Το «ήπιο κλίμα» με την Τουρκία ευνοεί και την οικονομία, εάν κρίνουμε από την εξοικονόμηση χρημάτων που επιτυγχάνεται, ακριβώς επειδή δεν χρειάζεται να απογειώνονται αεροσκάφη για να αντιμετωπίσουν παραβιάσεις του εθνικού μας εναέριου χώρου.

Είναι και αυτή άλλη μια απόδειξη του γεγονότος ότι η αποκλιμάκωση της έντασης και η αποφυγή υψηλών τόνων για «εσωτερική κατανάλωση» μπορεί να έχει χειροπιαστά αποτελέσματα.

Προφανώς και δεν έχουν λυθεί τα προβλήματα με την Τουρκία. Απλώς οι δύο χώρες έχουν επιλέξει έναν τρόπο ώστε τα υπαρκτά προβλήματα, που στον πυρήνα τους έχουν τις «αναθεωρητικές» θέσεις της Τουρκίας, να μην παράγουν μεγάλο κόστος.

Και μια τέτοια επιλογή ανοίγει και τον δρόμο κάποτε στον μέλλον αυτά τα προβλήματα να συζητηθούν επί της ουσίας και ως έναν βαθμό να επιλυθούν.

Καλό θα είναι αυτό για δυο χώρες που είναι «καταδικασμένες» να συνυπάρχουν και άρα καλούνται εκ των πραγμάτων να αναζητήσουν τι μπορεί να κάνει αυτή τη συνύπαρξη αμοιβαία επωφελή.

Προφανώς και προκλήσεις θα υπάρχουν, αλλά ακόμη και αυτές θα πρέπει να τις αναλύσουμε με τον σωστό τρόπο.

Πάρτε για παράδειγμα αυτά που γίνονται με τη Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη. Ένας εύκολος τρόπος είναι να το ερμηνεύσουμε ως μια «ανθελληνική» κίνηση. Όμως, ένας άλλος τρόπος, πιθανώς πιο αποτελεσματικός, είναι να δούμε γιατί συμβαίνει. Γιατί τότε θα αντιληφθούμε ότι πρόκειται για μια κίνηση που δεν έχει στόχο τόσο τον Ελληνισμό, όσο αυτό που ήταν κατοχυρωμένο από την εποχή του Κεμαλισμού, δηλαδή ότι κάποια μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς πρέπει να μείνουν τέτοια αντί να ξαναγίνουν τζαμιά στο όνομα της προσπάθειας του Ερντογάν να ακυρώσει την κληρονομιά του Κεμάλ. Και εάν το εξετάσουμε από αυτήν την οπτική γωνία βλέπουμε και τον τρόπο να το αντιμετωπίσουμε: όχι ως «διμερές» θέμα, αλλά ως ένα ζήτημα που πρωτίστως αφορά τους φορείς της διεθνούς κοινότητας που ασχολούνται με την πολιτιστική κληρονομιά.

Καταλαβαίνω ότι μέσα σε μια προεκλογική περίοδο είναι εύκολη η πολεμική για «ενδοτισμό» όπως και ο πειρασμός για «υψηλούς τόνους», όμως η πατριδοκαπηλία ποτέ δεν αποτέλεσε καλό σύμβουλο.

Με αντίστοιχο τρόπο πρέπει να προσεγγίσουμε και άλλα ζητήματα. Για παράδειγμα, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις είναι σημαντικές. Συνορεύουμε με την Αλβανία και έχουμε στενές οικονομικές σχέσεις, μια εθνική ελληνική μειονότητα ζει στην Αλβανία, όπως και μια μεγάλη αλβανική κοινότητα ζει και εργάζεται στην Ελλάδα.

Προφανώς και τα ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα της μειονότητας και τα ζητήματα που αφορούν την τήρηση των κανόνων κράτους δικαίου είναι σημαντικά και πρέπει τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και συνολικά το πολιτικό σύστημα να έχουν καθαρές τοποθετήσεις σε αυτά, αλλά δεν υπάρχει λόγος ούτε για πλειοδοσίες, ούτε για εκμετάλλευση κρίσιμων ζητημάτων για προεκλογικούς λόγους. Γιατί και σε αυτήν την περίπτωση στο τέλος του δρόμου το ζητούμενο είναι η συνύπαρξη και η συνεργασία.

Σε αυτό πρέπει να εστιάσουμε και στη σχέση με τη Βόρεια Μακεδονία. Γιατί και εδώ υπήρξε κάποια στιγμή μια δύσκολη και ώριμη απόφαση, που είχε μεγάλο κόστος και για τους δυο πολιτικούς που υπέγραψαν τη συμφωνία των Πρεσπών, όμως ταυτόχρονα έκλεισε μια ανοιχτή πληγή στα Βαλκάνια.

Μόνο, που αυτή η ιστορική συμφωνία για να μπορέσει να έχει αποτέλεσμα (και να μην βιωθεί ως τραύμα από τη γειτονική χώρα που υποχρεώθηκε να αλλάξει όνομα, κάτι που δεν είναι ασήμαντο) ήθελε άλλη στάση στη συνέχεια ως προς την υλοποίησή της.

Και εάν μεγάλο μέρος της ευθύνης βαραίνει την ΕΕ που υπαναχώρησε ως προς την ενταξιακή διαδικασία και το γεγονός ότι η ελληνική πλευρά δεν έχει προχωρήσει με τον ρυθμό που θα έπρεπε τις προβλέψεις έχει τη σημασία του.

Γιατί ορθά ζητάμε από τους εθνικιστές του VMRO να σεβαστούν τη συμφωνία, όμως και εμείς πρέπει να κινηθούμε αντίστοιχα. Και προφανώς το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι να αποκτήσουμε ξανά κλίμα «μακεδονομάχων».

Τα εθνικά θέματα ποτέ δεν είναι εύκολα. Ιδίως σε ταραγμένους καιρούς όπως οι τωρινοί. Όμως, ξέρω ότι οποτεδήποτε υποτάσσονται σε εύκολους προεκλογικούς στόχους μόνο προβλήματα δημιουργούνται.

Αυτό που χρειάζεται είναι ψυχραιμία, ρεαλισμός, αποφυγή «ρητορικής υψηλών τόνων» και συνεννόηση.

Και εάν είναι να υπάρξει αντιπαράθεση, ας είναι επί της ουσίας, επί του σχεδίου και όχι απλώς για τα μάτια των ψηφοφόρων.