«Η τέχνη έχει να κάνει με την πολιτική»: Η περίεργη ιστορία για την κυβέρνηση των ΗΠΑ και έναν ζωγράφο
«Η τέχνη δεν αφορά μόνο την τέχνη», λέει στην αρχή του ντοκιμαντέρ «Taking Venice» η Κριστίν Μασέλ.
Υπάρχει κάτι στο «Taking Venice», το νέο ντοκιμαντέρ της Amei Wallach για την Μπιενάλε της Βενετίας του 1964, που μοιάζει σχεδόν με επιστημονική φαντασία, ή μάλλον μόνον με φαντασία.
Σκεφτείτε ότι η αμερικανική κυβέρνηση ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τις τέχνες, ώστε μπορεί να έγινε ή να μην έγινε προσπάθεια να δοθεί μέσω αθέμιτων μέσων ένα σημαντικό διεθνές βραβείο σε έναν Αμερικανό καλλιτέχνη. Έναν ζωγράφο, μάλιστα.
Από την άλλη, όπως σημειώνουν αρκετοί, η ελευθερία της έκφρασης που υποτίθεται ότι προωθούσε η αμερικανική τέχνη στην παγκόσμια σκηνή – συχνά χωρίς οι καλλιτέχνες να έχουν πλήρη επίγνωση της ανάμειξης της κυβέρνησης – υπόκεινταν στο δικό της είδος λογοκρισίας
Οι λάτρεις της ιστορίας γνωρίζουν ήδη ότι κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες εμπλέκονταν σε μεγάλο βαθμό στον τομέα της λογοτεχνίας, της μουσικής και των καλών τεχνών, θεωρώντας τα ως έναν τρόπο να αποδείξουν την κυριαρχία των ΗΠΑ έναντι της Σοβιετικής Ένωσης.
Το «Taking Venice» αφηγείται ένα κομμάτι αυτής της ιστορίας: μια μακροχρόνια φημολογούμενη συνωμοσία μεταξύ του Στέιτ Ντιπάρτμεντ [ομοσπονδιακή εκτελεστική υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών] και εμπόρων τέχνης για να διασφαλιστεί ότι ο νεαρός ζωγράφος Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ θα κέρδιζε το μεγάλο βραβείο στην εκδήλωση που μερικές φορές αποκαλείται «Ολυμπιακοί Αγώνες της Τέχνης».
Οπότε συνωμότησαν;
Το «Taking Venice» δεν απαντά ακριβώς σε αυτό το ερώτημα, αν και διάφοροι άνθρωποι που συμμετείχαν δίνουν τη δική τους εκδοχή της ιστορίας. Αλλά αυτό το ερώτημα δεν είναι ο μοναδικός λόγος που το ντοκιμαντέρ είναι τόσο ενδιαφέρον.
Καλλιτέχνες όπως ο Ράουσενμπεργκ, ο Τζιμ Ντάιν, ο Φρανκ Στέλλα και ο Τζάσπερ Τζονς δημιουργούσαν έργα που ανατίναζαν τις ιδέες για το τι πρέπει να σημαίνει και να επιτελεί ένας πίνακας ζωγραφικής.
Όπως σημειώνει ένας ειδικός, τόλμησαν να κάνουν τέχνη που υποδήλωνε ότι το παρόν ήταν σημαντικό, όχι μόνο το παρελθόν.
Και είχαν υποστήριξη από την κυβέρνηση τους με τρόπους που ήταν περίεργοι και περίπλοκοι. Σε μια ομιλία του 1963, ένα μήνα πριν από τη δολοφονία του, ο πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι διακήρυξε: «Δεν βλέπω τίποτα πιο σημαντικό για το μέλλον της χώρας μας και του πολιτισμού μας από την πλήρη αναγνώριση της θέσης του καλλιτέχνη».
Από την άλλη, όπως σημειώνουν αρκετοί, η ελευθερία της έκφρασης που υποτίθεται ότι προωθούσε η αμερικανική τέχνη στην παγκόσμια σκηνή – συχνά χωρίς οι καλλιτέχνες να έχουν πλήρη επίγνωση της ανάμειξης της κυβέρνησης – υπόκεινταν στο δικό της είδος λογοκρισίας.
«Με επιδέξιους ελιγμούς που θα μπορούσαν να προέρχονται από χολιγουντιανό θρίλερ, η αμερικανική ομάδα αφήνει τον διεθνή Τύπο να φωνάζει και τον Ράουσενμπεργκ να αμφισβητεί την πολιτική του εθνικισμού που τον έστειλε εκεί»
Κυβερνητικές οντότητες όπως η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων της Βουλής και οι μυστικές υπηρεσίες αποφάσιζαν ποιος επιτρεπόταν να εκπροσωπεί τη χώρα και ποιανού οι φωνές ήταν ανεπιθύμητες.
Ωστόσο, εξακολουθεί να είναι συναρπαστικό να φανταστεί κανείς μια εποχή, όχι πολύ παλιά, κατά την οποία η ζωγραφική, η γλυπτική, η τζαζ, η λογοτεχνία και πολλά άλλα θεωρούνταν κλειδιά για την εξαγωγή της αμερικανικής επιρροής σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για μια πολιτιστική στάση που έχει μετατοπιστεί τρομερά στα χρόνια που ακολούθησαν, τουλάχιστον σε ευρύτερη κλίμακα, μακριά από τη θεώρηση της τέχνης ως ενσάρκωσης των προσδοκιών και των ονείρων ενός πολιτισμού και προς μια πιο ωμή κατεύθυνση.
Αλλά με τη φετινή έκδοση της Μπιενάλε, το ερώτημα τι σημαίνει να είσαι Αμερικανός καλλιτέχνης ή καλλιτέχνης γενικότερα, ξακολουθεί να είναι ένα ερώτημα που αξίζει να προβληματίσει, και το «Taking Venice» το διερευνά επίσης.
«Η τέχνη δεν αφορά μόνο την τέχνη», λέει στην αρχή της ταινίας η Κριστίν Μασέλ, η επιμελήτρια της Μπιενάλε του 2017. «Έχει να κάνει με την εξουσία και την πολιτική. Όταν έχεις την εξουσία, την δείχνεις μέσω της τέχνης».
«Taking Venice»
«Στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ήταν αποφασισμένη να καταπολεμήσει τον κομμουνισμό με τον πολιτισμό. Η Μπιενάλε της Βενετίας, η έκθεση τέχνης με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο, γίνεται πεδίο δοκιμών το 1964. Η Άλις Ντένι, γνώστη της Ουάσινγκτον και φίλη των Κένεντι, προτείνει τον Άλαν Σόλομον, έναν φιλόδοξο επιμελητή που κάνει θραύση με πρωτοποριακή τέχνη, για να οργανώσει τη συμμετοχή των ΗΠΑ. Μαζί με τον Λίο Καστέλι, έναν ισχυρό έμπορο τέχνης της Νέας Υόρκης, ξεκινούν ένα τολμηρό σχέδιο για να αναδείξουν τον Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ νικητή του Μεγάλου Βραβείου.
Ο καλλιτέχνης δεν έχει ακόμη ληφθεί σοβαρά υπόψη με τους συνδυασμούς του από σκουπίδια του δρόμου και εικόνες από την ποπ κουλτούρα, αλλά έχει τη δυνατότητα να εντυπωσιάσει. Με επιδέξιους ελιγμούς που θα μπορούσαν να προέρχονται από χολιγουντιανό θρίλερ, η αμερικανική ομάδα αφήνει τον διεθνή Τύπο να φωνάζει και τον Ράουσενμπεργκ να αμφισβητεί την πολιτική του εθνικισμού που τον έστειλε εκεί», διαβάζουμε στο δελτίο τύπου του «Taking Venice».
*Με πληροφορίες από NYT | Alissa Wilkinson | Takingvenice
- Τραμπ και ελληνοτουρκικά – Τι πιστεύουν οι Έλληνες, ένας πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ και ένας πανεπιστημιακός
- Masdar: Με όχημα την ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ σχεδιάζει off shore αιολικά και φωτοβολταϊκά 6 GW σε Ελλάδα και Ισπανία
- Διαγραφή Σαμαρά: Κάνει ζυμώσεις για κόμμα – Όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά
- Μέσω ΑΣΕΠ οι προσλήψεις στη Δημοτική Αστυνομία
- Ο Φουκώ διαβάζει Χέγκελ
- Βατικανό: Μπορείτε να περιηγηθείτε ψηφιακά στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη