Ουίνστον Τσώρτσιλ: «Και τότε έφθασε η Μούσα της ζωγραφικής για να με σώσει…»
Το πάθος του για τη ζωγραφική
Η Μαίρη Σόουμς είναι το μοναδικό παιδί του Τσώρτσιλ που βρίσκεται στη ζωή. Μόλις τις μέρες αυτές κυκλοφόρησε ένα βιβλίο της στο οποίο περιγράφει το πάθος του πατέρα της για τη ζωγραφική. Όλα άρχισαν, όπως λέει, μια δύσκολη γι’ αυτόν χρονιά, το 1915. Γράφει ο ίδιος στ’ απομνημονεύματά του: «Όταν έφυγα από το Ναυαρχείο, τέλη Μαΐου του 1915, παρέμεινα μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου και του Πολεμικού Συμβουλίου. Έτσι εγνώριζα τα πάντα και δεν μπορούσα να κάνω τίποτε. Ένιωθα σαν ψάρι που το είχαν βγάλει από τα βάθη των ωκεανών. Στιγμές στιγμές ένιωθα πως οι φλέβες μου θα εκραγούν από την έλλειψη πίεσης και την απραξία…» Το καλοκαίρι εκείνο ο Τσώρτσιλ και η οικογένειά του νοίκιασαν ένα χαριτωμένο σπίτι, το Χόου Φαρμ, στην κομητεία του Σάρεϋ. Ο Ουίνστον βημάτιζε πάνω κάτω στον μεγάλο κήπο, σαν πληγωμένο μπουλντόγκ.
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 24.1.1991, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
«Ένιωθα», γράφει στ’ απομνημονεύματά του, «πως κάθε ίνα του εαυτού μου διψούσε για δράση και όμως ήμουν καταδικασμένος στην απραξία, αναγκασμένος να παρακολουθώ σαν θεατής την τραγωδία να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου. Και τότε έφθασε η Μούσα της ζωγραφικής για να με σώσει…»
Το καλοκαίρι εκείνο έμενε συχνά μαζί τους στο Χόου Φαρμ η οικογένεια του νεότερου αδελφού του, του Τζακ. Ένα πρωινό του Ιουνίου ο Τσώρτσιλ παρακολουθούσε συλλογισμένος την Γκούνι, γυναίκα του Τζακ, καθώς ζωγράφιζε με ακουαρέλες. Εκείνη, κολακευμένη από το ενδιαφέρον του, του πρόσφερε το πινέλο της για να δοκιμάσει την τύχη του. Αμίλητος εκείνος, άρχισε να ζωγραφίζει. Η Γκούνι εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι και σε λίγο εμφανίστηκε με τις νερομπογιές του γιου της. Αυτό ήταν… Ο επίδοξος πρωθυπουργός της βρετανικής αυτοκρατορίας μαγεύτηκε.
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 24.1.1991, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Λίγο μετά αποφάσισε να πειραματιστεί με λάδι. Η γυναίκα του, η Κλημεντίνη, ενθουσιασμένη που ο καλός της βρήκε κάτι για να ξεπεράσει την ανία του και την οργή του, πήγε αμέσως στην πλησιέστερη κωμόπολη και αγόρασε όσες μπογιές βρήκε. Δεν σκέφτηκε όμως να αγοράσει νέφτι. Ο Τσώρτσιλ δοκίμασε· στο τέλος όμως, απογοητευμένος, τα παράτησε. Τηλεφώνησαν αμέσως στον φημισμένο ζωγράφο Τζων Λέηβερυ στο Λονδίνο, που ήταν γείτονάς τους. Εκείνος και η όμορφη γυναίκα του Χέηζελ συγκέντρωσαν τα απαραίτητα σύνεργα (φυσικά και νέφτι) και έσπευσαν σε βοήθεια του εκκολαπτόμενου καλλιτέχνη.
Το χειμώνα και την άνοιξη του 1916 ο Τσώρτσιλ ζωγράφιζε τακτικά στο αγρόκτημα Λώρενς, όπου ήταν το προσωρινό τους κατάλυμα. Η τεχνική του όμως δεν είχε ακόμη εξελιχθεί, όπως φαίνεται και από τον πίνακά του «Το Πλάγκστρητ υπό τα πυρά του εχθρού». Πάντως, δεν το ’βαζε κάτω και συχνά καθόταν απερίσπαστος στην αυλή της φάρμας είτε στο λοφίσκο λίγο έξω απ’ την κωμόπολη και ζωγράφιζε, ενώ τα βλήματα έσκαγαν σε μικρή σχετικά απόσταση.
«Ερείπια ελληνικού ναού», 1934
Στους νεαρούς του αξιωματικούς —οι παλαιότεροι είχαν ήδη σκοτωθεί ή πληγωθεί— ο συνταγματάρχης πλέον Τσώρτσιλ έδινε μια συμβουλή: «Ο πόλεμος είναι ένα παιχνίδι που παίζεται με το χαμόγελο. Κι αν δεν μπορείτε να χαμογελάσετε, τότε δείξτε τα δόντια σας».
Από το Λώρενς Φαρμ έγραφε στη γυναίκα του, την Κλημεντίνη: «Σε παρακαλώ, αγόρασέ μου τρία σωληνάρια από λεπτό άσπρο χρώμα και το δηλητηριώδες υγρό που καθαρίζει τα παλαιά τελάρα απ’ τις μπογιές».
Πορτρέτο της Κλημεντίνης Όγκιλβυ Χόζιερ
Από τότε και μετά ανάμεσα στα πιο απαραίτητα πράγματα στις αποσκευές του Τσώρτσιλ ήταν το καβαλέτο, μερικά τελάρα, η μαονένια παλέτα του, πινέλα, μπογιές, νέφτι και μερικά κουρέλια. Το Μάιο του 1916 επέστρεψε στην Αγγλία για να αναλάβει και πάλι τα κοινοβουλευτικά του καθήκοντα. Ήταν τακτικός επισκέπτης στο θεσπέσιο ανάκτορο Μπλέναμ Πάλας — εκεί είχε γεννηθεί φιλοξενούμενος του πρώτου εξαδέλφου του Σάνυ, ένατου δούκα του Μάρλμπορο. Στους κήπους του ανακτόρου, καθισμένος μπροστά στο μικροσκοπικό ναό της Άρτεμης, είχε ζητήσει απ’ την Κλημεντίνη να τον παντρευτεί. Ένα άλλο βολικό κρησφύγετο ήταν το σπίτι της Αμερικανίδας Μίνι, της λαίδης Πάτζετ και του συζύγου της στρατηγού σερ Άρθουρ Πάτζετ, κοντά στο Λονδίνο.
Μια φορά που βρίσκονταν εκεί, ο Τσώρτσιλ είχε πάει μαζί με τον ζωγράφο φίλο του Τζων Λέηβερυ. Ο καιρός ήταν καλός, και «δάσκαλος» και «μαθητής» είχαν εγκατασταθεί στον κήπο και ζωγράφιζαν.
Σε κάποια στιγμή τούς εντόπισε ένας άλλος επισκέπτης, ο λόρδος ναύαρχος Μπέρεσφορντ, ο οποίος με τη στεντόρεια φωνή του χαιρέτισε τον «μαθητευόμενο μάγο»: «Χαλόου Ουίνστον, από πότε άρχισες το παιχνίδι τούτο;» Και ο Τσώρτσιλ, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από το τελάρο του, απάντησε: «Από τότε που με πέταξες από το Ναυαρχείο, λόρδε Κάρολε».
«Γουέλ», αποκρίθηκε τάχα συλλογισμένος ο Μπέρεσφορντ, «ποιος ξέρει, ίσως να έσωσα έτσι έναν μεγάλο μαιτρ…»
«Άποψη του Μαρακές με το μιναρέ του τεμένους Κουτουμπία», 1943
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Τσώρτσιλ πέρασε μεγάλα διαστήματα στη Γαλλία ζώντας σε σπίτια φίλων, αγνοώντας τις κοινωνικές του υποχρεώσεις και ζωγραφίζοντας. Και αργότερα, μετά τα πλήγματα που του ’φερε η μοίρα, ζήτησε επανειλημμένα καταφύγιο στη ζωγραφική — ιδίως όταν έχασε τη μικρή του κόρη Μάριγκολντ σε πολύ τρυφερή ηλικία.
Το 1922 άρχισε η σχεδόν ερωτική περιπέτεια με τη γαλλική Ριβιέρα, σε μια περίοδο, όπως έγραφε ο ίδιος, «όπου βρίσκομαι χωρίς αξίωμα, χωρίς βουλευτική έδρα, χωρίς κόμμα και χωρίς σκωληκοειδίτιδα…»
Παρ’ ότι η γυναίκα του, η Κλημεντίνη, δεν αγάπησε ποτέ τη Ριβιέρα, το ζεύγος νοίκιασε μία βίλα για έξι μήνες το χειμώνα. Εκείνος μεν μπορούσε να ζωγραφίζει όσο του άρεσε, ενώ η γυναίκα του έπαιζε τένις και ασχολείτο με το παιδί τους, τη Μαίρη — αυτή που έγραψε το βιβλίο στο οποίο και αναφερόμαστε.
Λίγο πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο Τσώρτσιλ ζωγράφιζε και πάλι στη Γαλλία, στο Μουλέν ντε Μοντρέιγ, δίπλα στον Πωλ Μέηζ, ο οποίος στο ημερολόγιό του με ημερομηνία 20 Αυγούστου έγραφε: «Ο Ουίνστον ήρθε να ζωγραφίσει το Μύλο. Εγώ δούλευα δίπλα του. Ξαφνικά γυρίζει και μου λέει: Αυτή είναι η τελευταία φορά που ζωγραφίζω εν ειρήνη. Θα περάσουν πολλά χρόνια ώσπου να ζωγραφίσω ξανά… Και εκείνο που με κατέπληξε ήταν η απόλυτη συγκέντρωσή του στον πίνακά του».
Το εντυπωσιακό είναι πως ο Τσώρτσιλ βρήκε το χρόνο να ζωγραφίσει και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το 1943 συναντήθηκε με τον Ρούσβελτ στην Καζαμπλάνκα. Η διάσκεψη κράτησε κάπου δέκα μέρες και τελικά, καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος ετοιμαζόταν να αναχωρήσει, ο Ουίνστον τού είπε: «Δεν μπορείς να φύγεις. Έκανες ολάκερο ταξίδι. Δεν μπορείς να πας τώρα πίσω χωρίς να δεις το Μαρακές».
Ο Τσώρτσιλ ζωγραφίζει στην Ακρόπολη το 1927, υπό το βλέμμα του Γεωργίου Καφαντάρη, τότε υπουργού Οικονομικών της χώρας μας
Ο Ουίνστον δεν είχε ξεχάσει τη μαγεία του Μαρακές, του «Παρισιού της Σαχάρας», που «ανταμείβει τον ταξιδιώτη με τη ζωντάνια, τις αγορές της, τους μάγους και την πολύχρωμη ποικιλία φαγητών και τα πλέον πολύπλοκα οργανωμένα μπορδέλα στην αφρικανική ήπειρο».
Οι δύο πολιτικοί —και φίλοι— ακολουθούμενοι από τριάντα άτομα ξεκίνησαν για την Καζαμπλάνκα. Αποφάσισαν να «σπάσουν» το ταξίδι που διαρκούσε τέσσερις περίπου ώρες, κι έτσι σταμάτησαν για μεσημεριανό στην έρημο. Καθώς έτρωγαν, τζιπ με πάνοπλους σωματοφύλακες γύριζαν γύρω τους, ενώ από πάνω έκανε κύκλους ένα μικρό αεροπλάνο. Σίγουρα αυτό ήταν ένα από τα πιο παράξενα πικ νικ στην ιστορία. Ο Ρούσβελτ είδε τον ήλιο να δύει πάνω από τα χιόνια του Άτλαντα. Την άλλη μέρα ο Ουίνστον άργησε κάπως να ξυπνήσει και ο Αμερικανός πρόεδρος με τη συνοδεία του έπρεπε να αναχωρήσουν. Ο Τσώρτσιλ, αντί να ντυθεί, επειδή δεν πρόφταινε, έβαλε μία κατακόκκινη ρόμπα με δράκοντες πάνω από τις πυτζάμες και κατέβηκε να τον αποχαιρετήσει. Την τελευταία στιγμή μπήκε στο αυτοκίνητο και τον συνόδευσε ως το αεροδρόμιο. Αργότερα, την ίδια μέρα, ζωγράφισε μία άποψη του Μαρακές και έστειλε τον πίνακα στον Ρούσβελτ.
Ο Τσώρτσιλ ζωγράφισε πολλές φορές μετά τον πόλεμο το Μαρόκο. Μαζί με τη Νότια Γαλλία και την αγγλική ύπαιθρο ήταν οι μεγάλες αγάπες της ζωής του. Μετά τη λατρεμένη του Κλέμι, βέβαια…
*Άρθρο του δημοσιογράφου Γιώργου Γεμενάκη (1937-2018), ο οποίος υπήρξε επί μακρότατο διάστημα ανταποκριτής των εφημερίδων του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη στο Λονδίνο. Το κείμενό του έφερε τον τίτλο «Ο ζωγράφος Ουίνστον Τσώρτσιλ» και είχε δημοσιευτεί στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει στις 24 Ιανουαρίου 1991.
Στις 10 Μαΐου 1940, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ —σε ηλικία 66 ετών και ύστερα από μια πολιτική διαδρομή τεσσάρων ολόκληρων δεκαετιών— ανέλαβε την πρωθυπουργία του Ηνωμένου Βασιλείου μετά την παραίτηση του Νέβιλ Τσάμπερλεν.
Έμεινε στο τιμόνι της χώρας έως τον Ιούλιο του 1945 (τον διαδέχθηκε ο Κλέμεντ Άτλη), έχοντας διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη νίκη της χώρας του και των Συμμάχων επί της ναζιστικής Γερμανίας. Ακολούθησε μια δεύτερη πρωθυπουργική θητεία του, από τον Οκτώβριο του 1951 έως τον Απρίλιο του 1955.
Ο διακεκριμένος βρετανός πολιτικός και συγγραφέας, εξέχουσα φυσιογνωμία του 20ού αιώνα, απεβίωσε στις 24 Ιανουαρίου 1965, πλήρης ημερών (είχε γεννηθεί στις 30 Νοεμβρίου 1874).
Σύντροφος της ζωής του, πολύτιμη και πιστή, από τις αρχές του 20ού αιώνα, υπήρξε η Κλημεντίνη Όγκιλβυ Χόζιερ (1885-1977).
Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ την εποχή του Μεσοπολέμου.
- Ο Φρανκ Άουερμπαχ, ο κορυφαίος παραστατικός ζωγράφος που διέφυγε από τους Ναζί, πέθανε στα 93 του
- Τόμας Γουόκαπ: Το πιο χρήσιμο μηδενικό!
- Λίβανος: Το Ισραήλ εξέδωσε νέες εντολές εκκένωσης – Τουλάχιστον έξι νεκροί κοντά στη Βηρυτό
- Η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεκίνησε τώρα, τώρα απλώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους
- Αρκάς: Μια καλημέρα με αέρα… μετανάστευσης
- Ο πονοκέφαλος του Χατζηδάκη, θα πούμε το νερό, νεράκι και το φαί, φαγάκι