Στο δεύτερο βιβλίο της, «Το όνειρό μου ήταν πάντα ένα μοβ ποδήλατο», η Ελεονώρα Μελέτη παρουσιάζει πως μια νέα γυναίκα, ενώ καταφέρνει να κάνει ένα όνειρό της πραγματικότητα, βουλιάζει σε έναν σωματικό και ψυχικό λαβύρινθο. Τα πάντα καταρρέουν και ψάχνει να αντικρίσει ξανά το φως.

Κυνηγημένη από την τοξικότητα και τη χρόνια συναισθηματική κακοποίηση που υφίσταται, αφήνει μια καριέρα που θα τη ζήλευαν πολλοί, εγκαταλείπει τα πάντα και φεύγει για ένα ταξίδι σε ένα μέρος όπου δεν θα την ξέρει κανείς, κάπου όπου θα είναι αόρατη.

Μέσα από τη γνωριμία της με έναν χαρισματικό άνθρωπο όμως, αυτό το ταξίδι-φυγή γίνεται ένα ταξίδι αυτογνωσίας, οδυνηρό, επίπονο, που την οδηγεί τελικά στη συμφιλίωση με τον εαυτό της και με τους άλλους, και στην ψυχική ανθεκτικότητα.

Ένα «κέντρο σιωπής», ένας Ιάπωνας δάσκαλος κι ένα μοβ ποδήλατο θα την οδηγήσουν να καταλάβει και να θυμηθεί γιατί δεν πρέπει να αφήνουμε ανεκπλήρωτα τα όνειρά μας.

Η διάγνωση

Δίνοντας μια γεύση του ενδιαφέροντος βιβλίου της Ελεονώρας Μελέτη το in παρουσιάζει ένα απόσπασμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο

Η διάγνωση

«Εδώ και αρκετούς μήνες είχα επιστρέψει και πάλι στις συνεδρίες.

Την τελευταία φορά που είχα περάσει το κατώφλι της ψυχολόγου μου, της ζητούσα επίμονα να μου διαγνώσει κατάθλιψη.

Μόνο έτσι θα μπορούσα να εξηγήσω όλη τη δυστυχία που ένιωθα μέσα μου να μου τρώει σαν σκουλήκι τα σωθικά, και μόνο έτσι θα μπορούσα να αποποιηθώ την ευθύνη της ανικα- νότητάς μου να ελέγξω τον εαυτό μου, να αψηφήσω τους γύρω μου και να μπορέσω απενοχοποιημένα να απολαύσω την επαγγελματική μου ανέλιξη.

Eίχαμε συμφωνήσει με την ψυχοθεραπεύτριά μου, με την οποία πορευόμασταν για πολλά χρόνια μαζί, πως, όταν έκρινε πως ήμουν έτοιμη να ακούσω τη διάγνωσή μου, θα το έκανε. Για μήνες τής μιλούσα ατελείωτα για την ενοχή και την ντροπή που ένιωθα εξαιτίας όσων έλεγαν στην τηλεόραση για μένα και για όλα όσα έγραφαν στα περιοδικά. Της μιλούσα για το πόσο λίγη αισθανόμουν ξαφνικά, πόσο ανεπιθύμητη, πόσο άσχημη και ανεπαρκής, πόσο θολή και ανίκανη.

Είχε περάσει λίγος καιρός από το χειρουργείο και είχε έρθει η ώρα πλέον, μετά το σώμα μου, να αγκαλιάσω και να περι- θάλψω και την ψυχή μου.

Μπήκα στο γραφείο της θεραπεύτριάς μου και κάθισα για λίγα λεπτά αμίλητη στη θέση μου.

«Πώς είσαι σήμερα;»

«Σωματικά νομίζω είμαι κάπως καλύτερα. Αναρρώνω».

Η θεραπεύτριά μου δεν μίλησε. Έδωσε χώρο σε μια αρκετά μεγάλη παύση. Όπως πολλές φορές, αυτή η παύση μού προκά- λεσε κλάμα, ένα ξέσπασμα που ξεκίνησε με δάκρυα και κορυ- φώθηκε με λέξεις.

«Τους μίλησα».

«Θες να μοιραστείς τι τους είπες;»

«Τους είπα πως θέλω να εγκαταλείψω. Τους εξήγησα πως δεν με ενδιαφέρει άλλο να παραμείνω στον χώρο αυτόν και πως θέλω τη ζωή που είχα πριν αναλάβω αυτή την ευθύνη, ότι έχω ανάγκη την ηρεμία μου, την καθημερινότητά μου, τη δημιουργικότητά μου, την ψυχική μου υγεία. Τα όνειρά μου, το χαμόγελό μου, τους φίλους μου, την αισιοδοξία μου και τη δίψα για ζωή. Μου ζήτησαν λίγο χρόνο και κάμποσες μέρες μετά με πήραν και μου είπαν πως δέχονταν να λύσουμε τη συνεργασία μας».

«Πώς ένιωσες γι’ αυτή την εξέλιξη;»

«Ήταν μια καλή μέρα εκείνη, μετά από καιρό. Μια μέρα που ένιωσα χαρά. Ένιωσα σαν να ήμουν μέσα σε μια φουρτουνια- σμένη θάλασσα για χρόνια, να ανεμοδέρνομαι, και ξαφνικά κάποιος από το πουθενά να μου πετάει ένα σωσίβιο, να κρατιέμαι από αυτό και να με κατακλύζει μια βαθιά αίσθηση ανακούφισης που σωζόμουν».

«Άρα νιώθεις καλά με αυτή την απόφαση».

«Δεν αρνούμαι πως νιώθω ένα μικρό πένθος για το άδοξο τέλος ενός ονείρου, αλλά δεν το θέλω αυτό που μου συμβαίνει. Δεν το θέλω».

«Έχεις σκεφτεί τι θα κάνεις στη συνέχεια;»

«Δεν ξέρω. Το μόνο που σκέφτομαι αυτή τη στιγμή είναι πώς θα γίνω μέσα μου καλά. Μετά δεν ξέρω. Θέλω να ξεχαστεί όλοαυτό. Θέλω να ξεχάσω και να ξεχαστώ. Να μπορώ να κυκλο- φορώ και πάλι στον δρόμο χωρίς να ντρέπομαι για μένα. Θέλω να αρχίσω να έχω μια φυσιολογική ζωή μιας νέας κοπέλας».

«Και το όνειρο που είχες;»

«Αυτό δεν υπάρχει πια. Δεν το θέλω πια. Αυτός ο χώρος είναι πολύ εχθρικός για να αντέξουν τα καλοπροαίρετα όνειρα. Επαγγελματικά δεν με ενδιαφέρει καθόλου τι θα κάνω στη συνέχεια. Μπορεί να γίνω πάλι καθηγήτρια γαλλικών ή να κάνω κάποιο δεύτερο πτυχίο. Σκέφτομαι μήπως επιστρέψω στην Ιταλία και κάνω εκεί μια νέα αρχή. Όλα μέσα μου είναι τόσο μπερδεμένα. Το μόνο που με νοιάζει είναι να καταλάβω τι μου συμβαίνει, να το διορθώσω και να κάνω μια νέα αρχή».

«Νομίζω λοιπόν πως έχει έρθει η ώρα να δώσουμε όνομα σε όλο αυτό που σου συμβαίνει. Πιστεύω πως είσαι έτοιμη να το χαρακτηρίσουμε και να δούμε πώς θα το αντιμετωπίσουμε από εδώ και στο εξής. Θυμάμαι από τις πρώτες μας συνεδρίες πόσο ανάγκη είχες να καταλάβεις τι είναι όλο αυτό το οποίο υφίστασαι και έχει αποτελέσει την αιτία συθέμελων εσωτε- ρικών αλλαγών. Αυτό όμως που βιώνεις, όσο και αν νόμιζες ότι είναι κατάθλιψη, δεν είναι κατάθλιψη. Σαφώς η συμπτω- ματολογία του έχει αρκετά καταθλιπτικά στοιχεία, ωστόσο δεν είναι κατάθλιψη».

«Και τότε τι είναι;»

«Όλα αυτά που βιώνεις, η μειωμένη αυταξία, η αρνητική αυτοεικόνα, η πληγωμένη αυτοπεποίθηση, το άγχος, η θλίψη, ο φόβος, η αίσθηση ύπαρξης μιας μόνιμης απειλής, η κοινωνική απόσυρση, είναι η απόρροια μιας συστηματικής, χρόνιας συναισθηματικής κακοποίησης, στην οποία υποβάλλεσαι κατ’ εξακολούθηση. Κακοποιείσαι εδώ και χρόνια, λεκτικά, συναισθηματικά και ψυχικά».

Άκουσα την ψυχολόγο μου να μου λέει πως κακοποιού- μουν «λεκτικά, συναισθηματικά και ψυχικά» και έμεινα να την κοιτάζω ανέκφραστα. Την κοιτούσα στα μάτια, χωρίς όμως να τη βλέπω.

Δεν έκλαψα. Δεν είχα άλλωστε μέσα μου δάκρυα καιρό τώρα. Είχα στερέψει.

Δεν ένιωσα κάτι. Δεν ένιωθα άλλωστε τίποτε καιρό τώρα. Είχα παγώσει. Δεν αντέδρασα. Δεν αντιδρούσα ποτέ άλλωστε καιρό τώρα.
Είχα νεκρώσει.

«Χρόνια συναισθηματική και ψυχολογική κακοποίηση». Αυτή ήταν λοιπόν η διάγνωση της κλινικής ψυχολόγου, η οποία κατέγραφε τα συμπτώματα, παρατηρούσε τη συμπεριφορά μου και τις αντιδράσεις μου στα γεγονότα, και ακολουθώντας τους κλινικούς μπούσουλες διέγνωσε «χρόνια συναισθηματική και ψυχολογική κακοποίηση».

Μπορεί για κάποιους αυτός να ήταν ένας απλός διαγνωστικός τίτλος, για εμένα όμως ήταν η ζωή μου για τρία ολόκληρα χρόνια. Από εκείνη την ημέρα και για κάποιες εβδομάδες αργότερα, περάσαμε τις θεραπευτικές μας ώρες με εμένα να προσπαθώ να κατανοήσω καλύτερα τι σημαίνει συναισθηματική κακο- ποίηση. Δεν γνώριζα τον όρο, αν και τον είχα βιώσει στο πετσί μου.

Το δύσκολο με το να εντοπίσει και να αναγνωρίσει κάποιος τη συναισθηματική κακοποίηση είναι ότι δεν αρκεί μόνο ένα περιστατικό για να την προσδιορίσει. Στη σωματική κακοποίηση έχεις ένα χέρι που σηκώνεται και βάζει την ταμπέλα, καθώς και ένα έκδηλο σωματικό τραύμα που βάζει τη σφραγίδα.

Στη συναισθηματική κακοποίηση αυτό δεν συμβαίνει.

Η συναισθηματική κακοποίηση θέλει χρόνο. Είναι συστηματική, διαρκής, σταθερή και επαναλαμβανόμενη. Χρησιμοποιεί για όπλα τις λέξεις, την επίθεση, την επίκριση, την αμφισβή- τηση, την ταπείνωση, την προσβολή, την ενοχοποίηση, τη γελοιοποίηση και έχει ως στόχο και αποτέλεσμα τη διατάραξη της ψυχικής υγείας ενός ανθρώπου, την ισοπέδωση της αυτοε- κτίμησης και της αυτοπεποίθησής του, την απομόνωση, την αποξένωση, την κατάθλιψη, την απόγνωση.

Όσο περισσότερα μάθαινα για τη συναισθηματική κακοποίηση, τόσο περισσότερο κατανοούσα όλο αυτό που μου συνέβαινε. Αποκωδικοποιούσα και ερμήνευα το πώς είχε μεταλλαχθεί ο εαυτός μου, ενώ ταυτόχρονα ανακάλυπτα τους ανθρώπους. Έμαθα γρήγορα τι σημαίνει «συναισθηματική κακοποίηση», πώς ορίζεται βιβλιογραφικά, πώς αναγνωρίζεται, ποιος μπορεί να την κάνει, ποιος δύναται να τη δεχτεί.

Εκείνο που έμενε τώρα να μάθω ήταν πώς θα γιάτρευα τα ψυχικά μου τραύματα από αυτή.

Ενώ περίμενα πως μετά τη διάγνωση θα ανυπομονούσα να πηγαίνω στις συνεδρίες μου προκειμένου να επισπεύσω τη θεραπεία μου, τελικά ένιωσα την ανάγκη να διακόψω.

«Κουράστηκα να εξηγώ και κουράστηκα να προσπαθώ να καταλάβω. Θέλω απλώς να μπορώ να υπάρχω χωρίς εξηγήσεις. Θέλω να διακόψουμε τη θεραπεία για λίγο καιρό, γιατί έχω ανάγκη από ένα διάλειμμα».

Έφυγα από το γραφείο της ψυχολόγου και επέστρεψα σπίτι. Χωρίς να το σκεφτώ για πολύ, πήρα την απόφαση. Έβαλα σε ένα σακίδιο δύο αλλαξιές, ανακοίνωσα στην οικογένειά μου πως σκόπευα να λείψω για λίγο καιρό εκφράζοντάς τους την επιθυμία και την ανάγκη μου να κάνω ένα μακρινό ταξίδι, έκλεισα ένα εισιτήριο για την Nτόχα, την πόλη με τις περισσότερες συνδετικές πτήσεις προς όλο τον κόσμο, και περίμενα να ξημερώσει.»