Βράδυ του θανάτου απόψε. Σειρά του. Η σειρά αυτού που δεν σέβεται σειρά. Προγραμματίζεις την έλευση στη ζωή. Έξω από κάθε πρόγραμμα, σε χρόνο που ο ίδιος προσδιορίζει, έρχεται ο ανεπιθύμητος και αποκόπτει το νήμα της ζωής.

Ίσως να σημάνη κάποτε η μέρα που η επιστήμη θα καταλύση το κράτος του. Τώρα όμως κοινή μοίρα είναι το τέρμα. Ο επιτάφιος θρήνος το πανανθρώπινο εμβατήριο. Αυτό που έπρεπε να φέρη άτομα και λαούς τον ένα κοντά στον άλλον, αφού ο ίδιος τούς περιμένει επίλογος.

Εκτέλεση της συμφωνίας σήμερα. Σε εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου ανταποκρίνεται η εκκλησιαστική τάξη και η ελληνική παράδοση, που ώρισε μαζί με την περιφορά του Επιταφίου και την πορεία στους σταυρούς των απόντων μας. Δεν είναι θεότητες αυτοί, υπήρξαν όμως δημιουργοί της δικής μας ζωής· όσοι μας πόνεσαν, όσοι έσκυψαν πάνω στο λίκνο μας, όσοι λαχτάρησαν για την προκοπή μας, και μας άφησαν όταν τελείωσε το λαδάκι της καντήλας τους…


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.4.1968, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Το γλυκύτατον τέκνον θρηνεί η Μητέρα. Κάποια γλυκύτατη μητέρα κλαίμ’ εμείς· κάποιο γλυκύτατο πατέρα που, από αυστηρός άρχοντας του οίκου, περιέστειλε τώρα σ’ ένα κασάκι με κόκκαλα την παρουσία του. Κι’ άλλοι κι’ άλλοι κι’ άλλοι…

Η καθιερωμένη μέρα επισκέψεων η Μεγάλη Παρασκευή. Να αισθάνωνται άραγε κι’ αυτοί την ανάγκη των σπονδών μας, όσο την αισθανόμαστε εμείς, οι εν ζωή, που κομίζουμε στον τάφο τους τις βιόλες μας και καταθέτουμε νοερά το ημερολόγιο με τις καλές και τις κακές μας πράξεις;

Ανάγκη για τους εν ζωή η εξομολόγηση που γίνεται με κλειστά χείλη, σε δέκτες που αυτοί για πάντα έκλεισαν το στόμα, για ν’ ακούνε σιωπηλοί και διακριτικοί, χωρίς να διακόπτουν, δίχως να μας ρωτούνε, χωρίς να ελέγχουν και να επιτιμούνε. Αυτό που είναι η βαθύτερη κατανόηση: Να γίνεσαι εν σιγή ο δέκτης της αποσυμφορήσεως του άλλου.

Οι δέκτες που μας περιμένουν σήμερα κάτω από την επιτάφια πλάκα τους.

Μέρα ακροάσεων. Η μνήμη των ζωντανών που ζωντανεύει τους νεκρούς και γίνονται κι’ αυτοί ζωές εν τάφω. Είναι διπλός ο θάνατος των νεκρών μας όταν παύουμε να τους θυμόμαστε. «Να ζήτε για να τους θυμόσαστε», είναι η συλλυπητήρια ευχή που απευθύνουν οι Κρητικοί σε όσους πενθούνε.

Το χρέος αυτό της μνήμης αποτίουμε σήμερα. Εκφορά της θεότητας και μνημόσυνα στους νεκρούς μας.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.4.1968, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Είναι όμως και μια τρίτη νεκρώσιμη ακολουθία. Νεκροί που γεννήθηκαν και πέθαναν μέσα σ’ εμάς τους ίδιους. Όνειρα, χίμαιρες, ιδανικά των παιδικών χρόνων, διαστημόπλοια με τα οποία θα κατακτούσαμε τα σύμπαντα, πύργοι που είχαμε χτίσει πάνω στην άμμο, με πρώτη ύλη τους αφρούς και τις εξάρσεις. Γλυκύτατά μας όλα τέκνα, πού έδυ το κάλλος σας;

Τι έγινε αυτός ο κόσμος; Αν υπήρχαν ακτίνες που διαπερνούν τις ψυχές, πόσοι νεκροί θα φωτίζονταν μέσα στο είναι μας…

Κάθε κουρασμένη ύπαρξη κι’ ένα νεκροταφείο, γεμάτο από μαδημένα φτερά, κουρελιασμένα πανιά καραβιών, σπασμένα κουπιά, όλα τα μέσα προσπελάσεως που θα μας έφερναν στις κορυφές των ονείρων.

Ένα τρισάγιο και σ’ αυτούς τους ατομικούς μας νεκρούς, παιδιά της φαντασίας που μας έφυγαν σε ώρες κυήσεως, πριν ακόμα σαρκωθούν.

Μαζί με τη νεκρή θεότητα, κηδεύουμε απόψε κι’ αυτούς που υπήρξαν οι απόκρυφές μας θεότητες και μας φτέρωναν με τα σπηρούνια τους ως τη στιγμή της ωριμότητας, που είναι η σκληρή των προσγειώσεων στιγμή.

*Άρθρο του Παύλου Παλαιολόγου δημοσιευμένο στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει τη Μεγάλη Παρασκευή του 1968, 19 του μηνός Απριλίου. Το κείμενό του έφερε τον τίτλο «Ζωές εν τάφω».

Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, «Επιτάφιος Θρήνος» διά χειρός του ζωγράφου Παύλου Σάμιου (2019, μεικτή τεχνική, κάρβουνο και ακρυλικό σε χαρτοκιβώτιο), δωρεά του καλλιτέχνη για τη Συλλογή Νεότερης & Σύγχρονης Τέχνης του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου. Ο Παύλος Σάμιος (1948-2021) είχε εμπνευστεί το έργο του από μικρασιατική φορητή εικόνα του 1699, προερχόμενη από τη Συλλογή Κειμηλίων Προσφύγων του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου.