Σε ανύποπτο χρόνο ο Αλέξης Τσίπρας είχε εξομολογηθεί ότι μπορεί για κάποιους η Συμφωνία των Πρεσπών να του στέρησε την επόμενη κυβερνητική θητεία, ωστόσο δήλωνε «περήφανος» γι’ αυτήν και σίγουρος πως έκανε το «πατριωτικό του καθήκον», υπογράφοντάς την.

Κάποια άλλη στιγμή, τον Αύγουστο του 2021, όταν του απονεμήθηκε από κοινού με τον Ζόραν Ζάεφ το βραβείο Βεστφαλίας, τόνιζε ότι αυτή η συμφωνία «μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά σε ένα νέο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο όραμα, ως μοντέλο για την ειρηνική επίλυση των διαφορών με προστασία των εθνικών συμφερόντων και οικοδόμηση εμπιστοσύνης και συνεργασίας ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές», συμπληρώνοντας πως «στόχος της Συμφωνίας των Πρεσπών ήταν να ριζώσει βαθιά στις συνειδήσεις των λαών μας και στις σχέσεις των χωρών μας».

Συσκέψεις

Τούτων δοθέντων τις τελευταίες μέρες οι συσκέψεις ήταν απανωτές στο γραφείο του πρώην πρωθυπουργού στη λεωφόρο Αμαλίας, καθώς οι εξελίξεις το επέβαλλαν. Κατά συνέπεια ήταν αναμενόμενο για τον Αλέξη Τσίπρα να ενεργοποιηθεί ξανά, ερχόμενος σε επικοινωνία με τον φίλο του και πρώην πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας, Ζόραν Ζάεφ ώστε να αναλάβουν πρωτοβουλίες που δεν θα αφήσουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της Συμφωνίας, είτε εδώ είτε στη γειτονική χώρα.

Για να είμαστε ξεκάθαροι, η Συμφωνία θεωρείται από τον Αλέξη Τσίπρα ως το μεγαλύτερο επίτευγμά του. Ένας πρωθυπουργός μπορεί να κάνει πολλά καλά κατά τη διάρκεια της θητείας του, ξεχωρίζει ωστόσο μόνο από τα εμβληματικά, από εκείνα που γράφονται στα βιβλία της Ιστορίας και μνημονεύονται στον Χρόνο. Εκεί έγκειται και η διαφορά του πρωθυπουργού με τον ηγέτη.

Κατά συνέπεια όταν αυτό το επίτευγμα χρήζει προστασίας, ο πρώτοι που θα το κάνουν είναι οι αρχιτέκτονές του. Εκείνοι που έβαλαν πλάτη σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες για να φτάσουμε σε εκείνο το σημείο καμπής που άλλαξε τα δεδομένα στη γειτονιά μας σε πείσμα όλων εκείνων, εντός κι εκτός των τειχών, που επιθυμούσαν τη διαιώνιση της διαμάχης.

Η σημασία

Η ενεργοποίηση του Αλέξη Τσίπρα έρχεται σε μια όχι τυχαία συγκυρία. Σε λιγότερο από ένα μήνα διεξάγονται οι Ευρωεκλογές και σε περίπου ένα μήνα έχουμε την επέτειο υπογραφής της Συμφωνίας, η οποία κλείνει 6 χρόνια. Το πρώτο γεγονός έχει άμεση σχέση με τη Συμφωνία καθώς συνδέεται με την ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας, ενώ το δεύτερο αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία τόσο συμβολικά όσο και πολιτικά μετά τις τελευταίες εξελίξεις στη γειτονική χώρα και τις αντιδράσεις που ακολούθησαν.

Μιλώντας γι’ αντιδράσεις είναι προφανής η κυβερνητική αμηχανία, αποτέλεσμα της αδράνειας πέντε χρόνων σε ό,τι αφορά στην κύρωση των μνημονίων συνεργασίας με τη γειτονική χώρα. Η κυβέρνηση έπεσε στο λάκκο που η ίδια δημιούργησε με αποτέλεσμα να βιώνουμε το οξύμωρο φαινόμενο, από τη μια να λέει πόσο «κακή» ήταν η Συμφωνία και από την άλλη καλεί την απέναντι πλευρά να τη σεβαστεί.

Aπό την άλλη, στο χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι στις αντιδράσεις της για το θέμα απουσίαζε ηχηρά το όνομα του Αλέξη Τσίπρα. Όπου γινόταν λόγος για τη Συμφωνία υπήρχε η αναφορά για την «κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ», γενικά, λες και κάποιος να θέλει να απαλείψει απ’ αυτήν τους πρωταγωνιστές της και αυτό αφορά τόσο τον Αλέξη Τσίπρα, όσο και τότε υπουργό Εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά.

Ο πρώην υπουργός έκανε μια πολύ χαρακτηριστική ανάρτηση για το θέμα ζητώντας από «τα κόμματα που κατανοούν την στρατηγική σημασία της Συμφωνίας των Πρεσπών» να «φέρουν άμεσα προς ψήφιση τα τρία μνημόνια συνεργασίας με την Βόρεια Μακεδονία. Η αντιπολίτευση πρέπει να ξυπνήσει».

Πιάνοντας το νήμα απ’ αυτή την ανάρτηση, οι πληροφορίες θέλουν την πολυδιαφημισμένη συνεργασία του Στέφανου Κασσελάκη με το «Πράττω» του πρώην υπουργού Εξωτερικών να άρχισε και ταυτόχρονα να… τελείωσε με εκείνη τη χειραψία στο γεύμα στην Καστέλα που είχαν τον προηγούμενο Νοέμβριο.

Τις επόμενες μέρες θα δούμε με ποιον τρόπο θα σχηματοποιηθεί η νέα κοινή προσπάθεια των Τσίπρα-Ζάεφ. Το να βρεθούν για παράδειγμα σ’ ένα μήνα ξανά στις Πρέσπες, και απ’ τη μια και απ’ την άλλη πλευρά σε μια κίνηση συμβολισμού, δεν θα ήταν κακή ιδέα. Θα συγκεντρώσει εκ νέου πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας, θα ξαναφέρει το θέμα στην επιφάνεια δίνοντάς του μια διάσταση ειρήνης, φιλίας και συνεργασίας που θα ξεπερνά τα όρια των δύο κρατών και μάλιστα σε μια περίοδο που ο εθνικισμός και η Ακροδεξιά απειλούν και πάλι την Ευρώπη.