«Τι κοινό έχουν ο Τζορτζ Μπους υιός, ένας Αφροαμερικανός θανατοποινίτης στην Ιντιάνα, η άκρα Δεξιά και η Αναρχική Ομοσπονδία στη Γαλλία, οι εφημερίδες Figaro και Humanité, χολιγουντιανοί σταρ και αντιαποικιοκράτες Άραβες διανοούμενοι; Όλοι τους διεκδικούν την κληρονομιά του Καμύ». Έτσι, σχολιάζει ο Όλιβερ Γκλόουγκ το γεγονός ότι από όλους τους Γάλλους διανοουμένους της μεταπολεμικής περιόδου, ο Αλμπέρ Καμύ είναι αυτός που παραμένει εξαιρετικά δημοφιλής αποτελώντας τον ορισμό της πνευματικής προσωπικότητας «κοινής αποδοχής».

Απέναντι σε αυτό ο Γκλόουγκ επιλέγει στο βιβλίο του «Ξεχάστε τον Καμύ», που κυκλοφόρησε πέρσι στη Γαλλία και πρόσφατα στην Ελλάδα από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου σε μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα, να επιστρέψει στη διανοητική διαδρομή του Καμύ, προσπαθώντας να αποδομήσει την διάχυτη εικόνα ότι ο Καμύ αποτελεί συγκεφαλαίωση ενός σύγχρονου ανθρωπισμού.

Η βαρύτητα της αποικιοκρατίας

Ο Γκλόουγκ ξεκινά από την καθοριστική σχέση του Καμύ με τη γενέθλια του Αλγερία και αναλύοντας συστηματικά τα κείμενα και τις παρεμβάσεις του δείχνει ότι ποτέ δεν βγήκε από τα όρια της διεκδίκησης μιας αποικιοκρατίας με ανθρώπινο πρόσωπο, δηλαδή της μεταρρύθμισης της γαλλικής αποικιοκρατίας ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο μιας ανεξαρτησίας την οποία απευχόταν, κάτι που εκφράστηκε στην άρνησή του να υποστηρίξει το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα.

Κατά τον Γκλόουγκ ο Καμύ διατηρεί το αποικιοκρατικό βλέμμα και λογοτεχνικό έργο του, όταν για παράδειγμα στον «Ξένο» έχουμε την χαρακτηριστική ανωνυμία των Αράβων και την απουσία τους από την «Πανούκλα» παρότι διαδραματίζεται στην Αλγερία.  Ειδικά για τον «Ξένο», ο Γκλόουγκ προτείνει μια ερμηνεία της περίφημης σκηνής του παράλογου «φόνου», στη βάση του τρόπου που ο Άλλος «αποσταθεροποίησε με την παρουσία του τη φαντασίωση ενός σύμπαντος θεμελιωμένου στον αποκλεισμό του» (σ.56).

Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ και ο Αλμπέρ Καμύ

Η σύγκρουση με τον Σαρτρ

Αρκετό χώρο αφιερώνει στο βιβλίο του ο Γκλόουγκ στην ταραχώδη σχέση του Καμύ με τον Ζαν Πωλ Σαρτρ, μια σχέση που ξεκίνησε ως φιλία για να εξελιχθεί σε έντονη ιδεολογική σύγκρουση. Συγκρίνει τις δύο εκδοχές διανοητικής στράτευσης που εκπροσωπούσαν, θεωρώντας ότι στην περίπτωση του Σαρτρ η στράτευση τόσο διανοητική όσο και έμπρακτη υπήρξε μεγαλύτερη ήδη από την εποχή της Κατοχής. Αντιθέτως, θεωρεί ότι διαμορφώθηκε μια εικόνα της στράτευσης του Καμύ στην Αντίσταση που υπερέβαινε τις πραγματικές της διαστάσεις, ενώ υπογραμμίζει την αμφίσημη σχέση του Καμύ με τον υπαρξισμό, παρότι θεωρήθηκε μαζί με τον Σαρτρ κατεξοχήν εκπρόσωπος αυτούς του ρεύματος. Κυρίως, όμως, υποστηρίζει ότι δύο παράμετροι όρισαν τη ρήξη ανάμεσα στους δύο: από τη μια ο αντικομμουνισμός του Καμύ που κλιμακώνεται στη μεταπολεμική περίοδο, παρά την προπολεμική του στήριξη στο Λαϊκό Μέτωπο, και από την άλλη το γεγονός ότι ο Σαρτρ όχι μόνο τοποθετήθηκε κατά της αποικιοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, αλλά και υπερασπίστηκε στον περίφημο πρόλογό του στο βιβλίο του Φανόν «Της Γης οι κολασμένοι» την βία των καταπιεσμένων απέναντι στους αποικιοκράτες. Αντιθέτως, ο Καμύ θα επιμείνει στην «άρνησή του να διαλέξει ανάμεσα στη βία των αποικιοκρατών και την αντιβία των αποικιοκρατούμενων» (σ. 90).

Τα όρια του «Επαναστατημένου άνθρώπου»

Διαβάζοντας τον «Επαναστατημένο άνθρωπο», το πιο γνωστό δοκίμιο του Καμύ, ο Γκλόουγκ υποστηρίζει ότι να κάνουμε με ένα σχήμα που περιορίζει την εξέγερση στα όρια της δυτικής κοινωνίας, που δεν περιλαμβάνει σε αυτή την αντιαποικιοκρατική δράση και που τελικά προσπαθεί να διαχωρίσει αυτό που περιγράφει από τον κομμουνισμό. Αντίστοιχα, στα διηγήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή «Η εξορία και το βασίλειο» ο Γκλόουγκ θεωρεί ότι κυριαρχεί ο θυμός του Ευρωπαίου της Αλγερίας απέναντι στο κίνημα για την ανεξαρτησία αλλά και η μνησικακία απέναντι στον Σαρτρ αλλά και συνολικά τους διανοουμένους που υποστήριζαν το αντιαποικιοκρατικό κίνημα. Στον «Πρώτο άνθρωπο», που κυκλοφόρησε αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του Καμύ αλλά έχει σημαντικές αυτοβιογραφικές συνδηλώσεις, θεωρεί ότι «ο προνομιακός εχθρός σε αυτή τη φιλοευρωπαϊκή επιχειρηματολογία […] δεν είναι ο Αλγερινός αλλά η αντιαποικιοκρατική αριστερά που αγωνίζεται για την ανεξαρτησία της Αλγερίας» (σ. 127).

Κείμενο παθιασμένο αλλά ταυτόχρονα τεκμηριωμένο και βασισμένο σε μελέτη του έργου του Καμύ, το «Ξεχάστε τον Καμύ» μπορεί να θεωρεί ευάλωτο στην κριτική ότι επιλέγει συγκεκριμένες διαστάσεις της ιδεολογικής τοποθέτησης του Καμύ, δηλαδή τον αλληλοτροφοδοσία ανάμεσα στον αντικομμουνισμό και την αποικιακή οπτική, ως το μόνο ερμηνευτικό κλειδί ενός έργου που δεν περιορίζεται σε αυτές τις διαστάσεις. Όμως, αυτό είναι συνάμα και το στοιχείο που το κάνει ενδιαφέρον και χρήσιμο. Από τη μια, γιατί υπογραμμίζει η επίδραση της αποικιοκρατίας υπήρξε πολύ πιο καθοριστική ακόμη και στην οπτική ενός νέου ανθρωπισμού από όσο θέλουμε να παραδεχτούμε. Από την άλλη, γιατί δείχνει ότι η τρέχουσα καθολική αποδοχή του Καμύ δεν μπορεί να θεωρηθεί άσχετη από ένα κυρίαρχο ιδεολογικό κλίμα όπου συνυπάρχουν η αντιμετώπιση των επαναστάσεων ως κατεξοχήν παρωχημένων και επικίνδυνων με την ενίσχυση μιας ιδεολογίας ανθρωπιστικού ιμπεριαλισμού που παρά την «πολυπολιτισμική» ρητορική, εξακολουθεί να πατάει στην επιβίωση της αποικιακή οπτικής.

 

Να διαβάσουμε Καμύ;

Σημαίνουν όλα αυτά ότι δεν πρέπει να διαβάσουμε Καμύ; Κάθε άλλο! Το βιβλίο βοηθά να κατανοήσουμε τις λογοτεχνικές και ιδεολογικές στρατηγικές του Καμύ και όπως σημειώνει στον πρόλογο ο Φρέντρικ Τζέισον: «επειδή μας απαγορεύουν να τον αναγορεύσουμε σε ένα αορίστως φιλελεύθερο και ανθρωπιστικό είδωλο […] μας επιτρέπουν να καταμετρήσουμε – σε όλη της την περιπλοκότητα – την αληθινή πρωτοτυπία ενός ιστορικού έργου που απειλείται από μια απολιτική προπαγάνδα ταγμένη στην υπηρεσία ενός ακόμα πιο απαράδεκτου αντιπολιτικού πειρασμού».