Σε κυρίαρχη θέση στη δημόσια συζήτηση μετά από αρκετά χρόνια επανέρχονται τα ζητήματα που αφορούν τη Συμφωνία των Πρεσπών. Μετά τον θόρυβο που προκλήθηκε από την άρνηση της νεοεκλεγείσας προέδρου της Βόρειας Μακεδονίας να χρησιμοποιήσει τη συνταγματική ονομασία της χώρας, προέκυψε και το ζήτημα του είδους της ενημέρωσης που είχε η τότε Αξιωματική Αντιπολίτευση ως προς τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης με τη γειτονική χώρα.

Ειδικότερα, το ζήτημα προέκυψε από δημοσίευμα που ανέφερε ότι ήταν ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης αυτός που είχε συστηματική ενημέρωση για λογαριασμό της Νέας Δημοκρατίας μέσω του δικηγορικού γραφείου που είχε αναλάβει τη σύνταξη των λεπτομερειών της συμφωνίας.

Ακολούθησε έντονη αντίδραση του υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, ο οποίος μέσω «κύκλων του» υποστήριξε ότι: «Δεν γνωρίζει, δεν έχει συνομιλήσει, δεν έχει συναντήσει ποτέ τον Κοτζιά. Δεν γνωρίζει ποιος συνέταξε τη συμφωνία, ούτε ο ίδιος ούτε το γραφείο του είχε οποιαδήποτε σχέση. Δεν γνώριζε ούτε λέξη για τη συμφωνία έως ότου κατέστη δημόσια», για να καταλήξει ότι «υπάρχουν κοινά ψεύδη και ψεύδη ασύστολης χυδαιότητας. Είμαστε στη δεύτερη κατηγορία. Και υφίστανται ευθύνες, και ποινικές, για όσους τα παράγουν ή διακινούν».

Σε ανάλογο τόνο και η ενημέρωση των πολιτικών συντακτών από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη: «Ο Πρωθυπουργός ως Αρχηγός της Αντιπολίτευσης, είχε εναντιωθεί στη Συμφωνία των Πρεσπών, γιατί ήταν μια κακή συμφωνία. Είχαμε επισημάνει τις αντιρρήσεις μας. Η ΝΔ είχε καταψηφίσει την Συμφωνία των Πρεσπών. Τώρα, ως προς τον κ. Γεραπετρίτη, υπάρχουν -ξέρετε- οι αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες μπορεί να είναι λανθασμένες, τουλάχιστον για εμάς, υπάρχει η διαστρέβλωση της αλήθειας και υπάρχουν και τα ψέματα που είναι αποκυήματα επιστημονικής φαντασίας. Σε σημείο, μάλιστα, που είναι εντελώς εξοργιστικά. Ο κ. Γεραπετρίτης, καταρχάς, ούτε γνωρίζει, ούτε έχει συνομιλήσει, ούτε έχει συναντήσει ποτέ τον κ. Κοτζιά, από όσο ο ίδιος μας έχει πει. Δεν γνωρίζει καν ποιος συνέταξε την Συμφωνία των Πρεσπών και ενημερώθηκε για αυτήν όταν έγινε δημόσια. Όλα όσα λέγονται, ειδικά για αυτό το θέμα, είναι ασύστολα ψεύδη. Τα διαψεύδουμε κατηγορηματικά και, μάλιστα, αναρωτιόμαστε αν τόσο, μα τόσο απροκάλυπτα ψέματα, τέτοιες διατυπώσεις που είναι αντίθετες στην ίδια την πραγματικότητα, αν διακινούνται εξ αμελείας ή και εκ δόλου. Εγείρεται αυτό το ερώτημα. Είναι αδιανόητο αυτό που έχει ειπωθεί και, επαναλαμβάνω, το διαψεύδουμε κατηγορηματικά».

Από τη μεριά του και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς προχώρησε σε διάψευση αναφέροντας ότι: «Εμείς στο ΥΠΕΞ δουλέψαμε λέξη προς λέξη τη Συμφωνία. Προσωπικά δούλεψα και τα έγραφα εγώ και τα έχω στο κομπιούτερ μου. Αν ο Γεραπετρίτης πήρε από κάπου τα κείμενα να τα δει, ενημερωτικά, δεν ξέρω. Το μόνο που μπορώ να διαβεβαιώσω ότι κανείς άλλος δεν δούλεψε κείμενα».

 

Συλλαλητήριο ενάντια σε ενδεχόμενη συμφωνία στις 4 Φεβρουαρίου 2018

Ποια διαδικασία ενημέρωσης ακολουθήθηκε τελικά στη συμφωνία των Πρεσπών;

Σε μεγάλο βαθμό αυτή η αντιπαράθεση δείχνει να είναι αρκετά μακριά από την πραγματικότητα που επικρατούσε τη συγκεκριμένη περίοδο της πρόσφατης ιστορίας της χώρας μας.

Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την εικόνα που μεταφέρεται από την πλευρά των πρωταγωνιστών, που είχαν άμεση συμμετοχή και στη διαπραγμάτευση και στην απόφαση.

Ειδικότερα από το περιβάλλον του πρώην πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα υπογραμμίζεται ότι σε όλα τα βήματα της διαπραγμάτευσης της Συμφωνίας των Πρεσπών υπήρχε θεσμική ενημέρωση των υπόλοιπων κομμάτων και προφανώς της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.

Αυτό αποτυπώθηκε καταρχάς στις συναντήσεις που είχε ο Αλέξης Τσίπρας με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς στις 27 Ιανουαρίου 2018, αμέσως μετά τη συνάντησή του με τον Ζόραν Ζάεφ στο Νταβός που ουσιαστικά αποτέλεσε την εκκίνηση της διαπραγμάτευσης.

Αποτυπώθηκε, επίσης, στις τακτικές ενημερώσεις που γίνονταν από τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά προς τους αντίστοιχους τομεάρχες των κομμάτων της αντιπολίτευσης, στην περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας τον Γιώργο Κουμουτσάκο.

Ενημέρωση υπήρχε παράλληλα και προς την Προεδρία της Δημοκρατίας.

Σε όλες αυτές τις θεσμικές ενημερώσεις γινόταν αναφορά στο στάδιο των διαπραγματεύσεων αλλά και στα προβλήματα που προέκυπταν σε διάφορες στιγμές που αποτελούσαν καμπές της διαπραγμάτευσης, όπως ήταν το ερώτημα του εάν η ονομασία θα ήταν erga omnes (έναντι όλων), δηλαδή δεν θα υπήρχε «διπλή ονομασία» (εσωτερική – εξωτερική), το ζήτημα της ίδιας της ονομασίας, αλλά και το κρίσιμο θέμα – που σύμφωνα με πληροφορίες υπογράμμισε ιδιαίτερα και η Προεδρία της Δημοκρατίας – της αποτύπωσης των αλλαγών σε Αναθεώρηση του Συντάγματος της γειτονικής χώρας, ζήτημα που αποτέλεσε ίσως και τη μεγαλύτερη εμπλοκή της σχετικής διαπραγμάτευσης, αλλά και τη μεγαλύτερη επιτυχία της ελληνικής πλευράς.

Την ίδια στιγμή μια ματιά στα δημοσιεύματα εκείνης της εποχής αρκεί για να αποδείξει ότι τα βασικά ζητήματα που προέκυπταν ως προς τη διαπραγμάτευση και την ενδεχόμενη συμφωνία, δηλαδή αυτά που θα αφορούσαν το όνομα, το χαρακτήρα της ονομασίας (erga omnes ή «διπλή ονομασία»), τα ζητήματα της γλώσσας και της ταυτότητας, τη συσχέτιση της συμφωνίας με την εισδοχή στο ΝΑΤΟ και την ένταξη στην ΕΕ, συζητιούνταν πλατιά στη δημόσια σφαίρα.

Το επίδικο, δηλαδή, σε όλη εκείνη την περίοδο δεν ήταν εάν οι πολιτικές δυνάμεις ήταν ενήμερες, αλλά η θέση την οποία έπαιρναν και τα κριτήρια με την οποία έπαιρναν αυτή τη θέση ως προς την επίλυση ή όχι ενός θέματος που παρέμενε ανοιχτό για πάνω από 25 χρόνια.

Συνάντηση Κυριάκου Μητσοτάκη και Ζόραν Ζάεφ τον Νοέμβριο του 2019

Πολιτική επιλογή η μη στήριξη της Συμφωνίας και όχι ζήτημα ενημέρωσης

Σε αυτό το φόντο το περιβάλλον του Αλέξη Τσίπρα επιμένει ότι όχι μόνο επί της ουσίας ενήμερη ήταν η Αξιωματική Αντιπολίτευση για τη διαπραγμάτευση και τα επίδικά της, αλλά της είχε γίνει σαφής πρόσκληση να στηρίξει την όλη προσπάθεια με κριτήρια εθνικά.

Αναφέρουν μάλιστα ότι κατά τη συνάντηση που είχε ο Αλέξης Τσίπρας με τον Κυριάκο Μητσοτάκη του είχε υπογραμμίσει πως η ευθύνη του πρωθυπουργού είναι να μην στέκεται στο πολιτικό κόστος όταν πρόκειται για ζητήματα εθνικά. Για να ακολουθήσει δήλωση κατά την έξοδο του σημερινού πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ότι ο Αλέξης Τσίπρας «δεν ενημέρωσε ποτέ ούτε το Κοινοβούλιο ούτε τον ελληνικό λαό», ότι «δίχασε τους Έλληνες», ενώ θέση της Νέας Δημοκρατίας ήταν «δεν θα διχάσουμε τους Έλληνες για να ενώσουμε τους Σκοπιανούς».

Όλα αυτά παραπέμπουν σε σαφή πολιτική επιλογή της Νέας Δημοκρατίας να μην στηρίξει με οποιονδήποτε τρόπο τη Συμφωνία και τη διαπραγμάτευση, ακόμη και εάν αντιλαμβάνονταν ότι το πλαίσιό της ήταν το μόνο εφικτό για μην παραπεμφθεί η λύση στις καλένδες. Την απόφαση αυτή η πλευρά Τσίπρα συνδέει άμεσα και με το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε καταστήσει σαφές σε συναντήσεις του με πρόσωπα – κλειδιά ότι δεν ήθελε να πιστωθεί μια τέτοια επιτυχία ο Αλέξης Τσίπρας.

Ουσιαστικά, η Νέα Δημοκρατία σε εκείνη τη φάση που κινείτο στον ορίζοντα της επιστροφής της στην κυβερνητική εξουσία, είχε μια τακτική που αποσκοπούσε σε δύο ενδεχόμενα, είτε να μην μπορέσει να περάσει τη συμφωνία ο Αλέξης Τσίπρας και άρα να χρεωθεί μια παταγώδη πολιτική αποτυχία σε ένα θέμα στο οποίο είχε κατεξοχήν επενδύσει, είτε να την περάσει αλλά με μεγάλο πολιτικό κόστος (το οποίο θα εισέπραττε ως όφελος η ίδια) και προφανώς κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού.

Σε αυτό τον πολιτικό υπολογισμό πάτησε η άρνησή της να υποστηρίξει σε οποιαδήποτε φάση τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης αλλά και προφανώς να την καταψηφίσει. Αυτό αντιστοιχούσε και στο ότι όλοι οι τότε βασικοί σύμβουλοι του Κυριάκου Μητσοτάκη επέμειναν ότι εκλογικά μόνο να κερδίσει είχε από την άρνηση παροχής οποιασδήποτε υποστήριξης στην πρωτοβουλία του Αλέξη Τσίπρα και της κυβέρνησής του.

Βεβαίως, το γεγονός ότι σήμερα ουσιαστικά η κυβέρνηση υπερασπίζεται τη Συμφωνία των Πρεσπών απέναντι στην αμφισβήτησή της από το εθνικιστικό VMRO, ενώ επί της ουσίας ουδέποτε υπήρξε μια συγκροτημένη τοποθέτηση από την πλευρά της ΝΔ ότι τα πράγματα θα ήταν καλύτερα εάν δεν είχε υπογραφεί και επικυρωθεί η συμφωνία, καταδεικνύει ότι η τότε άρνηση υποστήριξης αποτελούσε μια τακτική προεκλογική και σίγουρα όχι στρατηγική επιλογή.