Μέτερνιχ: Ο καγκελάριος που έπαιζε στα δάχτυλά του όλη την Ευρώπη
Σαιξπηρικό σχεδόν μεγαλείο
- Συνεχίζεται ο «πόλεμος» καταγγελιών στον ΣΥΡΙΖΑ για νοθεία - Τη σκυτάλη παίρνει η Επιτροπή Νομιμοποίησης
- Η Μπιγιονσέ έπαθε... Πάμελα Άντερσον και το διαδίκτυο έχασε το μυαλό του
- Ακρόαση Τζιτζικώστα: «Βγάλτε τον έξω» φώναζε η Βόζεμπεργκ όταν επιχείρησε να ρωτήσει ο Παπαδάκης
- Έλα Έμχοφ και Ιβάνκα Τραμπ: Οι δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου προεκλογικού νομίσματος
Συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τον θάνατο του Μέττερνιχ, της μεγάλης αυτής μορφής που για πολλές δεκαετίες έπαιζε στα δάχτυλά του τις τύχες πολλών θρόνων της Ευρώπης και τις ελευθερίες πολλών λαών. Το όνομά του είναι στενά δεμένο και με τον απελευθερωτικό αγώνα του Έθνους μας, που προσπάθησε με όλες τις δυνάμεις του να καταπνίξη. Αξίζει, λοιπόν, να ξαναθυμηθούμε τη μορφή αυτή, που έχει ένα σαιξπηρικό σχεδόν μεγαλείο.
Ο Μέττερνιχ ήτανε από σόι αρχοντικό. Γεννήθηκε στο Κόμπλεντς στα 1773 και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Από πολύ νωρίς ανακατεύθηκε στην πολιτική και ανέλαβε κατά καιρούς διάφορες σπουδαίες και εμπιστευτικές αποστολές. Ήτανε νέος, πολύ ωραίος, έξυπνος, θαυμάσιος χορευτής, με άριστες κοινωνικές σχέσεις — το χαϊδεμένο παιδί της αριστοκρατίας. Πώς να μη προοδεύση γρήγορα;
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 21.10.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στα 1794 παντρεύτηκε για πρώτη φορά την κόρη του φον Κάουνιτζ, άλλοτε καγκελλάριου της Αυστρίας, και το 1806 πήγε στο Παρίσι σαν πρεσβευτής, σε ηλικία τριάντα τριών ετών. Οι επιτυχίες του, διπλωματικές και αισθηματικές, υπήρξαν κεραυνοβόλες. Ρεαλιστής καθώς ήταν από τότε, συνήθιζε να μη ξεχωρίζη απόλυτα τις δυο αυτές δραστηριότητες. Ανάμεσα στις άλλες, λόγου χάρη, είχε ξελογιάσει και την κατοπινή βασίλισσα της Νεαπόλεως Καρολίνα Μυρά, αδελφή του Ναπολέοντα, εξασφαλίζοντας έτσι μια σπουδαία πηγή πληροφοριών.
Την εποχή εκείνη ο Μεγάλος Ναπολέων βρισκότανε στο κατακόρυφο της δόξας του. Για τον Μέττερνιχ είχε μια αδυναμία που δεν την έκρυβε καθόλου. Εκείνος όμως, παρ’ όλο που τον θαύμαζε, δεν μπόρεσε να τον αγαπήση ποτέ. Ο αριστοκράτης Μέττερνιχ δεν ξεχνούσε την ταπεινή καταγωγή του Κορσικανού «καραβανά». Δεν μπορούσε να ξεχάση ακόμα το γεγονός ότι ο Ναπολέων ήτανε κατά κάποιο τρόπο παιδί της Επανάστασης, όσο κι’ αν τη στραγγάλισε αργότερα. Και για τον Μέττερνιχ, από τότε κιόλας, κάθε επανάσταση ήτανε ό,τι περίπου και το κόκκινο πανί για τον ταύρο.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 21.10.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Κατά τη γνώμη του, η Γαλλική Επανάσταση, γκρεμίζοντας τον απολυταρχισμό των βασιλιάδων, γκρέμιζε κάθε έννοια τάξης, ανατίναζε τα θεμέλια της ειρηνικής ζωής, κλόνιζε τον Θεό τον ίδιο. Καταργώντας τα δικαιώματα των ευγενών, καταργούσε κάθε έννοια δικαίου. Ισοπεδώνοντας τις τάξεις, καταδίκαζε την κοινωνία σε αφανισμό, γιατί εξωμοίωνε τον χυδαίο όχλο με την ηγεσία. Όλα αυτά δεν ήσαν μόνο ιδέες του Μέττερνιχ. Αποτελούσαν και πεποιθήσεις των ανακτόρων και όλων των ευγενών της Αυστρίας, που είχε γίνει τότε η ακρόπολη του συντηρητισμού και η πιο επικίνδυνη αντεπαναστατική εστία.
Φυσικά, η αντίδραση αυτή ήτανε γνωστή στον Ναπολέοντα, που, αμέσως μόλις ξεμπέρδεψε από άλλες δυσκολίες, έσπευσε να την ξεκαθαρίση. Η Αυστρία νικήθηκε ακόμα μια φορά στο Βάγκραμ και ο κυρίαρχος της Ευρώπης άρπαξε τον ευνοούμενό του Μέττερνιχ από τ’ αυτί και τον έκανε καγκελλάριο της Αυστρίας — θέση που αυτός βρήκε τον τρόπο ύστερα να την κρατήση επί τριάντα έξη ολόκληρα χρόνια!
Από την πρώτη μέρα κιόλας που έγινε πρωθυπουργός, άρχισε να δουλεύη με όλες του τις δυνάμεις για να γκρεμίση «αυτό το τέρας», όπως ωνόμαζε τον Ναπολέοντα. Πίστευε πως θα έπεφτε μια μέρα. Πότε και πώς, δεν ήξερε. Περιμένοντας όμως, σκέφτηκε πως το πιο συμφέρον για την Αυστρία θα ήτανε να εξασφαλίση μόνιμα την προστασία του πανίσχυρου αυτοκράτορα. Έτσι, με τη μακιαβελλική σκέψη πως πρέπει να γλείφη κανείς το χέρι που δεν μπορεί να δαγκώση, τα κατάφερε να ενώση τη Γαλλία και την Αυστρία με τα δεσμά του γάμου και πάντρεψε τη Μαρία Λουίζα, την κόρη του αυτοκράτορα, με τον Ναπολέοντα.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 21.10.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Κορσικανός πίστευε πως με αυτόν τον γάμο θ’ άνοιγαν πια οι δυναστείες της Ευρώπης την αγκαλιά τους να τον δεχτούν σαν ίσο τους. Πόσο γελάστηκε! Τρία χρόνια μόλις μετά τον γάμο του, στις 10 Αυγούστου 1813, οι βασιλιάδες σχημάτιζαν τον συνασπισμό που τον κατανίκησε στη Λειψία, εισέβαλε στο γαλλικό έδαφος, μπήκε στο Παρίσι και τον εξώρισε στη νήσο Έλβα.
Η οργάνωση και η νίκη του βασιλικού αυτού συνασπισμού ήτανε κατά μέγιστο μέρος έργο του Μέττερνιχ, το κορυφαίο σημείο της σταδιοδρομίας του. Γι’ αυτό και δεν μπόρεσε ποτέ πια να ξεκολλήση απ’ αυτήν. Μ’ όλο τον ρεαλισμό του, στάθηκε αδύνατο από κει και πέρα να ιδή την πραγματικότητα, να συλλάβη το νόημα της μεταβολής που έγινε μετά τη Γαλλική Επανάσταση — αδιάφορο αν ο δυναμικός εκφραστής της, ο Ναπολέων, είχε πέσει.
Τώρα πια που ο ναπολεόντειος κεραυνός εμφιαλώθηκε, η Ευρώπη μπορούσε, κατά τη γνώμη του Μέττερνιχ, να ξαναγυρίση στα παλιά καλούπια της, τον απολυταρχισμό των βασιλιάδων της, στα προνόμια των ευγενών της, στην παλιά της ηθική και στην παλιά της τάξη. Φιλελευθερισμοί, εθνικισμοί, ρομαντισμοί και, προ πάντων, επαναστάσεις έπρεπε να καταπνίγωνται αμέσως, με κοινή δράση όλων των βασιλιάδων, οπουδήποτε κι’ αν παρουσιάζονταν, γιατί μονάχα έτσι θα διατηρούσε η Ευρώπη την «ησυχία» της, μονάχα έτσι δηλαδή θα έμεναν ακλόνητοι οι θρόνοι και τα προνόμια των ευγενών.
Εσωτερικά, η κάθε χώρα έπρεπε να στηριχθή κυρίως στη λαμπρή απόδοση των αστυνομικών της δυνάμεων. Το παράδειγμα της ίδιας της Αυστρίας ήτανε αρκετά… φαεινόν: η αυστριακή αστυνομία μάθαινε αμέσως κάθε τι που σχετιζότανε με ανταρσίες ή εθνικά κινήματα και ο καγκελλάριος είχε όλη την ευχέρεια να καταπνίγη τις επαναστατικές αυτές κινήσεις πριν ακόμα εκδηλωθούν. Σπουδαία επίσης ήτανε και η συμβολή της λογοκρισίας, καθώς και το ειδικό σύστημα παρακολουθήσεως των διανοουμένων κυρίως, στους οποίους ο Μέττερνιχ δεν είχε μεγάλη εκτίμηση, ούτε μεγάλη εμπιστοσύνη. Οι καθηγητές των πανεπιστημίων, λόγου χάρη, ήταν υποχρεωμένοι να υποβάλλουν στις αστυνομικές αρχές κατάλογο των συγγραμμάτων που θα δανείζονταν από τις βιβλιοθήκες και οι φοιτητές δεν γίνονταν δεκτοί στις εξετάσεις, αν δεν προσκόμιζαν βεβαίωση του παπά ότι… εξωμολογήθηκαν! Τα απολυταρχικά καθεστώτα είχαν την Εκκλησία σαν μια δεύτερη αστυνομική αρχή για τους κακούς πολίτες που δεν εννοούν να εξομολογηθούν τα αμαρτήματά τους!
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 21.10.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Όλα τα μέσα είναι νόμιμα, όταν μας βοηθάνε να πετύχουμε τον σκοπό μας. Και ο Μέττερνιχ έκανε τη δουλειά του αρκετά καλά μ’ αυτόν τον τρόπο. Δυστυχώς για εκείνον, τα πράγματα δεν πήγαιναν το ίδιο θαυμάσια και στον εξωτερικό τομέα. Η «Ιερή Συμμαχία» λειτουργούσε βέβαια αρκετά καλά. Κινδύνευε, λόγου χάρη, ο θρόνος της Ισπανίας; Έτρεχαν οι Βουρβώνοι της Γαλλίας και έχυναν το αίμα του λαού τους για τον κύριο συνάδελφο. Ξέσπαγε καμμιά επανάσταση στη Νεάπολη; Έτρεχε αμέσως ο αυστριακός στρατός κι’ έσωζε τον θρόνο της Καρολίνας (που, συν τοις άλλοις, ήτανε κάποτε και φιλεναδούλα μας). Έτσι, όλοι οι βασιλιάδες μας ζούσαν καλά και ο Μέττερνιχ καλύτερα — ως την ώρα που άρχισε να υποψιάζεται πως η μεγάλη φωτιά που τους άναψε η Γαλλική Επανάσταση δεν έπαψε ποτέ να κουφοκαίη.
Τις πρώτες ενδείξεις τού τις έδωσε η Ελληνική Επανάσταση. Ο Μέττερνιχ στάθηκε ευθύς εξ αρχής πολέμιός της και για λόγους «αρχών», αλλά και από συμπάθεια προς το απολυταρχικό καθεστώς της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δεν ήτανε δυνατόν ν’ αφήση τους Έλληνες να ξεσηκωθούν, γιατί θ’ αποτελούσαν κακό και επικίνδυνο παράδειγμα για τους Σέρβους, τους Βούλγαρους, τους Ρουμάνους, τους Πολωνούς κι’ ένα σωρό άλλους λαούς της Ευρώπης. Και, πραγματικά, είχε δίκιο από την πλευρά του. Μόνο που δεν είχε πια τη δύναμη να συγκρατήση την κατάσταση.
Ο άνεμος του φιλελευθερισμού, πνέοντας σαν σίφουνας πάνω στην Ευρώπη, είχε δημιουργήσει έναν νέον κόσμο, που ο Μέττερνιχ δεν μπόρεσε και δεν θέλησε να τον αντιληφθή. Στο υπουργείο των Εξωτερικών της Αγγλίας υπήρχε τώρα ο Γεώργιος Κάνιγγ, που υπεράσπιζε με φανατισμό την Ελληνική Επανάσταση, καθώς και όλες τις εξεγέρσεις της Νότιας Αμερικής. Στη Γαλλία θριάμβευαν οι ρομαντικοί, δημιουργώντας ένα ρεύμα φιλελληνισμού, έτοιμο να γκρεμίση και βασιλιάδες ακόμα — όπως και τους γκρέμισε άλλωστε ύστερα από λίγα χρόνια. Στη Γερμανία ο εθνικισμός γιγάντωνε υπό την καθοδήγηση της Πρωσσίας, στην Πολωνία οι εθνικοαπελευθερωτικές δυνάμεις είχαν αρχίσει κιόλας να κινούνται κατά του Τσάρου, η Ιταλία έβραζε.
Ολόκληρο το οικοδόμημα της «Ιερής Συμμαχίας» έτριζε σαν παλιόβαρκα, έτοιμη να καταποντισθή. Η Ελληνική Επανάσταση θριάμβευσε. Ο θρόνος της Γαλλίας γκρεμίστηκε. Οι Πολωνοί ξεσηκώθηκαν στην Κρακοβία. Όπου και να γύριζε τα μάτια του ο Μέττερνιχ, έβλεπε να υψώνωνται φλόγες. Από παντού έφταναν στ’ αυτιά του αντι-απολυταρχικές ιαχές. Παρ’ όλα αυτά, δεν εννοούσε να το βάλη κάτω. Πάλευε με πείσμα, με απόγνωση, με λύσσα αληθινή, γυρεύοντας να γυρίση προς τα πίσω τον τροχό της Ιστορίας.
Αντί για την απόλυτη ακινησία που ωνειρευότανε στο καθεστωτικό στερέωμα της Ευρώπης, έβλεπε σεισμούς αδιάκοπους και φοβερές —για εκείνον— ανακατατάξεις.
Στο τέλος η φωτιά έφτασε και στο ίδιο του το «σπίτι» — την Αυστρία. Στις 13 Μαρτίου 1848, την ίδια χρονιά που γκρεμίστηκε ο θρόνος της Γαλλίας, σημειώθηκε μια εξέγερση στη Βιέννη, που επεκράτησε αμέσως κι’ εξανάγκασε τον βασιλιά να διώξη τον Μέττερνιχ. Ο άλλοτε παντοδύναμος καγκελλάριος, που έπαιζε στα δάχτυλά του όλη την Ευρώπη, βρέθηκε έξαφνα ολομόναχος. Τον εγκατέλειψαν όλοι οι οπαδοί της πολιτικής του, όλοι οι προσωπικοί του φίλοι και, για να μη συλληφθή από τους αντιπάλους του, τόσκασε από τη Βιέννη με τη γυναίκα του — την τρίτη κατά σειρά, γιατί οι δυο πρώτες είχαν πεθάνει.
Πήγε στο Λονδίνο κι’ αυτός, όπως κι’ ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Φίλιππος. Δεν μπορεί ακόμα να πιστέψη ότι έγιναν όλα αυτά και μάλιστα σε βάρος του.
«Τι φοβερή στιγμή», γράφει η γυναίκα του στο ημερολόγιό της, απηχώντας τις ιδέες του συζύγου της. «Να φύγουμε έτσι κυνηγημένοι. Μα γιατί; Τι κάναμε; Ο άνθρωπος που με τη δόξα του υποστήριξε τη μοναρχία περισσότερα χρόνια από κάθε άλλον, βλέπει τώρα να γκρεμίζεται ολόκληρο το οικοδόμημα της ζωής του μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες…»
Ύστερα από τρία χρόνια ξαναγύρισε στην Αυστρία, αλλά δεν τον χρειαζόταν πια κανείς. Ο Μέττερνιχ είχε πεθάνει πολιτικά, κάτω από τα ερείπια των ιδεών που υπεράσπιζε. Αποσύρθηκε στο Γιοχάνεσμπεργκ με τη βεβαιότητα του θανάτου αυτού. Ο καινούργιος αυτοκράτορας της Αυστρίας πήγαινε και του έκανε καμμιά φορά επίσκεψη. Τον αγαπούσαν στα ανάκτορα, γιατί αναγνώριζαν τις καλές του υπηρεσίες, αλλά δεν σκέφτονταν πια να τον ξαναχρησιμοποιήσουν. Κι’ αυτό ήτανε κάτι που φαρμάκωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Τον καινούργιο κόσμο που δημιουργήθηκε ύστερα από το γκρέμισμα του δικού του οικοδομήματος δεν μπόρεσε ποτέ του να τον καταλάβη. Όλοι αυτοί, ρομαντικοί, εθνικιστές, επαναστάτες, φιλελεύθεροι, κοινωνιολογούντες κ.λπ. τού φαίνονταν άνθρωποι άχρηστοι, απροσγείωτοι, τρελλοί, επικίνδυνοι. Έζησε δέκα χρόνια ακόμα περιμένοντας να γίνη κάτι, ένα θαύμα ίσως, που θα ξανάφερνε τον κόσμο προς τα πίσω, που θ’ ανάσταινε τις νεκρές ιδέες. Αλλά τέτοια θαύματα δεν γίνονται ποτέ!
*Κείμενο του μεσσήνιου λογοτέχνη, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Σωτήρη Πατατζή (1917-1991), αφιερωμένο στον περίφημο καγκελάριο της Αυστρίας Μέτερνιχ. Είχε δημοσιευτεί στο τεύχος του «Ταχυδρόμου» που είχε κυκλοφορήσει στις 21 Οκτωβρίου 1961.
Ο Σωτήρης Πατατζής
Ο Κλέμενς φον Μέτερνιχ (Klemens Wenzel Lothar von Metternich), εξέχων αυστριακός πολιτικός και διπλωμάτης, γεννήθηκε στις 15 Μαΐου 1773 και απεβίωσε στις 11 Ιουνίου 1859.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις