Μεγάλος ασθενής τα νοσοκομεία της Ευρώπης
Σε τεντωμένο σκοινί ισορροπούν τα συστήματα Υγείας στη Γηραιά Ήπειρο λόγω των ελλείψεων σε γιατρούς και νοσηλευτές - Τα σημάδια της φθοράς και η χαριστική βολή
- Βόμβα τα ενοίκια για το εμπόριο – Οι ακριβότεροι δρόμοι στην Ελλάδα
- ΣΥΡΙΖΑ: Στο αντιΣύριζα μέτωπο ο Κασσελάκης, σαν έτοιμος από καιρό εκτοξεύει χυδαιότητες για το Μάτι
- Προφυλακιστέος ο 30χρονος για τη δολοφονία της Δώρας στο Αγρίνιο
- Μακελειό στην Κίνα: Οκτώ νεκροί και 17 τραυματίες από επιθέσεις με μαχαίρι σε σχολή
Σε κρίση διαρκείας έχουν περιέλθει τα συστήματα Υγείας ανά την Ευρώπη (και όχι μόνον), παρά το πανδημικό αφήγημα που ήθελε τη δυναμική ενίσχυσή τους. Η ανάγνωση, δε, πως τα κύματα της COVID-19 αποτέλεσαν την αιτία τίθεται υπό σοβαρή αμφισβήτηση καθώς τα σημάδια φθοράς ήταν ήδη εμφανή πριν από το 2019, συνεπώς ολοένα και περισσότεροι αναλυτές επιμένουν πως στην πράξη η πανδημία έδωσε τη… χαριστική βολή.
Τα συμπεράσματα μελέτης του Βασιλικού Κολλεγίου Επείγουσας Ιατρικής (RCEM) που καταλήγουν ότι το 2023 περίπου 300 θάνατοι την εβδομάδα σχετίζονταν με τις μεγάλες αναμονές στα Επείγοντα της Αγγλίας δεν είναι πάρα ένα από τα συμπτώματα παρακμής.
«Από το 2010 έως το 2022 υπήρξε υποχρηματοδότηση του συστήματος της τάξεως των 322 δισ. λιρών. Αυτό είχε επιπτώσεις στις επενδύσεις στο σύστημα Υγείας, τόσο σε επίπεδο υποδομών όσο και επίπεδο στελέχωσης των δομών. Αυτή τη στιγμή υπολογίζεται πως τα κενά σε γιατρούς, νοσηλευτές και άλλες κατηγορίες προσωπικού ανέρχονται σε 110.781» σημειώνει μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στο LSE, Ηλίας Μόσιαλος.
Τα στοιχεία που παραθέτει όμως δεν σταματούν εδώ: Σύμφωνα με τις τελευταίες καταγραφές, 1,6 εκατομμύρια πολίτες στην Αγγλία είναι στην αναμονή για διαγνωστικές εξετάσεις, ενώ 7,4 εκατ. (δηλαδή, πάνω από το 10% του πληθυσμού) περιμένουν ραντεβού για ιατρική εκτίμηση ή για χειρουργική επέμβαση. Μοιραία, οι πιεστικές εργασιακές συνθήκες εντός του συστήματος Υγείας είναι ο λόγος που οι φοιτητές Ιατρικής αποφεύγουν να ενταχθούν στο NHS.
«Στην Αγγλία αναλογούν 2,9 γιατροί ανά 1.000 κατοίκους όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 3,7 γιατροί. Στη Γερμανία πάλι η αναλογία είναι 4,3 γιατροί ανά 1.000 κατοίκους. Συνεπώς από το σύστημα της Αγγλίας λείπουν 50.000 γιατροί. Παρ’ όλα αυτά πολλοί απόφοιτοι Ιατρικής αναζητούν δουλειά στη φαρμακοβιομηχανία ή σε εταιρείες βιοτεχνολογίας, καθώς γνωρίζουν πως το ιατρικό επάγγελμα συνοδεύεται από πολύ μεγάλο στρες» προσθέτει ο κ. Μόσιαλος.
«Ιατρικές έρημοι» σε Γαλλία, Γερμανία
Αντίστοιχη είναι και η εικόνα στη Γαλλία όπου τα τελευταία χρόνια χαρτογραφήθηκαν οι «ιατρικές έρημοι» – δηλαδή, απομακρυσμένες περιοχές χωρίς ιατρικό προσωπικό, με αποτέλεσμα σημαντικό τμήμα του πληθυσμoύ της χώρας να μένει ακάλυπτο. Το ίδιο παρατηρείται και σε άλλες χώρες όπως στη Γερμανία – με την Ελλάδα να ακολουθεί τον ίδιο κανόνα. Σε κρίση όμως, σύμφωνα με ανακοίνωση-έκκληση που συνυπέγραψαν πρόσφατα 14 επιφανείς επιστήμονες βρίσκεται και το ιταλικό σύστημα υγείας κυρίως λόγω της σταδιακής υποχρηματοδότησής του.
«Τα προβλήματα που συσσωρεύονται στα συστήματα Υγείας στην Ευρώπη οφείλονται κατά πρώτον στην αύξηση της ζήτησης για υπηρεσίες Υγείας λόγω γήρανσης του πληθυσμού, αυξημένων απαιτήσεων των Ευρωπαίων καθώς θέτουν την υγεία τους σε προτεραιότητα αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι αλλάζει το νοσολογικό πρότυπο (λοιμώξεις, επιδημία καρκίνων και ψυχικών διαταραχών). Αυτές οι αλλαγές συνεπάγονται και μεγαλύτερο κόστος περίθαλψης, δεδομένου πως κατά βάση πρόκειται για προβλήματα υγείας που απαιτούν επιπλέον πόρους για την αντιμετώπισή τους» αναλύει στο «Βήμα» ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιάννης Τούντας.
Αντιστρόφως ανάλογη όμως είναι κατά κανόνα η χρηματοδότηση των συστημάτων σύμφωνα με τον ίδιο, την ώρα που η ιατρική τεχνολογία γίνεται πιο ακριβή. «Ενας από τους βασικούς λόγους, συνεπώς, που η κατάσταση είναι προβληματική, είναι πως τα κράτη δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο αυξανόμενο δημόσιο κόστος. Διαπιστώνει, όμως, κανείς πως τα κράτη δεν αντιμετωπίζουν την υγεία ως επένδυση, παρότι η προστασία της υγείας αποτελεί τεκμηριωμένα αναπτυξιακή δύναμη, υπό το πρίσμα πως η βελτίωση της υγείας του πληθυσμού επιδρά θετικά στην οικονομία».
Το βιοϊατρικό μοντέλο
Έπειτα, όπως ο ίδιος εξηγεί, τα προβλήματα υποχρηματοδότησης προκαλούν δευτερεύοντα προβλήματα. «Η αδυναμία αύξησης των μισθών των γιατρών και των νοσηλευτών δημιουργεί ελλείψεις. Επίσης, τα συστήματα Υγείας επιμένουν καθηλωμένα στο βιοϊατρικό μοντέλο – αυτό δηλαδή που διαμορφώθηκε στον 20ό αιώνα και δίνει έμφαση στο νοσοκομείο και στη θεραπεία –, παρότι η διαχείριση των πανδημιών, των ψυχικών νοσημάτων και του καρκίνου θα έπρεπε να ξεκινούν από την πρόληψη και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Και, τέλος, καθυστερεί η προσαρμογή των συστημάτων στο ψηφιακό περιβάλλον. Η αλλαγή της αρχιτεκτονικής των συστημάτων Υγείας – με εργαλεία εξ αποστάσεως πρόληψης και παρακολούθησης – θα συγκρατούσε τις νοσοκομειακές δαπάνες».
«Το μοναδικό που διοικείται απευθείας από το γραφείο του υπουργού»
Οι μεταρρυθμίσεις στο ΕΣΥ – όπως είναι τα απογευματινά χειρουργεία και η δυνατότητα άσκησης ιδιωτικού έργου από τους γιατρούς των δημόσιων δομών – υλοποιούνται με ταχείς ρυθμούς. Στην πραγματικότητα, όπως υπενθυμίζει ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στο LSE, Ηλίας Μόσιαλος, η λειτουργία απογευματινής ζώνης στα δημόσια νοσοκομεία δεν αποτελεί πρωτοτυπία, υπό το πρίσμα πως είναι συνέχεια της πολιτικής που είχε χαράξει ο Αλέκος Παπαδόπουλος. Ο ίδιος όμως σχολιάζει ως «παγκόσμιο παράδοξο» πως οι δύο αυτές εργασιακές αλλαγές υλοποιούνται ταυτόχρονα, αν και αναγνωρίζει πως είναι αναγκαία η εύρεση λύσεων για την αύξηση του εισοδήματός τους.
«Θα έπρεπε πρωτίστως να είχε εξασφαλιστεί η λειτουργία ενός σημαντικού εποπτικού μηχανισμού. Και αντίστοιχα να είχε προηγηθεί ένα επιχειρησιακό πλάνο σε συνεργασία με τους γιατρούς. Να έχει δηλαδή αποκρυσταλλωθεί η εικόνα σχετικά με τις προθέσεις των γιατρών – πόσοι επιθυμούν να ενταχθούν στον θεσμό των απογευματινών χειρουργείων, πόσοι θα ήθελαν να ασκήσουν ιδιωτικό έργο αλλά και ποιοι θα επιχειρήσουν να συνδυάσουν και τα δύο. Και βάσει αυτών να γίνει ο σχεδιασμός, με το άνοιγμα στο ιδιωτικό επάγγελμα να ακολουθεί κατά τη γνώμη μου σε δεύτερο χρόνο. Τώρα όμως δεν γνωρίζει κανείς προς ποια κατεύθυνση πάει το σύστημα» προσθέτει ο καθηγητής.
Χωρίς συνολικό σχέδιο
Ο τομέας της πρόληψης, όπου επίσης γίνονται σημαντικά βήματα, αλλά και η οργάνωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, που έχει καθυστερήσει, είναι οι δύο τομείς που εστιάζει από την πλευρά του ο κ. Τούντας.
Στέκεται εν τούτοις και σε δύο μεγάλες αδυναμίες: «Απουσιάζει ένα συνολικό σχέδιο μεταρρύθμισης, κοστολογημένο και με σαφές χρονοδιάγραμμα, που θα εμπνέει εργαζόμενους και πολίτες. Και η δεύτερη μεγάλη αδυναμία είναι ότι δεν θίγεται ο πυρήνας της κακοδιοίκησης και του πελατειακού κράτους, όσο δεν εφαρμόζεται μία ανεξάρτητη και αξιοκρατική κεντρική διοίκηση του συστήματος. Και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εάν το ΕΣΥ μετατραπεί σε ΝΠΔΔ. Πρέπει να καταστεί σαφές πως το ελληνικό σύστημα είναι και το μοναδικό που διοικείται απευθείας από το γραφείο του υπουργείου Υγείας».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις