Ο Παλαιστίνιος καλλιτέχνης Maisara Baroud, ο οποίος σήμερα βρίσκεται στη Ράφα μαζί με την οικογένεια του, αναρτά καθημερινά σκίτσα από τη Γάζα στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram.

Για εκείνον, η τέχνη αποτελεί διέξοδος από ένα τοπίο πόνου και δυστυχίας αλλά λειτουργεί και ως μια υπενθύμιση προς τους φίλους του: «είμαι ακόμα ζωντανός».

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο του Maisara Baroud για τον Guardian.

Η μαρτυρία του Maisara Baroud

«Για χρόνια, συνήθιζα να ζωγραφίζω καθημερινά και να μοιράζομαι τις ζωγραφιές μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.  Έχω δημοσιεύσει χιλιάδες σειρές σχεδίων, η καθεμία με τον δικό της τίτλο και περιγραφή. Μου άρεσε να το κάνω αυτό. Φρόντισα να διατηρήσω αυτή την καθημερινή ρουτίνα, παρά τις δύσκολες συνθήκες και παρά το γεγονός ότι έχασα το προσωπικό μου γραφείο, το σπίτι μου, το στούντιο ζωγραφικής μου και όλα τα βιβλία και τα εργαλεία μου εξαιτίας του πολέμου.

«Ο πόλεμος έχει καταπιεί τα μικρά μου όνειρα, και όλα όσα μας περιβάλλουν τώρα είναι καλυμμένα με μαυρίλα. Η μικρή καρδιά δεν είναι πλέον σε θέση να το αντέξει. Για μένα, η θλίψη είναι μια απόφαση που αναβλήθηκε για μετά τον πόλεμο»

Το να ζωγραφίζω και να δημοσιεύω καθημερινά στο διαδίκτυο έγινε ο μόνος τρόπος για να καθησυχάσω τους φίλους μου, αφού όλη η επικοινωνία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαν διακοπεί, αλλά αργότερα αποκαταστάθηκαν εν μέρει. Τα σκίτσα μου, στα οποία καταγράφω τον πόλεμο με όλες τις σκληρές εικόνες του, έγιναν το μήνυμα μέσω του οποίου ενημερώνω τους φίλους μου: «Είμαι ακόμα ζωντανός».

Δεν ήταν εύκολο να συνεχίσω να ζωγραφίζω στη σκιά του πολέμου και της γενοκτονίας, την ατμόσφαιρα που επικρατεί τώρα στην πόλη μου- ούτε η απόκτηση των εργαλείων μου ήταν εύκολη υπόθεση. Άρχισα να ζωγραφίζω αφού απέκτησα ένα μολύβι και λίγο χαρτί και, αργότερα, απέκτησα μερικά στυλό με μαύρο μελάνι». 

Η ιστορία ενός πολέμου

«Οι γραμμές μου γίνονταν όλο και πιο έντονες και αυστηρές με κάθε σκηνή που σχεδίαζα, ενώ οι μαύρες περιοχές κατέκλυζαν την λευκή επιφάνεια του χαρτιού. Η τραγωδία, με όλες τις λεπτομέρειες της, αντανακλούσε σε αυτό το χαρτί.

«Σημείωσα στο ημερολόγιό μου τις ιστορίες της καταστροφής, της απώλειας, του θανάτου, της αδυναμίας, του εκτοπισμού, του φόβου, του πόνου, της υπομονής, της ανθεκτικότητας και του σπαραγμού»

Οι ζωγραφιές αντικαθιστούσαν μια κραυγή και ήταν ένα κάλεσμα από τη καρδιά του πολέμου που απαιτούσε να σταματήσουν οι σκοτωμοί και να προσέξει ο κόσμος τι συμβαίνει στη Γάζα και στο περιορισμένο σύμπαν της.

Καθημερινές σκηνές και γεγονότα περνούν μπροστά από τα μάτια μας, όπως δολοφονίες, κατεδαφίσεις, ξεριζωμοί, καταστροφές, πείνα, απελάσεις, φόβος, ανησυχία και θλίψη- αυτές είναι οι σκηνές που εκφράζω χωρίς να χρειάζεται να επιστρατεύσω τη φαντασία μου. Οι σκηνές που ζούμε από στιγμή σε στιγμή έγιναν η πραγματικότητα που καταλαμβάνει τον λευκό χώρο στο χαρτί μου.

Σημείωσα στο ημερολόγιό μου τις ιστορίες της καταστροφής, της απώλειας, του θανάτου, της αδυναμίας, του εκτοπισμού, του φόβου, του πόνου, της υπομονής, της ανθεκτικότητας και του σπαραγμού. Και εξέφρασα την ιστορία μέσα από το έργο μου, ανεξάρτητα από την επίσημη προπαγάνδα.

Είναι η ιστορία ενός πολέμου που έχει μια τεράστια ικανότητα να προκαλεί κακό και που νικά την απόσταση και τη γεωγραφία με την ταχύτητα του ήχου, φέρνοντας το θάνατο σε περισσότερους ανθρώπους σε λιγότερο χρόνο.

Η πραγματικότητα που ζούσα πριν από τις 7 Οκτωβρίου έχει πλέον αλλάξει. Δεν έχω πια ένα ασφαλές σπίτι που προστατεύει εμένα και τη μικρή μου οικογένεια. Οι ρουκέτες έπεσαν πάνω στο στούντιο ζωγραφικής μου και το κατέστρεψαν, και τα αεροπλάνα εξαφάνισαν όλα τα μελλοντικά σχέδια που είχα για τα παιδιά μου. Το ατσάλινο πουλί σκότωσε τη μικρή μου γάτα Σάρα και μάσησε το μαλακό της κρέας, πριν η γάτα προλάβει να μεταβιβάσει τις επτά ψυχές της στα παιδιά μου.

Το πανεπιστήμιο στο οποίο εργάζομαι ως λέκτορας εξαφανίστηκε και αποτελεί πλέον αποκαΐδι. Η πολεμική μηχανή παραμόρφωσε τα χαρακτηριστικά της μικρής μου πόλης και η κατοχή κατέστρεψε όλα τα όμορφα πράγματα σε αυτήν- έτσι τα πράγματα που έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μου βρίσκονται τώρα παραμορφωμένα κάτω από τα χαλάσματα».

Μια νύχτα στη Γάζα

«Εν μια νυκτί έγινα ένας εκτοπισμένος άνθρωπος σε πόλεις που δεν με γνωρίζουν. Έχω μετακομίσει δέκα φορές αναζητώντας ασφάλεια για μένα και τα παιδιά μου, μακριά από την καρδιά της Γάζας.

Τώρα ζω στα νότια της Ράφα, σε ένα μικρό σπίτι με άλλα είκοσι πέντε άτομα.

Ο χώρος αυτός είναι πλέον ασφυκτικός, χωρίς καθαρό νερό για κατανάλωση και ντους, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, καύσιμα ή αέριο για μαγείρεμα. Όπως και άλλοι άνθρωποι, περνάω το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου καλύπτοντας τις καθημερινές ανάγκες του νοικοκυριού, στη σκιά του πληθωρισμού που ανεβαίνει στα ύψη και των σπάνιων αγαθών.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, πρέπει να αναζητήσεις την επιβίωση και την ασφάλεια (η οποία λείπει) για σένα και την οικογένειά σου και να περιμένεις την έναρξη μιας νέας ημέρας μετά το τέλος μιας μακράς νύχτας στη Γάζα γεμάτης αεροσκάφη, ρουκέτες και θάνατο.

Ο πόλεμος έχει καταπιεί τα μικρά μου όνειρα, και όλα όσα μας περιβάλλουν τώρα είναι καλυμμένα με μαυρίλα. Η μικρή καρδιά δεν είναι πλέον σε θέση να το αντέξει. Για μένα, η θλίψη είναι μια απόφαση που αναβλήθηκε για μετά τον πόλεμο- αποφάσισα να συνεχίσω να ζωγραφίζω παρά τις δύσκολες συνθήκες και κράτησα για τον εαυτό μου λίγο χρόνο τη νύχτα μετά από μια κουραστική μέρα. Η ζωγραφική έγινε ο ιδιαίτερος τρόπος για να με βοηθήσει να ξεπεράσω για λίγο τον θάνατο.

Η ζωγραφική είναι για μένα ο τρόπος να σπάσω τον αποκλεισμό και με αυτόν τον τρόπο να ακυρώσω και να αμφισβητήσω τα σύνορα και τα εμπόδια που έθεσε η κατοχή.

Είναι επίσης ο μόνος τρόπος για να το ανακοινώσω: «Είμαι ακόμα ζωντανός».