Εν αρχή ην το τέλος. Το τέλος της Μαρίκας Κοτοπούλη. Που καταδείχνει τις διαστάσεις της παρουσίας της στο ελληνικό θέατρο και στην ελληνική ζωή γενικότερα. Αφού τις διαστάσεις του καθενός τις μετράει οριστικά ο θάνατός του.

Όταν εκείνο το πρωινό του Σεπτέμβρη του 1954 μαθεύτηκε η «έξοδος» της Μαρίκας Κοτοπούλη απ’ τη ζωή, η πρώτη αντίδραση όλων ήταν η έκπληξη. Όχι μόνο επειδή ο θάνατός της ήταν ξαφνικός κι απροσδόκητος. Αλλά επειδή το απίθανο έγινε πιθανό, βέβαιο, αμετάκλητο. Επειδή το «αδιάφορο βήμα του θανάτου» δεν σταμάτησε ούτε μπροστά σ’ ένα θρύλο.

Μισόν αιώνα, ως τότε, η Κοτοπούλη είτε στο προσκήνιο είτε στο παρασκήνιο προσωποποιούσε για τον «μέσον Έλληνα» το θέατρο και την καλλιτεχνική δράση. Ήταν ένα καίριο κομμάτι της ελληνικής ζωής, ένας θεσμός, μια παράδοση. Και οι παραδόσεις πιστεύαμε δεν πεθαίνουν.

Προσωπικά γνώρισα την Κοτοπούλη πολύ πριν τη γνωρίσω στη σκηνή, πολύ πριν μάθω καν το όνομά της. Ακούω ακόμα τη μητέρα μου να σιγοτραγουδάει στην αδερφή μου κι εμένα το εξάστιχο:

Η κυρά μας η δασκάλα,
που ’ναι άγρια και κακιά,
είπε στα παιδιά τα άλλα
πως δεν είμαι παστρικιά.
Είν’ αυτά, είν’ αυτά
τα παράπονα μας τα φριχτά!

Το «νανούρισμα» αυτό δεν ήταν πολύ… παιδαγωγικό, βέβαια. Αλλά είχε γίνει πασίγνωστο από τότε που τρεις δεκαετίες νωρίτερα το τραγουδούσε ένα εφτάχρονο κοριτσάκι στην πρώτη ελληνική επιθεώρηση Λίγα απ’ όλα του Μίκιου Λάμπρου, που είχε ανεβάσει το 1894 ο θίασος των γονιών της. Ένα κοριτσάκι μικρόσωμο, αδύνατο, διόλου όμορφο που μ’ αυτά τα «μειονεκτήματα» θα σφράγιζε για πενήντα χρόνια την ελληνική σκηνή. Και όχι μόνο.


Ήταν σημαδιακή εκείνη η χρονιά του 1893-94: η πολιτικο-οικονομική αθλιότητα της χώρας οδήγησε στην πτώχευση του 1893 που θα την ακολουθούσε ο επαίσχυντος πόλεμος του 1897. Ωστόσο το θέατρο στηριγμένο στην ανερχόμενη αστική τάξη άλλαζε όψη: ενώ η αρχαΐζουσα τραγωδία ανέμελπε (σ.σ. έψαλλε, τραγουδούσε) το κύκνειον άσμα της με την Φαύστα του Δημ. Βερναρδάκη, το κίνημα του Δημοτικισμού στέριωνε και ρίζωνε και στη σκηνή μετά το Ταξίδι του Ψυχάρη (1888), εισβάλλανε το Κωμειδύλλιο, το Δραματικό Ειδύλλιο κι η Επιθεώρηση, και ο ευρωπαϊκός ρεαλισμός έπαιρνε ελληνικό διαβατήριο με την ιστορική παράσταση των Βρυκολάκων του Ίψεν. Νέα ρεύματα, καινούργιοι συγγραφείς, ξένοι κι έλληνες, ανατρέπανε τις κατεστημένες αισθητικές μορφές.

Η Μαρίκα Κοτοπούλη θα πρωτοστατούσε σ’ όλα αυτά. Πρωτεϊκή (σ.σ. ευμετάβολη, ευμετάβλητη), διψαλέα, «ευήκοη» στους νέους ήχους, «έπιανε» αμέσως τα μηνύματα των καιρών. Και έπαιζε τα πάντα από αρχαία τραγωδία ως επιθεώρηση, από Σαίξπηρ ως σύγχρονο δράμα, κωμωδία, βουλεβάρτο. Στο νεότευκτο «Βασιλικόν Θέατρον» (1901 κ.ε.), με προσωπικό θίασο από το 1907, θα γίνει ένας από τους πόλους της καλλιτεχνικής ζωής τόσο για την ανανέωση της ερμηνείας των αρχαίων τραγικών (αρχίζοντας με την Εκάβη, που σκηνοθέτησε ο Φώτος Πολίτης στο Στάδιο το 1927) όσο και για τη γνωριμία του ελληνικού κοινού με τη θεατρική πρωτοπορία της εποχής, ιδιαίτερα όταν ίδρυσε με τον Σπύρο Μελά την «Ελευθέρα Σκηνή», το 1929. Το ίδιο σημαντική στάθηκε η συμβολή της στην καθιέρωση των νέων ελλήνων δραματουργών του Ξενόπουλου, του Μελά, του Π. Χορν, του Μπόγρη, τόσων άλλων.


Η Μαρίκα όπως την αποκαλούσαν με χαρακτηριστική οικειότητα γνωστοί και άγνωστοι ενέπνεε, γαλβάνιζε, προωθούσε ό,τι σημαντικό είχε η εποχή της. Συγκέντρωσε γύρω της τους αριστείς τής τότε σκηνής, συγγραφείς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, μεταφραστές, μουσικούς, ηθοποιούς: μαζί της συνεργάστηκαν, πρωτοφάνηκαν ή καθιερώθηκαν ο Ροντήρης, ο Σαραντίδης, ο Κουν, ο Τσαρούχης, ο Κλώνης, ο Χατζηκυριάκος – Γκίκας, ο Μ. Αγγελόπουλος, ο Κ. Λάσκαρις, ο Ανεμογιάννης, ο Μ. Σκουλούδης, ο Βεάκης, η Παξινού, η Παπαδάκη, ο Μινωτής, ο Λογοθετίδης, ο Αργυρόπουλος, ο Γ. Παππάς, ο Δ. Μυράτ, η Λαμπέτη, ο Χορν, η Ζουμπουλάκη, ο Ηλιόπουλος, αμέτρητοι άλλοι… Στα ατέλειωτα σκαμπανεβάσματα των χρόνων εκείνων απ’ τους θριάμβους των Βαλκανικών Πολέμων ως τη Μικρασιατική συμφορά η Κοτοπούλη ήταν πάντα παρούσα και δρώσα συχνά οργισμένη και σαρκαστική, συχνότερα ενθουσιώδης, πάντοτε αψίκορη, εκρηκτική, ηφαιστειώδης σε ό,τι «ελληνικόν». Ακόμα και στην πολιτική.

Στον φοβερό διχασμό βενιζελικών – βασιλικών τα δυο στρατόπεδα είχαν και τις θεατρικές σημαίες τους: από τα δυο «ιερά τέρατα» τής τότε σκηνής μας η Κυβέλη ήταν βενιζελική (αργότερα παντρεύτηκε τον Γ. Παπανδρέου), η Κοτοπούλη βασιλική (κι είναι γνωστός ο ερωτικός δεσμός της με τον Ίωνα Δραγούμη), αντίπαλες τόσο στο σκηνικό όσο και στο πολιτικό θέατρο.

Δεν ξέρω αν οι φανατικοί ομόφρονες της μιας πατούσαν το πόδι τους στις παραστάσεις της άλλης. Βέβαιο μια φορά είναι πως οι δυο αντίμαχες πέτυχαν την «εθνική συμφιλίωση» (έστω και προσωρινή), πολύ πριν πραγματοποιηθεί η πολιτική: την ώρα που θρασομανούσε ο εθνοβόρος διχασμός, οι δυο «μεγάλες κυρίες» όχι μόνο έκαναν ανακωχή αλλά και συνεργάστηκαν, για να παρουσιάσουν τη Μαρία Στούαρτ του Σίλλερ (1932). Παιδί ακόμα, είχα την τύχη να δω τη θρυλική εκείνη παράσταση απ’ τον εξώστη του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά μια διπλή σύγκρουση «υπερδυνάμεων», της Ελισάβετ-Μαρίκας με τη Μαρία Στούαρτ-Κυβέλη. Ανατρίχιαζε θυμάμαι το θέατρο, όταν η αιχμάλωτη Μαρία πετούσε καταπρόσωπο της νικήτριας Ελισάβετ τη φονική βρισιά: «Το θρόνο της Αγγλίας μαγάρισε μια μπάσταρδη»· μαρμάρωνε φρικιώντας το κοινό, όταν, αργότερα, η Ελισάβετ, ύστερα από έναν μανιασμένο μονόλογο, υπέγραφε μουγκρίζοντας τη θανατική καταδίκη της αντιπάλου της.


Η Μαρίκα Κοτοπούλη (Κλυταιμνήστρα) και ο Δημήτρης Ροντήρης στο ωδείο Ηρώδου του Αττικού το φθινόπωρο του 1949 (πηγή: Ψηφιοποιημένο αρχείο Εθνικού Θεάτρου/www.nt-archive.gr)

Με τα σημερινά μέτρα η τεχνική και η απαγγελία των ηθοποιών του καιρού εκείνου θα φάνταζε «βέκια», παλιομοδίτικη, ρητορική. Αλλά το ακαταμάχητο όπλο των «τεράτων» εκείνων ήταν η ακτινοβόλα προσωπικότητα τους, η «πλατύτερη απ’ τη ζωή». Οι θεατρικές συνθήκες της εποχής καθώς οι θίασοι άλλαζαν έργο κάθε λίγες μέρες δεν επιτρέπανε πολλές πρόβες, εμβαθύνσεις στους ρόλους, επεξεργασία των λεπτομερειών και των αποχρώσεων. Οι «αστέρες» του παλιότερου θεάτρου επιβάλλονταν και «σαγήνευαν» το κοινό με την παρουσία τους, που «έκαιγε τα σανίδια», όπως λέγαν άλλοτε. Η υποκριτική υπερβολή τους ήταν απαύγασμα της «υπερφυσικής» προσωπικότητάς τους.

Αργότερα, βέβαια, τα πράγματα άλλαξαν, προπάντων με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου (1932), που πρόσφερε στη λαμπρή πλειάδα των ηθοποιών του την «πολυτέλεια» εξαντλητικών δοκιμών, καθοδηγημένων από σπουδαίους σκηνοθέτες, όπως ο Φ. Πολίτης αρχικά, ο Δ. Ροντήρης έπειτα.

Με τη θεμελιακή αυτή πρόοδο στοιχίσθηκε η Κοτοπούλη, ιδιαίτερα όταν απέκτησε το θέατρό της στο «Ρεξ», το 1937, με κορυφαίους κι εκείνη συνεργάτες, με ρεπερτόριο υψηλών προδιαγραφών, με πλούσιαν «όψιν» (σκηνικά, κοστούμια, φωτισμούς), αντάξια του Εθνικού Θεάτρου.

Εκεί διέλαμψε, ακόμα πιο ώριμη, η χαρισματική εκείνη ηθοποιός, που το μικρό ανάστημά της γινόταν πελώριο χάρη στη δυναμική της ηθοποιίας της, την παλμική, βαθιά φωνή της, τον μαγνητισμό της προσωπικότητάς της.


Θα θεωρηθώ ίσως «ιερόσυλος», αν πω ότι η Μαρίκα Κοτοπούλη (όπως τουλάχιστο τη γνώρισε η γενιά μου) περισσότερο από τραγωδός ήταν απαράμιλλη καρατερίστα, δραματική όσο και κωμική. Στους ρόλους αυτούς, χωρίς να χάνει το μέγεθός της, γινόταν πολύ πιο οικεία, ανέσυρε απ’ τα πρόσωπα που έπαιζε τους πιο γνήσιους, ανθρώπινους τόνους, που αποσπούσαν το έλεος ή την ιλαρότητα, την πλήρη «συμμετοχή» του θεατή.

Μισόν αιώνα η Μαρίκα Κοτοπούλη που δεν σπούδασε το Θέατρο παρά στη Μεγάλη Σχολή της σκηνής «δίδαξε» κοινό και ηθοποιούς. Με την ακοίμητη παρουσία της, με την ακάματη δράση της στάθηκε «μέτρο» και μάθημα για τους εργάτες και τους εραστές της θυμέλης. Έγινε «η κυρά μας η δασκάλα» του παιδικού τραγουδιού της, η «κυρά μας η δασκάλα» που ήταν άξια και σοφή και που μας μάθαινε πώς να είμαστε «παστρικοί» σ’ αυτή την άτακτη «τάξη» που λέγεται θέατρο. Και ζωή…

*Κείμενο του Μάριου Πλωρίτη για τη Μαρίκη Κοτοπούλη υπό τον τίτλο «Η παρουσία της Μαρίκας Κοτοπούλη – Σαράντα χρόνια απουσίας της». Ήταν ένα από τα μελετήματα που είχαν ανακοινωθεί σε συμπόσιο που είχε πραγματοποιηθεί με πρωτοστάτη το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΚΝΕ/ΕΙΕ) στην Ερμούπολη τον Αύγουστο του 1994. Οι διοργανωτές του συμποσίου «Για τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το θέατρο στην Ερμούπολη» είχαν τιμήσει «μαζί με τη μνήμη της Μαρίκας Κοτοπούλη και την πόλη που από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της στέγασε με περισσή στοργή και αγάπη τα πρώτα δειλά βήματα του νεοελληνικού θεάτρου».

Η μεγάλη ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη, που διέπρεψε κυρίως σε ρόλους αρχαίας τραγωδίας, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαΐου 1887 και απεβίωσε στην πρωτεύουσα στις 11 Σεπτεμβρίου 1954.

Η Κοτοπούλη, που καταγόταν από θεατρική οικογένεια και εμφανίστηκε στο θέατρο σε ηλικία έξι ετών, κάλυψε με την ακτινοβόλο σταδιοδρομία της μια περίοδο έξι περίπου δεκαετιών.