Γιάννης Ψυχάρης: Πραγματικό παληκάρι κι όχι Δον Κιχώτος
Ένας Διγενής Ακρίτας του μαχητικού Λόγου
- Κίνα: Αυτοκίνητο έπεσε επάνω σε πλήθος έξω από δημοτικό σχολείο – Τουλάχιστον 10 τραυματίες
- Θα «σπάσει» η Ελλάδα το καλούπι του δεξιού λαϊκισμού στην ΕΕ;
- Η υπερθέρμανση του πλανήτη κοστίζει ζωές - Για πρώτη φορά επιστήμονες υπολογίζουν τους θανάτους
- Το ΠΑΣΟΚ πολιορκεί το κέντρο που «χάνει» η ΝΔ και τη βαφτίζει «γαλάζιο ΣΥΡΙΖΑ»
Επί τέλους! Ένας μπελάς έλειψε από τη μέση. Ήγουν ένας «δυνατός» άνθρωπος, που μας χαλούσε την αρμονία. Και μείνανε οι διάφοροι εντερικοί σωλήνες, άξιοι να μεταβάλλουν παχύτατους μιστούς σε υψηλά πνευματικά προϊόντα «εντός της περιοχής του ιδιωνύμου». Ο Ψυχάρης επί σαράντα χρόνια εδέσποσε στη νεοελληνική Σκέψη και στο νεοελληνικό Λόγο, με το σπαθί του κι όχι με τσαρλατανιές.
Η διανοητική, ψυχική και συγγραφική του παληκαριά είτανε χωρίς δέφτερο παράδειγμα σ’ έναν τόπο που όχι μονάχα «δε θέλει τη γλώσσα του», μα ούτε και τίποτες άλλο, όταν η ψεφτιά είναι το μόνο μέσο στο βιωτικό αγώνα των «αεριτζήδων» κάθε είδους. Άμα φανταστεί κανείς την εποχή που ξέσπασε και φούντωσε το κίνημα του Ψυχάρη, εποχή του Δηληγιάννη, του Μιστριώτη, του Καζάζη, ήτοι των μέσων αορίστων, των πατριδοκαπηλικών ξελαρυγγισμάτων, των πατριαρχικών αναθεμάτων, οι αναλογίες του ανθρώπου αυξαίνουν καταπληχτικά και μας τον παρουσιάζουν σαν ένα Διγενή Ακρίτα του μαχητικού Λόγου. Σοφός μαζί και δημιουργός· με οξύτατη και γρήγορη αντίληψη, σπίρτο μονάχο· με μοναδική ικανότητα όχι μονάχα να «εννοεί», μα και να «νιώθει» τ’ αρχαία και μεσαιωνικά κείμενα· φοβερός στην επίθεση, όταν τον ερεθίζανε, γαλίφης και τερτιπλής (σ.σ. γνώστης τεχνασμάτων) όταν τον παινούσανε· μη γνωρίζοντας το «μέτρο», που είναι η δικαιολογία των μέτριων ανθρώπων· γεμάτος αρετές που τις έδειχνε, κ’ ελαττώματα που δεν τάκρυβε, ήτοι «μεγάλος τύπος»· με ατράνταχτη πίστη στον εαυτό του και στην υπόθεση που υποστήριζε· ίσος και ντούρος, χωρίς συμβιβασμούς, ιλιγμούς και χατζηαϊβατισμό, ήτοι όχι «λαπάς» σαν τους ψιλικατζήδες της «Εκπαιδευτικής δήθεν Μεταρρύθμισης», μη κυνηγώντας υλικό όφελος από τον αγώνα του (θέσεις, επιτροπείες, αποστολές, αργομισθίες και μεσιτείες) — αι λοιπόν, ένας τέτιος άνθρωπος ή τρελός θάτανε ή προδότης (αμή έτσι, χωρίς «ρούμπλια»!) Επί σαράντα χρόνια ο Ψυχάρης είτανε ο αποδιοπομπαίος τράγος της επίσημης Πολιτείας, Επιστήμης, Εκκλησίας, Παιδείας και Τύπου. Ποιος δε θυμάται ότι η Βουλή των Ελλήνων θέλησε να ζητήση από τη γαλλική Κυβέρνηση την πάψη του από τη θέση του καθηγητού της Σχολής Ανατολικών Γλωσσών! Μα ο Ψυχάρης τάγραφε όλ’ αυτά στα παλιά του παπούτσια. Ο καυγάς τον έτρεφε και μέσα στο πείσμα του και στην αφοβία του υπήρχε η συνείδηση υπεροχής του Ευρωπαίου σοφού και καλλιτέχνη ενάντια στους μπαλκανίσιους δασκάλους και διανοούμενους της τσέπης (μαντηλάκια της τσέπης!)
Οι κυριώτεροι χαρακτήρες του ανθρώπου και του έργου του θαρρώ (σ’ αφτό το πρόχειρο σημείωμα) είναι οι ακόλουθοι: α) Η ασύγκριτη πνευματική του λαγαράδα (σ.σ. καθαρότητα, διαύγεια), η clarté που λένε οι Φραντσέζοι, θεωρώντας τη με δίκαιη περηφάνεια για την πρώτη αρετή της γλώσσας τους και της σκέψης τους· και η «ορθοφροσύνη» του, το bons sens. Κανένας Ρωμιός, απ’ όσους μουντζουρώνουν χαρτί, δεν έχει ούτε τόνα ούτε τ’ άλλο τουλάχιστον σαν τον Ψυχάρη. Η σκέψη του είναι καθάρια, συγκεκριμένη, στέρεη, θετική. Δεν έχει δηλ. τα γενικά «στίγματα» της ρωμέικης «διανόησης», νάναι αφαιρεμένη, αόριστη, κακομοίρικα αισθηματική, ρητορική, ασυνάρτητη, ανόητη κι’ αφιλοσόφητη — στοιχεία απαραίτητα για να προκόψει ο άνθρωπος-μπουλούκι και να διοριστεί καθηγητής στο «ρεντίκολο» της Θεσσαλονίκης. Αυτά τα «στίγματα» (θεός, ιδέα, απόλυτο, εξωτοποχρονισμός, αιωνιότητα, υπερπέραν, το «είναι» και τόσες άλλες παρόμοιες αναγούλες), που μαρτυρούν ότι «χάος μέγα εστήρικται» μέσα στο κεφάλι του διανοούμενου προβάτου και μεγάλη ξηρασία βασιλεύει στην καρδιά του, δεν τα ξαίρει ο Ψυχάρης. Μονάχα για τον πνευματικό του ρεαλισμό ο Ψυχάρης πρέπει να θεωρηθεί για «θαύμα» σε μια εθνική διανόηση που την κυβερνούν οι ασκοί του Αιόλου. β) Η αδιαλλαξία, ο εξτρεμισμός των αρχών του και της πίστης του. Αρχηγός και νερόβραστος δεν πάνε μαζί. Αλύγιστος και μονοκόκκαλος σα λύκος. Χωρίς τις ακρότητές του είναι ζήτημα αν «η γλωσσική του επανάσταση» θάπιανε. […] Χωρίς τις ακρότητές του η αντίδραση δε θα ξυπνούσε. Ήξαιρε ο Ψυχάρης να της πατά τον κάλο, εκεί που πονεί, στα «ιερά και στα όσια»· έτσι να την προκαλεί, να την αναγκάζει να βγαίνει στα φόρα, να χάνει την ψυχραιμία της, να συκοφαντεί κι ανοηταίνει. […] γ) Το μίσος του, η μνησικακία του κ’ η εκδικητικότητα ενάντια στους μεγαλοψευταράδες, τους συκοφάντες του κι αρνητές του. Είτανε όλο αγκάθια, σωστός σκαντζόχερος, άμα θύμωνε. Δε λογάριαζε πρόσωπα, αξιώματα, δεσμούς και φιλίες. Χαιρότανε σα χωριάτης, κάνοντας τον οχτρό του ρεζίλι. Δεν ήξαιρε από μασημένα λόγια κ’ υποκρισίες. Όλα έξω, τσίτσιδος σα μπεχλιβάνης. Ασφαλώς ο Ψυχάρης κρατάει από τη μεγάλη ράτσα των καταραμένων συγγραφέων (poètes maudits), που έχουνε σε τόσο βαθμό αναπτυγμένη την προσωπικότητά τους και τη συνείδηση της λογοτεχνικής τους αξιοπρέπειας, που δε θέλουν να φανούν αλλιώτικοι (ήγουν… καλύτεροι) απ’ ό,τι είναι, που άρα δεν κρύβουνε μέρη του εαυτού τους και δεν παύουνε να ζούνε όταν γράφουν, γιατί δε λογαριάζουν κανένανε και τίποτα μπροστά στη δική τους «αλήθεια». Ο Ψυχάρης δε φορούσε προσωπείο. Άνθρωπος αβέρτος. […] Άνθρωπος ανυπόκριτος, άρα επικίντυνος. Στις φλέβες του δεν έτρεχε λαχανόζουμο, μα αληθινό νεανικό αίμα. […] δ) Ο Ψυχάρης ήξαιρε να γελά, πράμα που δεν το καταφέρνει η κατσούφα ρωμέικη σοφία και ποίηση. Μας κατηγόρησε κάποτε πως είμαστε ένας λαός που δεν ξαίρει να «γελά», άρα απολίτιστος. Αληθινά το γέλιο του δεν είναι ανώδυνο και ξώπετσο σαν του Σουρή ή των διάφορων θεατρικών επιθεωρήσεων και χρονογραφημάτων. Είτανε θανάσιμα βαθύ. Κανένας δε γελοιοποίησε τα ελαττώματα του ρωμέικου όσο ο Ψυχάρης. […] ε) Το ύφος του. Σαν την σκέψη του, λαγαρό, στέρεο, συγκεκριμένο, τσεκουράτο. Η φράση του είναι σύντομη, επιγραμματική, τελειωτική. […] Μαέστρος και γόης του ύφους, είναι τέτιος σ’ όλο του το έργο, επιστημονικό και λογοτεχνικό. […]
Άμα συλλογιστεί κανείς πως αυτός ο εβδομηνταπεντάρης γέρος, ύστερ’ από τόσες συφορές, δεν άλλαξε καθόλου· δεν έχασε ούτε δράμι από τη νεανική του επιθετικότητα και δροσεράδα, τίποτες από την πίστη του, το κουράγιο του και το πνεύμα του ως την τελευταία του πνοή, τότες θα εχτιμήσει πολύ περισσότερο τον άνθρωπο. Θα ομολογήσει πως η «δύναμή» του δεν είτανε πόζα «εκ προμελέτης» ούτε του ανθρώπου ούτε του έργου του, μα φυσικό χάρισμα, που το καλλιέργησε, το συνειδοτοποίησε και το επίβαλε. Το «σπαθί» του είτανε αληθινό κι όχι τενεκεδένιο, κι αυτός πραγματικό παληκάρι κι όχι Δον Κιχώτος.
*Μελέτη του λογοτέχνη Κώστα Βάρναλη (1884-1974) για τον Γιάννη Ψυχάρη, γλωσσολόγο και λογοτέχνη, κορυφαίο εκπρόσωπο του δημοτικισμού. Έφερε τον τίτλο «Ο Ψυχάρης, άνθρωπος και έργο» και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Πρωτοπορία» (διευθυντής του ήταν ο Φώτος Γιοφύλλης) το Νοέμβριο του 1929, λίγον καιρό μετά το θάνατο του Ψυχάρη.
Ο Γιάννης Ψυχάρης γεννήθηκε στην Οδησσό στις 15 Μαΐου (3 Μαΐου με το παλαιό ημερολόγιο) 1854 και απεβίωσε στο Παρίσι στις 30 Σεπτεμβρίου 1929.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις