα το αγαπημένο πέλαγος;

Κλιματική αλλαγή

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετωπίζει το Αιγαίο δεν είναι άλλος από την κλιματική αλλαγή. «Το Αιγαίο έχει μπει στην κόκκινη ζώνη σε ό,τι αφορά τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης και θερμαίνεται με 20% γρηγορότερο ρυθμό από ό,τι ο υπόλοιπος πλανήτης», λέει στα «ΝΕΑ» ο Νίκος Χαραλαμπίδης, διευθυντής της περιβαλλοντικής οργάνωσης Greenpeace στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με στοιχεία που συγκεντρώνει το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, η θερμοκρασία των νερών της επιφάνειας του Αιγαίου κατά τα τελευταία 30 χρόνια έχει αυξηθεί κατά περίπου 1,5 βαθμό Κελσίου, «μια σημαντική αύξηση σε τόσο μικρό διάστημα», όπως σχολιάζει ο διευθυντής Ερευνών του ΕΑΑ Κώστας Λαγουβάρδος.

«Και φέτος στο Αιγαίο θα έχουμε θαλάσσιο καύσωνα», εκτιμά ο Θοδωρής Τσιμπίδης, διευθυντής του ινστιτούτου Αρχιπέλαγος που εστιάζει στην προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος. «Από το μέγιστο των 27 βαθμών Κελσίου του καλοκαιριού, κανονικά η θερμοκρασία του νερού πέφτει στους 13-15 βαθμούς, όμως φέτος δεν συνέβη», τονίζει ο ίδιος.

«Η διατήρηση για μεγάλο χρονικό διάστημα πολύ υψηλών τιμών θερμοκρασίας στα νερά της Μεσογείου έχει πολλαπλές αρνητικές συνέπειες στους θαλάσσιους οργανισμούς, όπως η μείωση της ανθεκτικότητας σε παθογόνους μικροοργανισμούς και η αύξηση ασθενειών στη θαλάσσια χλωρίδα και πανίδα», προσθέτει από τη μεριά του ο καθηγητής Θαλάσσιας Βιολογίας στο Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Δρόσος Κουτσούμπας.

Η κλιματική αλλαγή, όμως, δεν έχει συνέπειες μόνο στη θερμοκρασία των υδάτων. Η μειούμενη συχνότητα των βροχοπτώσεων και η μεγαλύτερη έντασή τους τις κάνουν καταστροφικές, προκαλώντας φαινόμενα διάβρωσης στα νησιά, αναφέρει ο διευθυντής της Greenpeace. Παράλληλα, το ξηρότερο κλίμα δημιουργεί μεγαλύτερες ανάγκες για νερό, οι οποίες ωστόσο δεν καλύπτονται γιατί η συγκέντρωση υδάτων από τις βροχοπτώσεις είναι πιο δύσκολη, συμπληρώνει ο ίδιος.

Επιπλέον, η αύξηση της ποσότητας διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα οδηγεί σε δυσμενέστερες συνθήκες και εντός της θάλασσας. Ο Δρόσος Κουτσούμπας εξηγεί: «Οι προσθήκες διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα αυξάνουν τελικά την οξύτητα στους ωκεανούς. Η οξίνιση της θάλασσας επηρεάζει αρνητικά την ασβεστοποίηση πολλών θαλάσσιων οργανισμών, από πλαγκτόν έως μαλάκια και κοράλλια, των οποίων ο σκελετός περιέχει ανθρακικό ασβέστιο».

Εξάλλου, με την κλιματική αλλαγή έρχεται και η αύξηση της στάθμης της θάλασσας, η οποία εκτιμάται ότι ανέρχεται σε 16 εκατοστά τα τελευταία 100 χρόνια στη Μεσόγειο. «Η αύξηση της στάθμης της θάλασσας έχει ως αποτέλεσμα τη διάβρωση των παραλιών και τη μείωση της έκτασής τους, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό προβλήματα τόσο στα είδη και τους οικοτόπους που αυτές φιλοξενούν, όσο και στον άνθρωπο», υπογραμμίζει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Εισβολικά είδη

Σε άμεση σύνδεση με την υπερθέρμανση των υδάτων έρχεται και το ζήτημα της εισβολής ξενικών ειδών στη Μεσόγειο, και συγκεκριμένα στο Αιγαίο Πέλαγος. Οπως εξηγεί ο διευθυντής του «Αρχιπελάγους», η περαιτέρω διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ το 2015 έκανε τη Μεσόγειο ιδιαίτερα ευάλωτη στην εισαγωγή νέων ειδών από την Ερυθρά Θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό.

Ως ολιγοτροφικό οικοσύστημα (δηλαδή, με μικρή συγκέντρωση θρεπτικών αλάτων), το Αιγαίο είναι ευαίσθητο στην εισαγωγή νέων ειδών, των οποίων η αφομοίωση αποτελεί πρόκληση, καθώς, αν δεν επέλθει, τα εισβολικά είδη μπορούν να εκτοπίσουν τα «ντόπια».

Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως κάθε ξενικό είδος απειλεί τη βιωσιμότητα του Αιγαίου. «Για παράδειγμα, η καουλέρπα ταξιφόλια, ένα είδος φύκου που μοιάζει με μικρό σταφύλι, θεωρούνταν εισβολικό είδος για αρκετά χρόνια, εντούτοις έχει πλέον προσαρμοστεί στο οικοσύστημα και δεν ζει εις βάρος άλλων ειδών», σημειώνει ο Θοδωρής Τσιμπίδης.

Το ίδιο συμβαίνει και με το λεοντόψαρο, το οποίο αν και δεν είναι αυτόχθον στο Αιγαίο, δεν είναι επιθετικό και αναμένεται να παραμείνει στο οικοσύστημα – άλλωστε, είναι βρώσιμο, επομένως ο πληθυσμός του ελέγχεται και από την αλιεία.

Ωστόσο, είδη όπως ο λαγοκέφαλος θεωρούνται επικίνδυνα για την ισορροπία του ήδη εύθραυστου οικοσυστήματος. «Εχει πολλαπλασιαστεί σε επιλεγμένες περιοχές, όμως δεν έχει εξαπλωθεί ακόμα. Παρ’ όλα αυτά, αν βρει ένα εγκαταλελειμμένο οικοσύστημα, ο πληθυσμός του γνωρίζει έξαρση», προειδοποιεί ο διευθυντής του «Αρχιπελάγους».

Σύμφωνα με στοιχεία της περιβαλλοντικής οργάνωσης WWF, στη Μεσόγειο έχουν εισέλθει συνολικά περίπου 1.000 νέα ξενικά είδη – εκ των οποίων τα 126 ψάρια – προκαλώντας μειώσεις σε ενδημικά είδη, σε ποσοστό έως και 40% σε συγκεκριμένες περιοχές.

Υπερτουρισμός

Ο υπερτουρισμός αποτελεί ακόμα μία ανοιχτή πληγή του Αιγαίου. Πόλος έλξης τόσο για Ελληνες όσο και για ξένους επισκέπτες, το Αιγαίο απειλείται από τη ραγδαία αύξηση του τουρισμού και ειδικότερα του ναυτιλιακού τουρισμού (yachting). «Μόνο τα τουριστικά σκάφη μπορεί να ξεπεράσουν τις 80.000 το φετινό καλοκαίρι», εκτιμά ο Θανάσης Τσιμπίδης, που δηλώνει ιδιαίτερα ανήσυχος για την καταστροφή που επιφέρουν στο θαλάσσιο περιβάλλον οι άγκυρες των σκαφών.

«Οι άγκυρες ρημάζουν τα υποβρύχια λιβάδια ποσειδωνίας», δηλαδή του τυπικού φυτού της Μεσογείου, που θεωρείται ο «καθαριστής» της θάλασσας και προστατεύεται από την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία.

«Στην Κροατία δεν επιτρέπεται να ρίχνεις άγκυρα όπου θέλεις, πρέπει να ακολουθήσουμε αυτό το παράδειγμα», υπογραμμίζει ο διευθυντής του «Αρχιπελάγους», ο οποίος προτείνει να γίνει χωροθέτηση αγκυροβολίων, όπου η θέση θα είναι επί πληρωμή.

«Ετσι, μπορούν να προκύψουν και έσοδα για τις τοπικές κοινωνίες και να χρησιμοποιηθεί το yachting ως μοχλός ανάπτυξης», τονίζει. «Πρέπει να δούμε πόσα σκάφη μπορούμε να έχουμε. Δεν γίνεται να συγκεντρώνονται σε μικρά κολπάκια 20 και 30 σκάφη», προσθέτει ο Νίκος Χαραλαμπίδης της Greenpeace. «Τα λύματα που απελευθερώνουν μπαίνουν σε περιοχές που δεν προλαβαίνουν να τα αφομοιώσουν».

Εξάλλου, ο τουρισμός απαιτεί μεγάλους όγκους νερού κάθε καλοκαίρι, σε βαθμό που τα νησιά (ειδικά αυτά των Κυκλάδων) αντιμετωπίζουν πρόβλημα λειψυδρίας, με τις δημοτικές Αρχές να διακόπτουν την υδροδότηση ανά διαστήματα, ιδίως στην κορύφωση της σεζόν, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.

«Ο τουρισμός δεν μπορεί να συνεχίσει να απαιτεί νερό σε τέτοιες ποσότητες, πρέπει να εξετάσουμε πώς θα το διαχειριστούμε», αναφέρει προβληματισμένος ο διευθυντής της Greenpeace. Αλλωστε, όπως σημειώνει, ο τουρισμός δημιουργεί και ζήτημα με τη διατροφική ασφάλεια των νησιωτικών περιοχών. «Με την αύξηση του τουρισμού, πολλοί νησιώτες άφησαν την πρωτογενή παραγωγή και στράφηκαν στον τουρισμό, καθώς είναι πιο κερδοφόρος τομέας».

Ρύπανση

Η ραγδαία αύξηση του τουρισμού στο Αιγαίο έχει μεν φέρει δυσθεώρητα κέρδη για τους επαγγελματίες του κλάδου, ωστόσο έχει φέρει και δραματική αύξηση της ρύπανσης. Τα αυξημένα λύματα των νησιών κατά το καλοκαίρι, καθώς και τα λύματα από τα τουριστικά σκάφη, καταλήγουν στη θάλασσα.

Μάλιστα, όπως καταγγέλλει ο Θανάσης Τσιμπίδης, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις νησιών όπου δεν λειτουργεί βιολογικός καθαρισμός. «Στη Σάμο υπάρχουν επτά βιολογικοί καθαρισμοί, όμως δεν λειτουργεί κανένας καθώς δεν υπάρχει χημικός μηχανικός στο νησί».

Το ίδιο ισχύει και με το χημικά επεξεργασμένο νερό από τις πισίνες σπιτιών και ξενοδοχείων, που επιβαρύνει περαιτέρω τα παράκτια οικοσυστήματα. Ετσι, καταλήγουν στη θάλασσα εκατομμύρια λίτρα νερού με χημικά, δημιουργώντας νέα προβλήματα σε αχινούς, μαλάκια και άλλους οργανισμούς.

Την ίδια στιγμή, τεράστιο είναι το πρόβλημα της θαλάσσιας ρύπανσης και με πλαστικά, μικροπλαστικά και νανοπλαστικά. «Μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια, βρίσκαμε περίπου 1 στα 1.000 ψάρια χωρίς μικροπλαστικά στο στομάχι. Πλέον, όλοι οι οργανισμοί έχουν κάποιας μορφής πλαστικό μέσα τους».

Η θαλάσσια ρύπανση γίνεται ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα υπό τις συνθήκες της κλιματικής αλλαγής. Οι κακοκαιρίες «Daniel» και «Elias» που έπληξαν τη Θεσσαλία το περασμένο φθινόπωρο δημιούργησαν στον Παγασητικό μια ολόκληρη νησίδα από φερτά υλικά που οδηγήθηκαν στη θάλασσα μέσω χειμάρρων. «Τέτοια συμβάντα, πάντως, δεν είναι καταστροφικά, καθώς η θάλασσα έχει τη δύναμη να διασκορπίσει αυτούς τους όγκους», λέει καθησυχαστικά ο Θοδωρής Τσιμπίδης.

Ευτροφισμός

Μαζί με τα φερτά υλικά, βέβαια, οι χείμαρροι παρασέρνουν και ό,τι υπάρχει στο διάβα τους. Στην περιοχή της Θεσσαλίας που βασίζεται στην πρωτογενή της παραγωγή, η χρήση λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και εντομοκτόνων στον Κάμπο ρίχνει αλάτι σε μία ακόμα πληγή του Αιγαίου: τον ευτροφισμό, όπως ορίζεται η υπέρμετρη αύξηση της συγκέντρωσης θρεπτικών στοιχείων στη θάλασσα, η οποία οδηγεί στη μείωση του διαλυμένου οξυγόνου στο νερό και συνεπώς στην αλλοίωση της βιοποικιλότητας του οικοσυστήματος, όπου εν τέλει επικρατούν ελάχιστα είδη, ενώ τα υπόλοιπα οδηγούνται σε εξαφάνιση.

Η Μεσόγειος είναι στο σύνολό της μια ολιγοτροφική θάλασσα, δηλαδή με μικρές συγκεντρώσεις θρεπτικών αλάτων και μικρούς πληθυσμούς ψαριών. Η μόλυνση των υδάτων με φωσφορικά και νιτρικά άλατα και ειδικά με αγροτικά χημικά προκαλεί φαινόμενα ευτροφισμού. Το ίδιο παρατηρείται και σε κόλπους όπου καταλήγουν τα αστικά λύματα μεγάλων πόλεων (Σαρωνικός, Θερμαϊκός).

Υπεραλίευση

Ακόμα μία μεγάλη πληγή του Αιγαίου αποτελεί η υπεραλίευση, δηλαδή το ανεξέλεγκτο ψάρεμα. Μάλιστα, όταν αυτό γίνεται με δραστικά εργαλεία, όπως είναι οι μηχανότρατες, οι βιντζότρατες και τα δίχτυα, η ζημιά που καταφέρνει στο θαλάσσιο οικοσύστημα είναι μη αναστρέψιμη.

Οι μηχανότρατες, ειδικά, βλάπτουν σημαντικά τον βυθό, καθώς ξεριζώνουν ποσειδωνίες και υφάλους όπου αναπαράγονται τα ψάρια. Κι αυτό, χωρίς εν τέλει το αποτέλεσμα να εξασφαλίζει μεγάλες ποσότητες τροφής. «Το 70% της ψαριάς με μηχανότρατα είναι ανεπιθύμητο και πετιέται», υπογραμμίζει ο διευθυντής του «Αρχιπελάγους».

Premium έκδοση «Τα ΝΕΑ»