7 Μαΐου 1945: Πώς η γερμανική συνθηκολόγηση έγινε ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα στα δημοσιογραφικά χρονικά
Η ηθική υποχρέωση στη δημοσιογραφία
- Ειδήσεις από την Γάζα: Πώς η Meta περιόρισε τα μέσα από τα παλαιστινιακά εδάφη
- Το ύστατο μήνυμα του Κώστα Χαρδαβέλλα στους θεατές του: Μέσα μας υπάρχει μία βόμβα χιλίων μεγατόνων, η ψυχή
- Πρόστιμα 5,5 εκατ. για αισχροκέρδεια σε 8 πολυεθνικές - Για ποιες εταιρείες χτυπάει η καμπάνα
- O Έλον Μασκ στο μικροσκόπιο για διαρροή κρατικών μυστικών
Τα ξημερώματα της Δευτέρας 7ης Μαΐου 1945 υπεγράφη στην έδρα της Ανωτάτης Διοικήσεως της Συμμαχικής Εκστρατευτικής Δύναμης (Supreme Headquarters Allied Expeditionary Force, SHAEF), στην πόλη Ρεμς (Reims) της βορειοανατολικής Γαλλίας, το κείμενο της συμφωνίας για την άνευ όρων παράδοση του Τρίτου Ράιχ, τη συνθηκολόγηση δηλαδή των Γερμανών, που σηματοδότησε τον ουσιαστικό τερματισμό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στο αρχηγείο του αρχιστρατήγου των Συμμάχων, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, έδωσε το «παρών» από γερμανικής πλευράς ο στρατηγός Άλφρεντ Γιοντλ (Alfred Jodl), επικεφαλής της Διεύθυνσης Επιχειρήσεων της Ανωτάτης Διοικήσεως της Βέρμαχτ (και ο μόνος που ήταν εξουσιοδοτημένος να βάλει την υπογραφή του στο έγγραφο της συνθηκολόγησης), καθώς και δύο άλλοι αξιωματικοί των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, ο ταγματάρχης Wilhelm Oxenius, υπασπιστής του Γιοντλ, και ο ναύαρχος Hans-Georg von Friedeburg, ένας από τους σημαντικότερους γερμανούς διαπραγματευτές.
Από Συμμαχικής πλευράς παρόντες ήταν αντιπρόσωποι τεσσάρων χωρών: των Ηνωμένων Πολιτειών, της Σοβιετικής Ένωσης, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας. Επικεφαλής της Συμμαχικής αντιπροσωπείας ήταν ο αμερικανός αντιστράτηγος Walter Bedell Smith, αρχηγός του επιτελείου της SHAEF (ο Αϊζενχάουερ είχε αρνηθεί να συναντηθεί με τους Γερμανούς μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της συνθηκολόγησης). Παρόντες από αμερικανικής πλευράς ήταν επίσης ο υποστράτηγος Harold R. Bull και ο στρατηγός Carl Spaatz.
Μετά την υπογραφή της συμφωνίας που συνήφθη στη Ρεμς, η σοβιετική πλευρά, διά του στρατηγού Aleksei Antonov, επισήμανε ότι η εν λόγω συμφωνία έμοιαζε με χωριστή συνθήκη ειρήνης, δεδομένου ότι συνεχίζονταν οι εχθροπραξίες στο Ανατολικό Μέτωπο, μεταξύ Γερμανών και Σοβιετικών. Έτσι, για τη σοβιετική πλευρά, η επίσημη, τυπική παράδοση του Τρίτου Ράιχ έλαβε χώρα όχι στις 7 αλλά στις 8 Μαΐου, όταν υπεγράφη επιπρόσθετη συμφωνία συνθηκολόγησης (με λιγοστές πάντως αξιοσημείωτες προσθήκες ή μεταβολές) στο Βερολίνο.
Στο φύλλο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει την Παρασκευή 23 Αυγούστου 1946, λίγον καιρό μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρχε ένα πολύ ενδιαφέρον δημοσίευμα αναφορικά με το έντονο —και παντελώς άγνωστο, όπως εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς— δημοσιογραφικό παρασκήνιο γύρω από τη γερμανική συνθηκολόγηση στη Ρεμς. Συντάκτης του άρθρου (ήταν το τελευταίο μιας σειράς δημοσιευμάτων υπό το γενικό τίτλο «Η ιστορία του πολέμου δίχως λογοκρισία…») ήταν ο Τζορτζ Τόμσον (ως Τζωρτζ Τόμψων αναφέρεται στο «Βήμα»), γενικός διευθυντής της βρετανικής Υπηρεσίας Λογοκρισίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο αποκαλυπτικό κείμενο του υποναυάρχου Τόμσον (George P. Thomson, 1887-1965), στενού συνεργάτη του Ουίνστον Τσώρτσιλ (απεβίωσε μάλιστα την ίδια ημέρα με εκείνον, στις 24 Ιανουαρίου 1965), διαβάζουμε τα εξής:
Όταν παρήλθεν η περιπέτεια της ψευδούς ειδήσεως από τον Άγιον Φραγκίσκον (σ.σ. στη διεθνή διάσκεψη του Σαν Φρανσίσκο είχε κυκλοφορήσει τις ημέρες εκείνες του Απριλίου του 1945 η φήμη ότι επρόκειτο να αναγγελθεί επισήμως η συνθηκολόγηση του Τρίτου Ράιχ) περί συνθηκολογήσεως της Γερμανίας, ήλπισα ότι θα εφθάναμεν εις το τέλος του πολέμου χωρίς καμμίαν άλλην μεγάλην ανωμαλίαν. Αλλ’ η ελπίς μου διεψεύσθη, διότι επηκολούθησεν η μεγαλύτερη ειδησεογραφική περιπέτεια του πολέμου. Ιδού τι συνέβη.
Ο ταξίαρχος Φρανκ Α. Άλλεν, διευθυντής του Γραφείου Τύπου εις το Γενικόν Στρατηγείον του Αϊζενχάουερ, αντελήφθη ότι οι Γερμανοί επρόκειτο να υποβάλουν συντόμως προτάσεις συνθηκολογήσεως. Είδε λοιπόν τον στρατηγόν Αϊζενχάουερ και του εζήτησε να επιτρέψη εις τους πολεμικούς ανταποκριτάς να παραστούν εις ενδεχομένην συνάντησιν των Συμμάχων με απεσταλμένους της Ανωτάτης Γερμανικής Διοικήσεως.
Ο Αϊζενχάουερ εφάνη διστακτικώτατος εις αυτήν την πρότασιν. Ετόνισεν ότι αι διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς ήσαν άκρως μυστικαί. Η μυστικότης ήτο ιδιαιτέρως επιβεβλημένη, διότι πάσα άνευ όρων συνθηκολόγησις έπρεπε να γίνη ταυτοχρόνως και εις το Ανατολικόν και εις το Δυτικόν μέτωπον και αι αποστάσεις καθιστούσαν δυσχερέστατον τον συντονισμόν με τους Ρώσσους υπό τοιαύτας συνθήκας. Εξ άλλου, η απόρριψις της προτάσεως του Χίμλερ δεν είχε πείσει τους Γερμανούς να εγκαταλείψουν την ελπίδα όπως προκαλέσουν διενέξεις μεταξύ των Ρώσσων και των Δυτικών Συμμάχων των.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.8.1946, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Με την ελπίδα να τερματίση ταχέως τον πόλεμον, ο στρατηγός Αϊζενχάουερ είχε ζητήσει από τους Ρώσσους να τον εξουσιοδοτήσουν ν’ αποδεχθή άνευ όρων συνθηκολόγησιν εις όλα τα μέτωπα. Οι Ρώσσοι συνεφώνησαν εις τούτο —η τελική πράξις της συνθηκολογήσεως θα υπεγράφετο, φυσικά, αργότερα από τους Ρώσσους, ως και από όλους τους άλλους Συμμάχους— υπό τους ακολούθους τρεις όρους:
1. Αι διαπραγματεύσεις θα διεξήγοντο με απόλυτον μυστικότητα.
2. Η συνθηκολόγησις των Γερμανών θα ήτο άνευ όρων και εις τα δύο μέτωπα: Δυτικόν και Ανατολικόν.
3. Ο στρατηγός Αϊζενχάουερ δεν θα προέβαινεν εις καμμίαν δημοσίαν ανακοίνωσιν έως ότου οι Ρώσσοι διεπίστωναν, δι’ επαφής των με το Γερμανικόν Ανώτατον Αρχηγείον, ότι η συνθηκολόγησις δεν ήτο τέχνασμα, διά του οποίου οι Γερμανοί θα εκέρδιζαν πλεονεκτήματα έναντι του Ερυθρού Στρατού, αλλ’ ήτο πραγματική και εις τα δύο μέτωπα.
Διά τους λόγους αυτούς ο στρατηγός Αϊζενχάουερ δεν ήθελε να επιτρέψη εις τους πολεμικούς ανταποκριτάς να παρίστανται εις τας διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς απεσταλμένους. Ο Άλλεν, όμως, τον επίεσε, λέγων ότι οι ανταποκριταί δεν θα τηλεγραφούσαν τας πληροφορίας των, παρά μόνον όταν θα τους εδίδετο η σχετική άδεια. Και έτσι ο στρατηγός Αϊζενχάουερ συνεφώνησε να κληθούν 17 ανταποκριταί. Ο ταξίαρχος Άλλεν συνεκέντρωσε τότε τους ανταποκριτάς και τους είπεν:
«Η διαβίβασις της ειδήσεως αυτής απαγορεύεται μέχρις ότου οι αρχηγοί των Συμμαχικών Κυβερνήσεων την ανακοινώσουν εις τον κόσμον. Καλώ λοιπόν έκαστον εξ υμών και όλους μαζί επί τω λόγω της τιμής σας να μην τηλεγραφήσετε το αποτέλεσμα της συναντήσεως ή και το γεγονός ότι γίνεται η συνάντησις, πριν υπάρξη σχετική ανακοίνωσις του Γενικού Στρατηγείου».
Την Κυριακήν 6 Μαΐου, την 5ην μ.μ., οι πολεμικοί ανταποκριταί μετέβησαν αεροπορικώς εις Ρενς (σ.σ. έτσι αναφέρεται η γαλλική πόλη στο κείμενο του «Βήματος») και παρέστησαν εις την υπογραφήν της συνθηκολογήσεως. Ο Άλλεν είπεν εις τους δημοσιογράφους ότι αι ανταποκρίσεις των θα απεστέλλοντο αεροπορικώς την επομένην εις το Λονδίνον και θα ήτο δυνατόν να δημοσιευθούν την 3ην μ.μ. της Τρίτης.
Ενωρίς το απόγευμα της Δευτέρας ο γερμανικός ραδιοφωνικός σταθμός του Φλένσμπουργκ, εις χείρας ακόμη των Γερμανών, ανήγγειλε την συνθηκολόγησιν. Το Ρώυτερ ήκουσε την εκπομπήν και την μετέδωσεν. Επίσης και ο ραδιοφωνικός σταθμός του Λονδίνου. Προσέθεσαν όμως ότι δεν υπάρχει επίσημος Συμμαχική επιβεβαίωσις της γερμανικής αυτής αναγγελίας.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.8.1946, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Την 3ην μ.μ. ο Έντουαρντ Κέννεντυ, εις από τους 17 πολεμικούς ανταποκριτάς που είχον μεταβή εις Ρενς, ετηλεφώνησεν εις το ξενοδοχείον Σκριμπ, που ήτο επιτεταγμένον από το Γενικόν Στρατηγείον εις Παρισίους. Ο Κέννεντυ, γνωστότατος Αμερικανός δημοσιογράφος, ήτο τότε διευθυντής τού εν Παρισίοις γραφείου του μεγάλου Αμερικανικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Εταιρικός Τύπος» — «Ασοσιέιτεντ Πρες». Είπεν εις την τηλεφωνήτριαν να του δώση το Λονδίνον. Και η τηλεφωνήτρια τον συνέδεσεν. Η γραμμή ήτο στρατιωτική και μάλιστα απόρρητος. Όταν συνεδέθη με το Λονδίνον, ο Κέννεντυ είπε: «Σας παρακαλώ να με συνδέσετε με το γραφείον του Ασοσιέιτεντ Πρες». Η σύνδεσις έγινε και ο Κέννεντυ υπηγόρευσε την ανταπόκρισίν του.
Εις τα γραφεία του «Ασοσιέιτεντ Πρες» ήτο εγκατεστημένος ένας λογοκριτής. Του επεδείχθη η ανταπόκρισις. Υπέθεσε, πολύ φυσικά, ότι η ανταπόκρισις είχεν ήδη λογοκριθή εις το Γενικόν Στρατηγείον συμφώνως προς τους κανονισμούς και ότι η ιδική του έγκρισις ήτο απλώς τυπική. Και κατά συνέπειαν επέτρεψε να διαβιβασθή η ανταπόκρισις.
Το τηλεγράφημα διεβιβάσθη αμέσως εις τας Ηνωμένας Πολιτείας και εκείθεν αναμεταβιβάσθη ταχύτατα οπίσω εις Παρισίους. Και οι πολεμικοί ανταποκριταί είδαν έξω φρενών τας απογευματινάς γαλλικάς εφημερίδας να δημοσιεύουν την μεγάλην είδησιν, ενώ αυτοί δεν ημπορούσαν να την ανακοινώσουν προ της 3ης μ.μ. της επομένης, Τρίτης. Όπως ήτο επόμενον, εδημιουργήθη σοβαρώτατον ζήτημα, ένα από τα σοβαρώτερα εις τα δημοσιογραφικά χρονικά. Το Γενικόν Στρατηγείον αφήρεσεν αμέσως από τον Κέννεντυ την άδειάν του ως πολεμικού ανταποκριτού. Το «Ασοσιέιτεντ Πρες» εξέφρασε την «βαθείαν λύπην» του διά την ανακοίνωσιν της ειδήσεως «πριν παρασχεθή η άδεια προς τούτο». Τα υπέρ και τα κατά της όλης υποθέσεως συνεζητήθησαν με εξαιρετικήν ζωηρότητα. Ο Κέννεντυ είπεν ότι η πράξις του ήτο δικαιολογημένη. Ετόνισεν ότι η συνείδησίς του ήτο καθαρή, ότι είχεν ηθικήν υποχρέωσιν να πληροφορήση τον κόσμον ότι ο πόλεμος είχε λήξει.
«Δεν υπήρχε καμμία περίπτωσις στρατιωτικής ασφαλείας» υπεστήριξεν. «Εάν υπήρχε, δεν θα έστελλα την είδησιν». Και προσέθεσεν ότι η είδησις είχεν άλλωστε ήδη μεταδοθή από το γερμανικόν ραδιόφωνον.
Οπωσδήποτε, το επόμενον απόγευμα, Τρίτην 8 Μαΐου 1945, ο κ. Τσώρτσιλ ανήγγειλεν από του ραδιοφώνου ότι ο πόλεμος εις την Ευρώπην είχε λήξει και ο ελεύθερος κόσμος επανηγύρισε την νίκην.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις