Εάν κάποιος ήθελε να δώσει έναν τίτλο στην παρούσα επετειακή – πανηγυρική εορτή για τα «Ελευθέρια της Θράκης», δεν θα μπορούσε να βρει καταλληλότερο από τον στίχο: «Ξημέρωσε η χαραυγή και πήραμε τη Θράκη». Είναι ο πρώτος στίχος από το τραγούδι που τραγουδούσε ο προελαύνων Ελληνικός Στρατός τις πρώτες πρωινές ώρες της 14ης Μαΐου του 1920, όταν εισήρχετο νικητής και απελευθερωτής στην ιστορική πόλη της Κομοτηνής. Ο εφιάλτης της βουλγαρικής κατοχής είχε τελειώσει.

Η μαρτυρική και αιματόβρεχτη περιοχή της Θράκης, η οποία στο ιστορικό διάβα των αιώνων αποτέλεσε το μήλο της έριδος ανάμεσα σε δύο «μνηστήρες», τους Οθωμανούς και τους Βουλγάρους, υπέμεινε δύο αιώνες περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή της Ελλάδας, συνολικά δηλαδή έξι αιώνες, από το 1360/70 μέχρι και το 1920, την τυραννική δουλεία από τον αλλόφυλο κατακτητή.


Λίγο πριν αλλά κυρίως μετά την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου οι Βούλγαροι εισέρχονται σταδιακά στην ενδοχώρα του σημερινού νομού Ροδόπης (τότε καζάς Γκιουμουλτζίνας), όπως και στους δύο όμορους νομούς, Ξάνθης και Έβρου, προβαίνοντες σε κάθε είδους βαρβαρότητες εναντίον του χριστιανικού και μουσουλμανικού στοιχείου της περιοχής. Έτσι συντελείται η Α’ βουλγαρική κατοχή της Θράκης, η οποία όμως διήρκεσε ελάχιστους μήνες (τέλη 1912-Ιούλιος 1913).

Τα ξημερώματα της 14ης Ιουλίου του 1913, και αφού από την προηγούμενη ημέρα οι Βούλγαροι είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν την Κομοτηνή και τις πέριξ περιοχές του νομού Ροδόπης, το 1ο Τάγμα του Συντάγματος Κρητών υπό τον ίλαρχο Κατεχάκη εισέρχεται στην πόλη της Κομοτηνής, όπου οι κάτοικοί της «χριστιανοί και μουσουλμάνοι, υπεδέχθησαν μετ’ απεριγράπτου ενθουσιασμού τον απελευθερωτήν Ελληνικόν Στρατόν. Οι άνδρες, συν γυναιξί και τέκνοις, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, εξήλθον μετά ελληνικών σημαιών, όπως υποδεχθώσι τον προελαύνοντα στρατόν…»


Το όνειρο έξι αιώνων για την απελευθέρωση της Θράκης ήταν πλέον πραγματικότητα, που όμως δεν επρόκειτο να κρατήσει για πολύ και ο εφιάλτης της βουλγαρικής κατοχής έμελλε τάχιστα να επιστρέψει και να επισκιάσει την πολύπαθη θρακική γη. Οι διαπραγματεύσεις της ειρήνης στο Βουκουρέστι θα αποδεικνύονταν οδυνηρές για τη Θράκη. Τούτο συνέβη με την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, σύμφωνα με την οποία η Θράκη περνούσε υπό το κράτος της Βουλγαρίας. Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι η σημείωση στο προσωπικό ημερολόγιο του αδερφού του Ίωνος Δραγούμη, ο οποίος έγραφε: «Λυπούμαι για τη Θράκη… και για τόσα άλλα ελληνικά μέρη, που τα ποτίσαμε με τόσο αίμα, για να τα αφήσουμε στους Σέρβους και τούτοι να τα χαρίσουν με την πρώτη ευκαιρία στους Βουλγάρους».

Οι κάτοικοι της Κομοτηνής, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, όταν πληροφορήθηκαν ότι η πατρίδα τους παραχωρήθηκε στους Βουλγάρους, κατελήφθησαν από άφατη απελπισία και τρόμο. Το άκουγαν και δεν το πίστευαν. Και όταν πείστηκαν, απέστειλαν τηλεγράφημα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, υπογεγραμμένο από τους τοπικούς θρησκευτικούς ηγέτες και των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων, ζητώντας την απόδοση και ενσωμάτωση της Θράκης στον εθνικό κορμό της Ελλάδας. Μάταια όμως. Η Θράκη ανήκε πλέον στη Βουλγαρία και έτσι από τον Οκτώβριο του 1913 άρχισε η Β’ βουλγαρική κατοχή, η οποία διήρκεσε έξι συναπτά έτη και έμελλε να αποδειχτεί χειρότερη και βαναυσότερη από την πρώτη, τόσο για τους χριστιανούς όσο και για τους μουσουλμάνους της περιοχής.


Ο αείμνηστος φημισμένος κομοτηναίος πανεπιστημιακός Στίλπων Κυριακίδης, στο αξιόπιστο ιστορικό πόνημά του «Η Δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι», που εκδόθηκε το έτος 1919, αναφέρεται στους εξευτελισμούς και τις βαναυσότητες που υπέστησαν αρχικά οι μουσουλμάνοι, τους οποίους οι Βούλγαροι εβάπτιζαν βιαίως, ενώ τα τεμένη τους τα είχαν μετατρέψει σε στάβλους, αχυρώνες και στρατώνες. Οι δε κλοπές, καταστροφές, βιασμοί και πάσης φύσεως ατιμώσεις ήταν καθημερινό μαρτύριο. Ο Στίλπων Κυριακίδης κάνει  ανάλογες λεπτομερείς αναφορές στο ιστορικό πόνημά του και για τα πάθη και τα μαρτύρια που υπέμειναν και οι χριστιανοί της Κομοτηνής και του νομού Ροδόπης, καθώς και των όμορων νομών Ξάνθης και Έβρου. Το μένος μάλιστα των Βουλγάρων ήταν μεγαλύτερο εναντίον των ελλήνων χριστιανών σε σχέση με τους αλλόθρησκους μουσουλμάνους.

[…]

Τα φρικτά και πρωτοφανή μαρτύρια που υπέμειναν οι χριστιανοί κάτοικοι του νομού Ροδόπης από τους ομόδοξους Βουλγαροεξαρχικούς συνεχίστηκαν μέχρι και τον Οκτώβριο του 1919, οπότε η Δυτική Θράκη βρέθηκε υπό διασυμμαχική διοικητική κατοχή με επικεφαλής τον αρχιστράτηγο Φρανσαί ντ’ Εσπεραί. Εν τω μεταξύ η Ξάνθη είχε ήδη απελευθερωθεί τον Οκτώβριο του 1919 και σε λίγους μήνες επρόκειτο και οι όμοροι νομοί Ροδόπης και Έβρου να γευθούν τη χαρά και να αναπνεύσουν τον ζωογόνο αέρα της ελευθερίας.


Την περίοδο εκείνη εστάλη στην έδρα της Διασυμμαχικής Διοίκησης, την Κομοτηνή, ως εκπρόσωπος της ελληνικής κυβερνήσεως ο έμπιστος άνθρωπος του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Χαρίσιος Βαμβακάς, ο οποίος συνεργάστηκε με τον Μαρωνίτη στην καταγωγή αρχιμανδρίτη Μιχαήλ Κωνσταντινίδη, ο οποίος υπήρξε εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη χηρεύουσα τότε Μητρόπολη Μαρωνείας. Και οι δύο αυτοί ευφυείς και ικανοί άνδρες επέτυχαν το ακατόρθωτο, την παλιννόστηση και αποκατάσταση των χιλιάδων εκτοπισμένων από τους Βουλγάρους Ελλήνων, την επιστροφή και απόδοση των εκκλησιών και των σχολείων στους χριστιανούς, καθώς και των τεμενών στους μουσουλμάνους, που είχαν καταλάβει βιαίως οι Βούλγαροι.

Ο Χ. Βαμβακάς, σε άριστη συνεννόηση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, επέτυχε τελικώς να αποδοθεί και να ενσωματωθεί η ∆υτική Θράκη στην Ελλάδα. Έτσι, την 13η Μαΐου του 1920 ο Ελληνικός Στρατός υπό τον διοικητή Ζυμβρακάκη έλαβε τη διαταγή να κατευθυνθεί στην πόλη της Κομοτηνής, ώστε την 14η Μαΐου να βρίσκεται στην πρωτεύουσα του νομού Ροδόπης.


Εν προκειμένω, χαρακτηριστική είναι η καταγραφή και περιγραφή των όσων συνέβησαν στην Κομοτηνή εκείνη τη νύκτα της 13ης, ξημερώματα 14ης Μαΐου 1920, όπως μας τα διασώζει με τη γραφίδα του ο αείμνηστος Αντώνιος Ρωσσίδης στο «Χρονικό απελευθέρωσης της Δυτικής Θράκης», όπου γράφει: «Η ευφρόσυνη είδηση της αποφάσεως των συμμάχων μας για την κατάληψη της ∆υτικής Θράκης από τον Ελληνικό Στρατό έκανε φτερά και έγινε αμέσως γνωστή στους κατοίκους της. Στην Κομοτηνή, κατά την παραμονή της εισόδου του στρατού μας, όλοι ήξεραν ότι πλησιάζει η ώρα και μια ανείπωτη συγκίνηση και λαχτάρα ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Οι παλαιοί Κομοτηναίοι συγκλονίζονται όταν αναπολούν τις αξέχαστες εκείνες ώρες. Εκείνη την αξέχαστη νύκτα κανένας δεν κοιμήθηκε. Όλη η πόλη έμοιαζε σαν να αγρυπνά σε ολονύκτια ακολουθία. Αποβραδίς και όλη τη νύκτα, άνδρες και γυναίκες πηγαινοέρχονταν και, με επικεφαλής τον δημαρχεύοντα Απόστολο Σούζο, προετοίμαζαν την υποδοχή του στρατού. Τα συνεργεία που στήθηκαν σε κεντρικά σπίτια έκοβαν και έραβαν ασταμάτητα ελληνικές σημαίες. Και άκουγες παντού γέλια, ευχές και χαρούμενα τραγούδια. Και όταν οι πρώτες ηλιαχτίδες της 14ης Μαΐου του 1920 φώτισαν τον καταγάλανο ουρανό, όλη η πόλη βρέθηκε να πλέει στα γαλανόλευκα. Και ο λαός της Κομοτηνής ξεχύθηκε να προϋπαντήσει τους ελευθερωτές του με αλαλαγμούς και επιφωνήματα χαράς».


Η ιστορία της Θράκης, της λεγομένης Ροδοπαίας ή Αιγιακής Θράκης, είναι μια Οδύσσεια που έφθασε στο αίσιο τέλος της την 14η Μαΐου του 1920. Στην Οδύσσεια αυτή οι Ελληνοθράκες πολλές φορές υπέμειναν δηώσεις, καταστροφές, κατακτήσεις και εκπατρισμούς, αλλά και επίμονες και επίπονες απόπειρες από Οθωμανούς και Βουλγάρους να απαρνηθούν και να αποκηρύξουν την αυτοσυνειδησία, την ιδιοπροσωπία και την εθνική τους ταυτότητα. Ο λαός όμως αυτός άντεξε και αντιστάθηκε. Έτσι και σώθηκε. ∆ιατήρησε τη ρωμιοσύνη και την ορθόδοξη πίστη του, τα ακατάβλητα φιλοπατριαρχικά του αισθήματα και εν γένει τα ζώπυρα του γένους. Οι Θράκες τάχθηκαν από την ιστορία να είναι οι πρόμαχοι της πατρώας ελληνικής γης. Το γνωρίζουν και σήμερα καλά οι Ελληνοθράκες και «ουδ’ επ’ ελάχιστον κινούν από του χρέους τους». Πορεύονται στο διάβα του χρόνου και στα γυρίσματα της ιστορίας έτοιμοι πάντα για νέους θρακικούς αγώνες.

[…]

*Αποσπάσματα από ομιλία που είχε εκφωνήσει ο κομοτηναίος θεολόγος, εκκλησιαστικός ιστορικός και νομικός Ιωάννης Ελ. Σιδηράς στο Τμήμα ∆οκίμων Αστυφυλάκων Κομοτηνής.


Ο Ιωάννης Σιδηράς

Κάθε χρόνο, το Μάιο, εορτάζονται στην Κομοτηνή τα «Ελευθέρια Θράκης», εκδηλώσεις για την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση της Θράκης στον εθνικό κορμό.