Τρεις μέρες με τους Ρομά της Ηλείας – Τελικά τι είναι αυτό που μας χωρίζει;
Μία ημερίδα για τους Ρομά ήταν η αφορμή να τους επισκεφτούμε, να μιλήσουμε μαζί τους, να τους ακούσουμε και να διαπιστώσουμε πως ίσως να είναι περισσότερα εκείνα που μας ενώνουν απ' όσα μας χωρίζουν.
- Το ΠΑΣΟΚ θα προτείνει άλλο πρόσωπο για ΠτΔ αν ο Μητσοτάκης επιλέξει «στενή κομματική επιλογή»
- Κατεπείγουσα εισαγγελική παρέμβαση από τον Άρειο Πάγο μετά την αποκάλυψη in – Για το χαμένο υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη
- Πολάκης: Η άσχημη εικόνα των δημοσκοπήσεων θα αλλάξει μετά τις εσωκομματικές εκλογές
- Το μετέωρο βήμα της ΝΔ και οι τριγμοί στη δεξιά πολυκατοικία
-«Πώς λέγεται το μπλε στη Ρομανί;»
-«Βούνοτο».
-«Το μαύρο;».
-«Καλό».
-«Το κίτρινο;»
-«Σαρούζ».
-«Το κόκκινο;»
-«Λολό».
Η Αμαλιάδα είναι μια πόλη που απέχει περίπου 300 χλμ από την Αθήνα. Δεσπόζει στον κάμπο της Ηλείας, ανάμεσα σε απέραντες εκτάσεις από καλλιέργειες: πατάτες, ντομάτες, καρπούζια, κηπευτικά, καλαμπόκια και πολλά στρέμματα με ελαιώνες. Σχετικά κοντά στο κέντρο της πόλης βρίσκεται η συνοικία του Παπακαυκά που αποτέλεσε τον πρώτο προορισμό αυτής της περιοδείας, καθώς η πλειονότητα των κατοίκων που ζουν εκεί είναι Ρομά.
Οι Ρομά παντρεύονται νωρίς, γεννούν νωρίς, γίνονται παππούδες νωρίς. Ξέχασα και το πιο σημαντικό: πεθαίνουν και νωρίς.
Αφορμή στάθηκε μια ημερίδα που ήταν προγραμματισμένη να γίνει στην πόλη, με συνδιοργανωτές τον δήμο, την τοπική εφημερίδα «Πρωϊνή» και το Συμβούλιο της Ευρώπης για τους Ρομά και που είχε τον τίτλο «Γέφυρες» ή αλλιώς «Ππούρτ», στη γλώσσα Ρομανί, τη γλώσσα των Ρομά.
Τα κίνητρα ήταν προφανή: η αναζήτηση τρόπων επικοινωνίας και συνεργασίας που θα είχε ως στόχο την συμβίωση με καλύτερους όρους μεταξύ των μη Ρομά και των Ρομά στην πόλη -και όχι μόνο, καταπολεμώντας στερεότυπα αιώνων, φαινόμενα ρατσισμού, τον αναλφαβητισμό και κυρίως τον φόβο απέναντι σε μια διαφορετική κουλτούρα και θέαση των πραγμάτων.
Γνωρίζαμε εξ αρχής ότι στην ημερίδα κατά κύριο λόγο θ’ ακούγαμε τη μία πλευρά της ιστορίας. Για να αποκτήσουμε ολοκληρωμένη άποψη επισκεφτήκαμε τους ίδιους τους Ρομά. Όχι μόνο στη συνοικία του Παπακαυκά η οποία ουσιαστικά δεν έχει να επιδείξει τίποτε διαφορετικό από μια τυχαία συνοικία οποιασδήποτε επαρχιακής πόλης (κατάρριψη πρώτου στερεότυπου, ναι οι Ρομά μένουν σε σπίτια τα οποία φροντίζουν όπως όλοι οι πολίτες).
Bρεθήκαμε όμως και κάποια χιλιόμετρα πιο πέρα, στις παράγκες κάποιων άλλων Ρομά που είναι χαμένες μέσα σε καλαμιές και σε χωράφια, «αόρατες» από τον υπόλοιπο κόσμο ώστε να δούμε πώς ζουν εκεί οι άνθρωποι, χωρίς αποχέτευση και τρεχούμενο νερό, σε συνθήκες υγιεινής που δεν αρμόζουν σε μια πολιτισμένη χώρα που δυτικού κόσμου.
Η περιοδεία κράτησε τρεις μέρες. Άρχισε την Κυριακή των Βαΐων από την Αμαλιάδα, συνεχίστηκε τη Μ. Δευτέρα με την ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στην πόλη και ολοκληρώθηκε την Μ. Τρίτη στις παράγκες και τους καταυλισμούς πέριξ του Πύργου, της πρωτεύουσας του νομού που απέχει περίπου 15 χλμ. από την Αμαλιάδα. Όσα ζήσαμε, μάθαμε, ακούσαμε, θα τα διαβάσετε εδώ. Κι έχουν μεγάλο ενδιαφέρον.
Μέρα 1η: Παπακαυκάς
Η συνοικία πήρε το όνομά της από έναν παπά που είχε το επίθετο Καυκάς. Το προφανές δηλαδή. Όπως φαίνεται πριν αρκετά χρόνια ο εν λόγω είχε αρκετά οικόπεδα στην περιοχή, τα οποία και πούλησε σε οικογένειες Ρομά που έστησαν τη συνοικία. Οι ίδιοι με τη σειρά τους υποστηρίζουν ότι ανήκουν στη φυλή των Τσιγγάνων και προέρχονται από την Κωνσταντινούπολη και τα παράλια της Μικράς Ασίας.
«Πάει ο άλλος σ ένα μαγαζί, βλέπει ένα μπλουζάκι, πόσο έχει, είκοσι ευρώ. Άσε θα το πάρουμε από τον γύφτο που το έχει πέντε. Εκεί στηρίζεται η σχέση, στο συμφέρον του καθενός».
Ήρθαν στην Ελλάδα με τη μικρασιατική καταστροφή και έπειτα από τα γεγονότα που συνέβησαν στην Κωνσταντινούπολη στη δεκαετία του 50. Περιπλανήθηκαν στην Ελλάδα και δούλευαν είτε ως εργάτες γης είτε ως τεχνίτες. Οι περισσότεροι εξ αυτών βρήκαν στην Ηλεία τον παράδεισό τους καθώς λόγω των καλλιεργειών υπήρχαν άφθονα μεροκάματα. Κάπως έτσι αποφάσισαν να ριζώσουν στην περιοχή κι άρχισαν να αγοράζουν οικόπεδα, δημιουργώντας τη συνοικία. Σήμερα, ζουν εκεί περί τους 1.800 Ρομά.
«Τίποτε δεν μας χαρίστηκε, τα αγοράσαμε», μάς λέει ο Νίκος Μπατζαλής που μας υποδέχθηκε στη συνοικία για να μας βοηθήσει στο οδοιπορικό μας. «Για τα οικόπεδα και τα σπίτια υπάρχουν κανονικά συμβόλαια» προσθέτει, καταρρίπτοντας το στερεότυπο που θέλει τους Ρομά να αποκτούν σπίτια που τους δώρισε το κράτος. Ο Νίκος, όπως οι περισσότεροι Τσιγγάνοι του Παπακαυκά εργάζεται στις λαϊκές αγορές πουλώντας ρούχα.
Πρόσφατα εξελέγη δημοτικός σύμβουλος και αποτελεί τον ειδικό σύμβουλο του δημάρχου για τις σχέσεις με τους Ρομά. «Για να μην μπερδεύεσαι», μου λέει. «Στην Ελλάδα υπάρχουν 9 φυλές Ρομά. Τον ρωτάω ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που διαχωρίζουν τις φυλές και η απάντηση είναι ο τόπος από τον οποίο προήλθαν και οι όποιες διαφορές στην κοινή τους γλώσσα.
Στην «πλατεία»
Είναι απόγευμα και το ραντεβού μας ήταν στην «πλατεία». Τα εισαγωγικά μπαίνουν επειδή επί της ουσίας δεν υπάρχει καμία πλατεία στη συνοικία. Πρόκειται για το κεντρικό σημείο της γειτονιάς τους εκεί που συναντιούνται 4-5 δρόμοι που οδηγούν στα σπίτια τους. Σε μια μπασκέτα που είναι τοποθετημένη πιο πέρα 2-3 πιτσιρικάδες παίζουν μπάσκετ. Μην φανταστείτε κανένα γήπεδο, μετά βίας μπορεί να ρίξουν κανένα σουτ, άντε να παίξουν κάναν αγώνα ένας εναντίον ενός.
«Όπως και σεις οι μπαλαμοί έχετε κλέφτες ανάμεσά σας, έτσι έχουμε κι εμείς. Αυτό όμως δεν μας κάνει όλους κλέφτες. Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια».
Καθώς αρχίζουμε να περπατάμε διαπιστώνω βλέμματα πάνω μας που προέχονται είτε από περαστικούς, είτε από παρέες που κάθονται και λιάζονται στις αυλές τους. Οι περισσότεροι μόλις έχουν ξυπνήσει από το μεσημεριανό ύπνο. Είχε λαϊκή σήμερα, είχαν φύγει από τα χαράματα προκειμένου να πουλήσουν την πραμάτεια τους, επέστρεψαν αργά το μεσημέρι και ακολούθησε η μεσημεριανή «σιέστα», την οποία όπως μαθαίνω πολλοί είναι εκείνοι που ακολουθούν ευλαβικά. Παντού βλέπω παρκαρισμένα βαν απ’ αυτά που συναντά κανείς στις λαϊκές.
Τα βλέμματα δεν είναι απειλητικά, όπως ενδεχομένως θα φαντάζονταν πολλοί που δεν θα διανοούνταν να πάνε επίσκεψη σε μια συνοικία Ρομά. Μια περιέργεια βγάζουν, η οποία εκφράζεται σύντομα προς τον Νίκο. Όταν μαθαίνουν ότι είμαι δημοσιογράφος κουνάνε το κεφάλι καταφατικά, κάποιοι αρχίζουν τα παράπονα για τη «μεγάλη γούβα» στο «έμπα της συνοικίας», που δεν την έχει φτιάξει ο δήμος «και θα σκοτωθεί κανένας το βράδυ».
Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μια μεγάλη τρύπα στη μέση του δρόμου, όπου έχει υποχωρήσει το τσιμέντο, είναι γεμάτη νερό και σκουπίδια, σκεπασμένη με ξύλα, δίχως καμία σήμανση επικινδυνότητας. «Πόσο είναι έτσι;» ρωτάω για να πάρω την απάντηση «εδώ και μήνες».
Στεκόμαστε στην αυλή του Αχιλλέα και της Ελένης, 63 αυτός, 52 εκείνη. Έχουν 4 παιδιά και 12 εγγόνια. Το κέρασμα είναι παγωμένη λεμονάδα που έρχεται σε εντυπωσιακά ποτήρια. Κάποιοι «μπαλαμοί» (σε περίπτωση που δεν το ξέρετε έτσι αποκαλούν εμάς, τους μη Ρομά) θα τα χαρακτήριζαν κιτς, για τους ίδιους είναι μέρος της κουλτούρας τους απέναντι στα αντικείμενα τέτοιου είδους.
Σε γενικές γραμμές τους ακούω να λένε ότι είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους, ότι δεν έχουν κανένα πρόβλημα με τους μπαλαμούς, γνωρίζουν πολλούς λόγω της δουλειάς τους και δεν έχουν αισθανθεί ποτέ κάποιου είδους ρατσισμό. Ο Αχιλλέας δεν γνωρίζει καθόλου γράμματα, ωστόσο «τα πάω καλά με τους αριθμούς» και «ξέρω να βάζω και την υπογραφή μου».
Το λέει με καμάρι, την ώρα που η γυναίκα του αναφέρει ότι έχει πάει έως την τετάρτη δημοτικού. Τους ρωτάω αν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους πήγαν σχολείο. Τα εγγόνια πάνε, τα παιδιά τους, όπως και οι ίδιοι, το εγκατέλειψαν νωρίς, έβγαλαν μόνο το δημοτικό.
Τα κορίτσια παντρεύονται νωρίς…
Αναρωτιέμαι το γιατί και η απάντηση είναι αφοπλιστική. «Έπρεπε να δουλέψουν, πως θα ταΐσεις τόσα στόματα;». Κάπου εδώ ερχόμαστε σε ζητήματα κουλτούρας που διαφέρουν πολύ από τη δική μας αντίληψη. Οι Ρομά παντρεύονται νωρίς, γεννούν νωρίς, γίνονται παππούδες νωρίς. Ξέχασα να αναφέρω και το πιο σημαντικό: πεθαίνουν και νωρίς καθώς σύμφωνα με τις έρευνες ο μέσος όρος ζωής τους υπολείπεται κατά πολύ από εκείνον του γενικού πληθυσμού.
«Το κορίτσι πρέπει να παντρευτεί νωρίς, είναι ζήτημα τιμής, να μην ξωκείλει», είναι η απάντηση στο ερώτημα γιατί παντρεύουν τόσο νωρίς τα παιδιά τους. Στο ερώτημα πώς γίνεται να «ξωκείλει» ένα κορίτσι που μεγαλώνει σε μια γειτονιά που παρέχει τη δυνατότητα στέγασης, τροφής, δουλειάς και κυρίως μέσα σε ένα πλαίσιο αξιών και σεβασμού που περηφανεύονται ότι έχει η κοινωνία τους, με κοιτούν με απορία. Ουσιαστική απάντηση δεν φαίνεται να υπάρχει, απ΄ ότι καταλαβαίνω η άποψή τους εξαντλείται στο «έτσι τα βρήκαμε, έτσι τα κάνουμε».
Στην απέναντι αυλή κάθεται ο Δημήτρης, απολαμβάνοντας το απογευματινό καφεδάκι του. Μας προσκαλεί και ξεκινούμε μια κουβέντα μαζί του καθώς κατά κάποιο τρόπο είναι «θεσμικός», μιας και στο παρελθόν διατέλεσε πρόεδρος του συλλόγου Ρομά της περιοχής και γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα. Διατηρούσε επίσης το ένα από τα δύο καφενεία της γειτονιάς και τα καλοκαιρινά βράδια ετοίμαζε μεζέδες για να προσελκύσει κυρίως για τη νεολαία. Το μαγαζί έμεινε ανοιχτό ως τις αρχές της οικονομικής κρίσης, στη συνέχεια αναγκάστηκε να το κλείσει.
Τον ρωτάω αν πιστεύει πως αν άνοιγε σήμερα ένα αντίστοιχο μαγαζί, π.χ. μια ψησταριά, θα έρχονταν οι μπαλαμοί να φάνε στη συνοικία. «Δεν ξέρω», λέει πριν παρέμβει στην κουβέντα μας ο Νίκος και να μας δώσει το παράδειγμα των Ρομά γυναικών που πριν από μερικούς μήνες άνοιξαν ένα εστιατόριο στη Θεσσαλονίκη παρουσιάζοντας παραδοσιακές τους συνταγές. Το μαγαζί αν και διαφημίστηκε δεν κατάφερε να προσελκύσει πελάτες.
«Θα πάμε να φάμε απ’ τον γύφτο;»
«Η κοινωνία μάς στηρίζει μόνο όταν πουλάμε φτηνά», λέει ο Δημήτρης. «Πάει ο άλλος σ ένα μαγαζί, βλέπει ένα μπλουζάκι, πόσο έχει, είκοσι ευρώ. Άσε θα το πάρουμε από τον γύφτο που το έχει πέντε. Εκεί στηρίζεται η σχέση, στο συμφέρον του καθενός. Ο άλλος θέλει να καλοπεράσει, θα πει, «καλά, θα πάμε να φάμε από τον γύφτο;»».
Κάπου εδώ να πω ότι ο διάλογος στην αρχή του κειμένου έγινε μεταξύ του Δημήτρη και του Νίκου, όπου ο ένας τέσταρε τις γνώσεις του άλλου στη Ρομανί. Αφήνουμε τον Δημήτρη να συνεχίσει τον καφέ του και περπατάμε στους δρόμους του Παπακαυκά. Στα δεξιά μου ένα σπίτι έχει κρεμασμένο στο μπαλκόνι ένα μεγάλο κόκκινο ύφασμα. Αναρωτιέμαι αν κρατάνε το παλιό έθιμο του «σεντονιού» που πιστοποιούσε την παρθενία του θηλυκού.
«Αυτά δεν τα έχουμε πια», μου λέει ο Νίκος, εξηγώντας μου ότι το κρεμασμένο ύφασμα υποδηλώνει ότι τις προηγούμενες μέρες στο σπίτι έγινε κάποιος γάμος. Πιο πέρα, σε άλλο μπαλκόνι βλέπω κρεμασμένη μια μεγάλη πλεξούδα από σκόρδα. Μαθαίνω πως αρκετοί Ρομά συνηθίζουν να κρεμάνε σκόρδα στις πόρτες ή στα μπαλκόνια τους «για να διώξουν το κακό μάτι».
Η γενιά Ζ
Επιστρέφουμε στην «πλατεία» και πέφτουμε πάνω σε μια Μερσεντές στην οποία επιβαίνουν πέντε άτομα, τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Τους ζητάμε να τα φωτογραφίσουμε και να μιλήσουμε λίγο. Δέχονται πρόθυμα. Είναι η γενιά Ζ των Ρομά, με ηλικίες από 17 έως 19 που μόλις έχει επιστρέψει από βόλτα για καφέ στην παραλία.
Τα αγόρια ετοιμάζονται να φύγουν για σαιζόν ως εποχικοί υπάλληλοι, στην απέναντι πλευρά, στην Ζάκυνθο. Ο πρώτος είχε εργαστεί και πέρυσι και θεωρεί την εποχική εργασία ως την καλύτερη λύση για το μεροκάματο. Αν και βοηθούν τους γονείς τους στη λαϊκή θεωρούν πως «δεν υπάρχει πια ζωή στις λαϊκές αγορές. Ενώ τώρα ξέρω ότι θα έχω καθημερινό μεροκάματο μέχρι τα μέσα του Οκτώβρη, τα λεφτά είναι καλά». Θα εργαστεί ως σερβιτόρος σε ξενοδοχείο, τη δουλειά τη βρήκε μέσω αγγελιών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τον Χειμώνα θα ασχοληθούν ξανά με τη λαϊκή, βοηθώντας τους δικούς τους.
Τα κορίτσια από την πλευρά τους θέλουν να φύγουν γι’ αλλού, να κάνουν άλλα πράγματα, όπως π.χ. να δουλέψουν σαιζόν στη Σαντορίνη ή στη Ζάκυνθο. Η μία εξ αυτών είναι ήδη παντρεμένη και χωρισμένη μια φορά, χωρίς να έχει παιδιά. «Ο γάμος έγινε πέρυσι το καλοκαίρι, κράτησε 3 μήνες και μετά χωρίσαμε», μας λέει.
Η φίλη της, δίπλα, δεν θέλει καν να ακούει για γάμο σε αυτή την ηλικία. Από τις απαντήσεις τους αντιλαμβάνομαι ότι κάτι αρχίζει να αλλάζει στο πως βλέπουν τα κορίτσια των Ρομά τη ζωή τους, σε μια κοινωνία που επιμένει να ακολουθεί τις παραδόσεις της τόσο αυστηρά.
Ξαναγυρίζουμε στ’ αγόρια. «Εγώ παραλίγο να παντρευτώ δύο φορές, τώρα πάω για την τρίτη», μου λέει ο ένας, συμπληρώνοντας, «που θα πάει θα το καταφέρω». Τον ρωτάω γιατί θέλει να παντρευτεί τόσο νέος από τη στιγμή που έχει τόσο χρόνο μπροστά του και δεν έχει τακτοποιηθεί ακόμα επαγγελματικά. «Ε, τι; Πότε θα κάνω παιδιά, πότε θα γίνω παππούς» απαντά και με τη σειρά του με ρωτάει αν είμαι παντρεμένος κι αν έχω παιδιά. Μόλις του απαντώ θετικά στο πρώτο και αρνητικά στο δεύτερο, δείχνει να εντυπωσιάζεται.
Όπως φαίνεται, η ανάγκη να κάνουν παιδιά και τα παιδιά τους να κάνουν τα δικά τους παιδιά κ.ο.κ. αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της κουλτούρας τους και ειδικά τα αγόρια φαίνονται απίστευτα πρόθυμα να την υιοθετήσουν σε σχέση με τα κορίτσια, αρκετά εκ των οποίων κάνουν πλέον τη δική τους επανάσταση. Ωστόσο, υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος μπροστά.
Τα κορίτσια που δεν σπουδάζουν
Ο Νίκος, ο συνοδός μας, δίνει μια σημαντική πληροφορία. Η συνοικία μπορεί να περηφανεύεται ότι 21 άτομα ακολούθησαν σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. «Έχουμε δύο γιατρούς ανάμεσά τους», λέει με καμάρι. Οι αριθμοί ωστόσο είναι αμείλικτοι. Από τα 21 άτομα, τα 20 είναι αγόρια και μόνο 1 κορίτσι κατάφερε να τελειώσει το σχολείο και να περάσει στις πανελλαδικές. Πλέον σπουδάζει σε κάποια άλλη πόλη.
Ρωτάμε τα αγόρια τι θέλουν να κάνουν στη ζωή τους. Ο «παρ’ ολίγον παντρεμένος τρεις φορές» μας εντυπωσιάζει λέγοντας ότι ήθελε να γίνει γυναικολόγος, αλλά ταυτόχρονα εξομολογείται πως όταν ήταν μικρός δεν ήθελε να πηγαίνει σχολείο. «Τώρα το έχω μετανιώσει», λέει. Του υπενθυμίζουμε διακριτικά ότι υπάρχουν τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας.
Όνειρο του φίλου του είναι να ανοίξει δικό του μαγαζί και να ασχοληθεί με το εμπόριο. «Θέλω να ασχοληθώ με αυτό, να πουλάω πράγματα, ρούχα, τέτοια είδη», λέει την ώρα που ένα από τα κορίτσια πετάγεται και εκφράζει την επιθυμία της να ασχοληθεί με υπηρεσίες καλλωπισμού, επιθυμεί να έχει τη δική της επιχείρηση φτιάχνοντας νύχια.
Πριν τους χαιρετίσουμε έχω την απορία να μάθω γιατί χάλασαν οι γάμοι του 19χρονου που στέκεται μπροστά μου. «Στην πρώτη περίπτωση δεν με ήθελε η μάνα της, στη δεύτερη δεν με ήθελε το σόι της» και «στη τρίτη περίπτωση…» – τον διακόπτω – «δεν σε ήθελε η ίδια», λέω. Γελάμε και απαντάει με νόημα, «έχουν μπει τρίτοι άνθρωποι στη μέση που δεν θέλουν να ενωθούν οι δύο οικογένειες».
Έχω αντιληφθεί ότι οι οικογένειες και οι «συμμαχίες» τους μέσω γάμων, κουμπαριάς κλπ. παίζουν ουσιαστικό ρόλο στην κοινωνία των Ρομά. Ρωτάω τα παιδιά αν θα παντρεύοντας κάποιον μη Ρομά, δεν δείχνουν να έχουν πρόβλημα, εξάλλου όπως λένε, τέτοιοι γάμοι έχουν γίνει. Ωστόσο, η πλειονότητα επιλέγει να διαλέξει τον/την σύντροφο μέσα από την κοινότητά τους.
Ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει. Στην μπασκέτα της «πλατείας» οι πιτσιρικάδες ρίχνουν σουτ. Πριν τα παιδιά μπουν στο αυτοκίνητο και τα αποχαιρετίσουμε, τα ενημερώνουμε για την ημερίδα της επόμενης μέρας. Λένε ότι θα’ ρθουν…
Μέρα 2η: H ημερίδα
Τα όσα έγιναν και ειπώθηκαν στην ημερίδα μπορείτε να τα διαβάσετε εδώ
Μέρα 3η: Παπακαυκάς (ξανά) και στους καταυλισμούς πέριξ του Πύργου
Η απόφαση να επισκεφτώ για δεύτερη φορά τη συνοικία του Παπακαυκά πάρθηκε έπειτα απ΄ όσα άκουσα από τους τσιγγάνους που βρέθηκαν στην ημερίδα και των οποίων η άποψη έδειξε να διαφέρει κατά πολύ από εκείνη των μεγαλύτερών τους -που κατά κύριο λόγο είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους εκεί- αλλά και των νεότερων, της γενιάς Ζ, που στην πλειονότητά της δεν βλέπει κανένα ουσιαστικό μέλλον και θέλει να φύγει από τη συνοικία αναζητώντας την τύχης της αλλού.
Έτσι το πρόγραμμα διαμορφώθηκε ως εξής. Μετέθεσα για το απόγευμα την επίσκεψη στους καταυλισμούς και το πρωινό αφιερώθηκε σε εκείνους που όπως δηλώνουν, «απαιτούμε καλύτερες συνθήκες για εμάς και τα παιδιά μας».
Στην «πλατεία» συνάντησα 5 άνδρες ηλικίας από 28 έως 35, την πιο «παραγωγική» ηλικία της κοινότητας. Τους είχα γνωρίσει το προηγούμενο βράδυ στην ημερίδα όταν κι έκαναν τη δική τους παρέμβαση, αφού προηγουμένως είχαν μιλήσει όλοι οι άλλοι.
Ήταν οι μοναδικοί Ρομά που έδωσαν το παρών στην εκδήλωση. Είναι όλοι τους παντρεμένοι, με δύο και τρία παιδιά ο καθένας. Άλλος εργάζεται στη λαϊκή, ένας εξ αυτών είναι ελαιοχρωματιστής, άλλος κάνει μεροκάματα σε χωράφια ή σε οικοδομές, όλοι τους παλεύουν για το μεροκάματα. Τα παιδιά τους πηγαίνουν σχολείο, όπως μου λένε.
Καθόμαστε στην αυλή του ενός για να πιούμε έναν καφέ και να μιλήσουμε. Τους ζητώ να μου ιεραρχήσουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Με μια φωνή υποστηρίζουν ότι η συνοικία τους είναι ξεχασμένη από τους τοπικούς άρχοντες και ότι υποβαθμίζεται συνέχεια. «Δες εδώ», μου λέει ο Στέφανος, «ζητάμε εδώ και χρόνια να ρίξουν λίγη άσφαλτο στο δρόμο που περνάει έξω από τα σπίτια μας και είναι όλο γούβες. Όταν βρέχει εδώ λιμνάζουν τα νερά, δεν μπορούμε να πάμε πουθενά. Να σου δείξω βίντεο που έχω, να μου πεις αν μπορείς να περπατήσεις εδώ».
Ο διπλανός του παίρνει τον λόγο: «Πριν από τις εκλογές η δημοτική αρχή υποτίθεται ότι έκανε έργα αποχέτευσης. Θα σε πάμε να δεις σε όλη τη συνοικία. Όπου έσκαψαν δεν σκέπασαν μετά τον δρόμο. Άσε που πέταξαν τα μπάζα μέσα στη γειτονιά και άμα βρέχει πλημμυρίζουν οι δρόμοι, το νερό δεν έχει που να φύγει».
«Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια»
«Έχω σκεφτεί πολλές φορές να φύγω από δω, αλλά δεν θέλω. Δεν ζητάμε ελεημοσύνη, ζητάμε να μην μας έχουν παρατημένους. Και τα δικά μας παιδιά ψυχή έχουν», προσθέτει ο Στέφανος.
Μιλάμε για το πως περνάνε τις μέρες τους, για το αν έχουν σχέσεις με μπαλαμούς. Η αλήθεια είναι ότι μέσα στη συνοικία μένουν και κάποιοι «λαϊκοί», όπως τους αποκαλεί ο Γιώργος, ένας από την παρέα μας, μια άλλη λέξη που περιγράφει τους μη Ρομά. «Παραβατικούς Ρομά εδώ δεν θα βρεις», μου λέει. «Αυτά τα κάνουν οι γύφτοι».
Μού κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός πως κατηγορεί μια άλλη φυλή Ρομά και του το επισημαίνω. «Η αλήθεια είναι», επιμένει. «Εδώ ζουν νοικοκυραίοι, η μεγαλύτερη παρανομία που θα βρεις εδώ είναι να πάει κάποιος στη λαϊκή αγορά και να μην έχει άδεια να στήσει πάγκο. Δεν έχουμε κλέφτες εδώ, ούτε ναρκωτικά».
Στην κουβέντα παρεμβαίνει και πάλι ο Στέφανος: «Όπως και σεις οι μπαλαμοί έχετε κλέφτες ανάμεσά σας, έτσι έχουμε κι εμείς. Αυτό όμως δεν μας κάνει όλους κλέφτες. Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια». Τον ρωτάω αν έχει βιώσει ρατσισμό και η απάντηση έρχεται άμεσα: «Ναι, έχω νοιώσει. Όσο περνάει ο καιρός τα πράγματα είναι χειρότερα σε σχέση με παλιά. Και μπορώ να σου πω ότι και τα δικά μας παιδιά φέρονται με ρατσισμό σ’ εκείνα των μπαλαμών». Ρωτάω λεπτομέρειες και όλοι τους μου μιλούν για το δημοτικό σχολείο της πόλης που πήγαιναν και οι ίδιοι στο παρελθόν.
«Παλιά υπήρχε ισορροπία. Στο σχολείο είμασταν μοιρασμένοι, οι μπαλαμοί κι εμείς. Δεν είχαμε κανένα πρόβλημα. Και τα απογεύματα συναντιόμασταν στο σχολείο ή στις αλάνες να παίξουμε μπάλα. Τα τελευταία χρόνια οι περισσότεροι μπαλαμοί αποσύρουν τα παιδιά τους από το δημοτικό με αποτέλεσμα τα δικά μας παιδιά να είναι πολύ περισσότερα απ’ τα δικά σας. Ε, παιδιά είναι, όταν δεν υπάρχει ισορροπία, υπάρχει ρατσισμός απ’ την ανάποδη», λέει ο Στέφανος.
Τους ρωτάω αν έχουν επαφές με γονείς παιδιών μη Ρομά, αν υπάρχει μια κοινωνική συναναστροφή. Τον λόγο παίρνει ο Νεκτάριος, ο οποίος έχει παντρευτεί μπαλαμή. «Δεν υπάρχει καμία κοινωνική συναναστροφή όπως το εννοείς», απαντά και φέρνει ως παράδειγμα τη δική του περίπτωση: «Στην αρχή το σόι της γυναίκας μου ούτε που ήθελε ν΄ ακούσει για μένα. Πέρασε πολύς καιρός για να με αποδεχτούν».
Ο Νεκτάριος μένει στις εργατικές κατοικίες της πόλης που συνορεύουν με τη συνοικία του Παπακαυκά. Κατοικούνται από μπαλαμούς. «Με αυτούς τους ανθρώπους δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα βάλω ψησταριά εγώ και θα τους πάω μεζέ, την επόμενη φορά θα μου φέρουν αυτοί ένα κέρασμα», λέει.
Εκλογές
Τους ρωτάω ευθέως αν στις εκλογές γίνεται εξαγορά ψήφων, κάτι που έχει ακουστεί πολλές φορές για τους Ρομά. Απαντούν όλοι θετικά, προσθέτοντας: «Ναι υπάρχουν αυτά, όταν ο άλλος δεν έχει να φάει ή ζει στη φτώχεια». Ένας από την παρέα δίνει μια ενδιαφέρουσα παράμετρο στην κουβέντα. «Ξέρεις γιατί ήρθαμε μόνο εμείς στην εκδήλωση;», με ρωτάει και απαντάει αμέσως: «Γιατί οι άνθρωποι που ζουν εδώ δεν πιστεύουν κανέναν πια».
Ο Στέφανος έχει την άποψη πως η εκδήλωση θα έπρεπε να γίνει στη συνοικία τους. «Εκεί θα έβλεπες αν θα ερχόταν κόσμος ν΄ακούσει». «Πού; στην πλατεία;», τον ρωτάω. «Είδες εσύ καμιά πλατεία;», απαντάει. «Επειδή τη λέμε τάχα έτσι; Ούτε ένα παγκάκι δεν υπάρχει να καθίσει κάποιος, ούτε μια παιδική χαρά δεν έχουμε, μόνο υποσχέσεις».
Ο καφές τελειώνει και αποφασίζουμε να κάνουμε μια βόλτα στη συνοικία. Ο καιρός είναι λαμπρός, ήλιος και ζέστη, αλλά σε αρκετά σημεία τα νερά έχουν σηματίσει λίμνες, το νερό δεν έχει που να φύγει. «Αυτά που σου λέγαμε», μου λένε, την ώρα που άλλοι Ρομά από το γειτονικό σπίτι, μόλις μαθαίνουν ότι είμαι δημοσιογράφος με προτρέπουν να «φέρω τις κάμερες». Ένας εξ αυτών μου δίνει τις αιτήσεις που έχει κάνει στον δήμο να φτιαχτούν οι δρόμοι που λιμνάζουν. Η πρώτη αίτηση έχει χρονολογία το 2016, η δεύτερη το 2022.
Φτάνουμε στο σημείο που έχω παρκάρει. Πριν από λίγο καιρό στο σημείο ένας 32χρονος έχασε τη ζωή του . Ήταν πατέρας τριών παιδιών. Ζητώ να μάθω πως πέθανε. Όπως λένε ο δήμος είχε κάνει κάποιες εργασίες στο σημείο για την αποχέτευση, δίπλα υπήρχε μια κολόνα φωτισμού και όπως φαίνεται κάποια καλώδια δεν είχαν μονωθεί. Ο άνδρας έπεσε νεκρός από ηλεκτροπληξία. Η υπόθεση έχει ακολουθήσει το δρόμο της δικαιοσύνης, αλλά οι συνομιλητές μου δεν φαίνεται να την έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη.
Σε κάθε περίπτωση είναι αποφασισμένοι να δώσουν τη μάχη τους. Βρίσκονται σε φάση δημιουργίας ενός δικού τους συλλόγου, ώστε ν’ αποκτήσουν φωνή που θα εκπροσωπεί πολλούς. Ξέρουν ότι το εγχείρημά τους είναι δύσκολο αλλά φαίνονται αποφασισμένοι. «Απαιτούμε, δεν ζητάμε ελεημοσύνη», επαναλαμβάνουν, καθώς αφήνω πίσω μου τη συνοικία.
Στις παράγκες
Το απόγευμα έχω δώσει ραντεβού με τον Νίκο Μπατζαλή στον Πύργο, με στόχο να επισκεφτούμε όχι κάποια συνοικία σαν του Παπακαυκά, αλλά κανονικό καταυλισμό. Εκεί που οι Ρομά μένουν σε παράγκες, κάποιοι χωρίς καν να έχουν ηλεκτρισμό ή τρεχούμενο νερό.
Για επιπλέον βοήθεια συναντάμε τον Άντζελο, ο οποίος ανήκει μεν στη φυλή των γύφτων του Πύργου, έχει δημιουργήσει δε, τη δική του ζωή, πουλώντας λευκά είδη στις λαϊκές αγορές. Έχει σπίτι με κήπο, μια αυλή που αστράφτει από καθαριότητα και τρία υπέροχα παιδιά. Ο Άντζελο θα είναι ο βασικός διαμεσολαβητής μας καθώς οι Ρομά που θα επισκεφτούμε έχουν συχνά, πυκνά θέματα με τον νόμο.
Οδηγούμε σε μια αγροτική περιοχή στις παρυφές της πόλης. Στρίβουμε δεξιά, αριστερά σε μικρούς χωματόδρομους. Κάποια στιγμή ανάμεσα σε συστάδες από καλαμιές αντικρίζουμε τις πρώτες παράγκες κι ένα μισοτελειωμένο σπίτι με τούβλα. Σταματάμε περίπου 100 μέτρα πριν και ο Άντζελο κατεβαίνει από το αυτοκίνητο για να πάει να μιλήσει και να εξηγήσει ποιοι είμαστε.
Σύντομα μας παίρνουν χαμπάρι τα πιτσιρίκια, τρέχουν προς εμάς και κυκλώνουν το αυτοκίνητο. Είναι καμιά ντουζίνα, ρακένδυτα και βρώμικα. Την ίδια ώρα όμως είναι και πανέμορφα. «Δώσε κάτι», μου λέει το πρώτο, η κλασική ατάκα των παιδιών που ζητιανεύουν στα φανάρια ή έξω από κάποιο σούπερ μάρκετ.
Ο Άντζελο μάς κάνει νόημα να πλησιάσουμε, πράγμα που κάνουμε. Βρίσκεται εκεί με τον πατριάρχη του καταυλισμού όπου μένουν 4 οικογένειες. Η δική του και ορισμένων από τα παιδιά του. Είναι 53 ετών, όπως λέει, κι ας δείχνει για πατημένος 60άρης. Έχει 9 παιδιά και 37 εγγόνια! Δηλώνει πως ασχολείται με την οικοδομή και πουλάει σίδερα.
Πιο δίπλα στέκεται ένας από τους γαμπρούς του και είναι προφανές ότι είναι μεθυσμένος. Η ώρα είναι επτά το απόγευμα. Στην άλλη άκρη το πιο μικρό παιδί -να είναι 2, το πολύ 3 ετών- στέκεται ολόγυμνο και μας κοιτάζει με περιέργεια. Οι γυναίκες δεν βγαίνουν να μας συναντήσουν. Μας παρατηρούν από μακριά.
Ξανά στο αυτοκίνητο και πάλι πίσω στον λαβύρινθο των αγροτικών δρόμων. Κάποια χιλιόμετρα πιο πέρα συναντάμε τον επόμενο καταυλισμό που είναι σαφώς μεγαλύτερος. Καμιά δεκαπενταριά παράγκες η μία δίπλα στην άλλη ανάμεσα στα καλαμποκοχώραφα. Επαναλαμβάνεται το ίδιο σκηνικό, με τον Άντζελο να πηγαίνει πρώτος, καθώς όπως μας έχει πει προηγουμένως στο αυτοκίνητο εδώ τα πράγματα είναι λίγο ζόρικα καθώς κάποια απ’ τα μέλη του καταυλισμού είχαν ζητήματα με την αστυνομία στο παρελθόν.
Οι διαπραγματεύσεις κρατούν λίγο παραπάνω αλλά τελικά παίρνουμε το πράσινο φως. Προφανώς το «δημοσιογράφος» δεν πέρασε εδώ, καθώς ακούω τον Άντζελο να με παρουσιάζει σαν κάποιον που θέλει να γράψει ένα βιβλίο για τους Ρομά και θέλει να φωτογραφίσει τον καταυλισμό τους. Τη λέξη «βιβλίο» την επαναλαμβάνει πέντε-έξι φορές. Δεν υπάρχει λόγος να διαφωνήσω μαζί του και υποδύομαι τον συγγραφέα.
Σαν ταινία
Ο καταυλισμός θυμίζει κάτι από ταινία. Πλάι στις παράγκες που κατοικούν αυτοί οι άνθρωποι βλέπεις «φτιαγμένα» αυτοκίνητα τα οποία και οδηγούν. Αναρωτιέσαι την αξία του ζαντολάστιχου την ώρα που σε έχουν περικυκλώσει και πάλι πιτσιρίκια όπως πριν, το ίδιο βρόμικα και ρακένδυτα. Ο πατέρας ενός απ’ αυτά λέει πως όλα πηγαίνουν στο σχολείο, καθώς «στέλνει ταξί ο δήμος και τα παίρνει». Πολύ αμφιβάλλω γι’ αυτό, αλλά δεν λέω τίποτα.
Ρωτάω με τι ασχολούνται και παίρνω μισόλογα, τύπου «στα χωράφια» ή «στο μεροκάματο» χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες. Οι γυναίκες είναι παρούσες αλλά δεν μιλάνε. Οι άνδρες θέλουν να τελειώσω και να φύγουμε, φαίνεται στη στάση τους, έχουν επίσης πιει αλκοόλ, το μύρισα όταν πλησίασα να τους χαιρετίσω.
Ευχόμαστε «Καλό Πάσχα» και φεύγουμε. Από τον καθρέφτη βλέπω τα πιτσιρίκια να μας κοιτάζουν καθώς απομακρυνόμαστε. Σκέφτομαι πως αυτά είναι τα μόνα που δεν φταίνε σε τίποτα.
Όπως μαθαίνω στη συνέχεια απ’ τον Άντζελο οι περισσότεροι απ’ αυτούς, κυρίως οι γυναίκες και τα παιδιά, περνούν τις μέρες τους στα φανάρια, στην είσοδο της πόλης, ή έξω από τα μεγάλα σούπερ μάρκετ, ζητώντας ελεημοσύνη. Ανάλογα τη μέρα μπορεί να περπατήσουν και ως το κέντρο της πόλης για να ζητιανέψουν στα καφέ και τα καταστήματα. Ωστόσο κι εδώ υπάρχει θέμα μεταξύ τους σε ό,τι έχει να κάνει με τα «πόστα», καθώς υπάρχει έντονος ανταγωνισμός ακόμα και στην επετεία από άλλες οικογένειες που κάνουν ακριβώς την ίδια δουλειά.
Ρωτάω αν υπάρχει θέμα με την πορνεία και δη των νέων κοριτσιών, καθώς αρκετά έχουν ακουστεί στο παρελθόν για την περιοχή. Σαφή απάντηση δεν παίρνω, απ’ τα συμφραζόμενα ωστόσο καταλαβαίνω ότι όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά.
Επιστρέφουμε στην πόλη και αφήνω τον Άντζελο και τον Νίκο να πάνε στις δουλειές τους. Τους ευχαριστώ για τη βοήθεια, βάζω πρώτη και φεύγω.
Επίλογος
Άφησα να περάσουν δύο μέρες πριν αρχίσω να γράφω αυτό το κομμάτι. Στο κινητό μου ήταν αποθηκευμένες περισσότερες από 100 φωτογραφίες και κάπου 4 ώρες ηχογραφημένου υλικού με τους ανθρώπους που μίλησα σε αυτές τις επισκέψεις. Σκέφτομαι τον Παπακαυκά και τους ανθρώπους του, πόσο διαφορετικά ζουν από εκείνους στον καταυλισμό και τις παράγκες. Θυμάμαι τα λόγια του Νίκου, που μου έλεγε για το πως ζουν οι Τσιγγάνοι στην Κάτω Αχαΐα, η οποία θεωρείται μια από τις πιο πλούσιες συνοικίες Ρομά στην Ελλάδα.
Νομίζω ότι δεν χρειάζεται να επισημάνω πως το θέμα κι εδώ είναι βαθιά ταξικό. Οι πλούσιοι, οι νοικοκυραίοι και οι φτωχοί Ρομά είναι μια πραγματικότητα σε μια κοινωνία μπαλαμών ή λαϊκών που μπορεί άνετα να κάνει διακρίσεις όχι με βάση το χρώμα ή τη φυλή, αλλά με γνώμονα το φουσκωμένο πορτοφόλι και το συμφέρον της.
Τη Δευτέρα του Πάσχα, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, οι Ρομά γιορτάζουν το Εντερλέζι τους, την γιορτή της Άνοιξης. Στον Παπακαυκά δεν θα γιορτάσουν φέτος, καθώς ο δήμος, όπως με πληροφόρησαν οι κάτοικοι δεν είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει τη γιορτή. Για τους άλλους που ζουν στους καταυλισμούς, ούτε λόγος.
Έφυγα από την Ηλεία οδηγώντας μέσα από τον κάμπο της Αμαλιάδας. Άξιζε τον κόπο αυτό το οδοιπορικό, καθώς διαπίστωσα γι’ άλλη μια φορά ότι ο φόβος και η απέχθεια είναι συναισθήματα που τα δημιουργεί σε μεγάλο βαθμό η άγνοια. Τελειώνοντας το κείμενο είμαι πεπεισμένος πια ότι το μόνο που χρειαζόμαστε όλοι μας, μπαλαμοί και τσιγγάνοι και γύφτοι, αλλά και όλοι οι άνθρωποι του κόσμου γενικότερα, είναι μια ευκαιρία.
Μια ευκαιρία να κατανοήσει ο ένας τον άλλον καλύτερα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις