Πώς οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν την ιρανική επίθεση εναντίον του Ισραήλ
Είναι οφθαλμοφανές ότι το Ισραήλ δεν είχε τη δυνατότητα να σχεδιάσει, να διεξαγάγει μόνο του τέτοιου είδους και εκτάσεως επιχείρηση
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Του Κωνσταντίνου Γκίνη*
Η στρατιωτική επιχείρηση για την αντιμετώπιση της επιθέσεως του Ιράν εναντίον του Ισραήλ, την νύκτα της 13 προς 14 Απριλίου 2024, είναι μοναδική και χωρίς προηγούμενο στα παγκόσμια χρονικά. Ωστόσο, δεν έχει τύχει της αναγνωρίσεως που της αξίζει, λόγω των πολιτικού πλαισίου, εντός του οποίου έλαβε χώρα. Ωστόσο διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στον τερματισμό του «κύκλου» αμοιβαίων στρατιωτικών προσβολών μεταξύ των δύο χωρών, τουλάχιστον στην παρούσα φάση και το κυριότερο στην αποφυγή της κλιμακώσεως της καταστάσεως στην περιοχή.
Το πρωί της 14 Απριλίου, ο εκπρόσωπος τύπου των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (ΙΑΔ) Υποναύαρχος Hagari , πραγματοποίησε μια αποτίμηση της αντιμετωπίσεως της ιρανικής επιθέσεως. Προσδιόρισε το μέγεθος της απειλής, περίπου 170 drones, περισσότεροι από 30 πύραυλοι κρουζ και πάνω από 120 βαλλιστικοί πύραυλοι, ενώ εκτίμησε ότι το 99% αυτών αντιμετωπίσθηκε επιτυχώς. Απέδωσε την επιτυχία στην εξαιρετική απόδοση της Ισραηλινής Αεροπορίας και της Διεύθυνσης Πληροφοριών, υπό τη διοίκηση του Αρχηγού των ΙΑΔ από το Κέντρο Αεροπορικών Επιχειρήσεων του Ισραήλ. Ενώ για πρώτη φορά, αναφέρθηκε ότι παράλληλα με τις ΙΑΔ ενήργησε και ένας ad hoc Συνασπισμός, συγκροτούμενος από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Βρετανία και άλλες χώρες, μη κατονομασθείσες.
Ο ρόλος του Ισραήλ και ο ρόλος του Συνασπισμού
Προβλήθηκε δηλαδή ως καταλυτικός ο ρόλος του Ισραήλ, ενώ κρατήθηκε σε εντελώς δεύτερο πλάνο ο Συνασπισμός και η συνεισφορά του. Παρότι το Ισραήλ διαθέτει μια από τις καλύτερες αεροπορίες στον κόσμο, αλλά και το κορυφαίο αντιαεροπορικό – αντιβληματικό σύστημα σε παγκόσμιο επίπεδο, στην κατηγορία του, η προσέγγιση αυτή για τους παροικούντες στην στρατιωτική Ιερουσαλήμ ήταν πολύ απλοϊκή, πολύ επιφανειακή και εντελώς ανεπαρκής να εξηγήσει αυτή καθεαυτή την επιχείρηση, ακόμη δε περισσότερο την επιτυχία της. Μια στοιχειώδης προσέγγιση κάποιων παραμέτρων της επιχειρήσεως δύσκολα επιβεβαιώνει τα προαναφερθέντα.
Πρώτον, οι συνθήκες του επιχειρησιακού περιβάλλοντος (μικρή εδαφική έκταση του Ισραήλ, παρεμβολή αραβικών κρατών μεταξύ Ιράν και Ισραήλ, απόσταση άνω των 1000 χιλιομέτρων, κτλ).
Δεύτερον, τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της επιθέσεως.
Τρίτον, ότι η βασική ιδέα των αντιαεροπορικών – αντιβληματικών επιχειρήσεων συμπυκνώνεται στην εξουδετέρωση ή καταστροφή των απειλών επί, υπεράνω ή όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο έδαφος του αντιπάλου, δηλαδή στο Ιράν και σε αραβικές χώρες, ώστε να υπάρχει ευχέρεια χρόνου και επιλογών, να μην απειληθεί το ισραηλινό έδαφος, οι υποδομές και ο πληθυσμός του, όπως επίσης και οι δυνάμεις του. Εύκολα λοιπόν συνάγεται ότι το Ισραήλ δεν ήταν δυνατόν να αναλάβει αυτή την επιχείρηση, έστω και με τη συμβολή του Συνασπισμού. Ακολούθησαν ενημερώσεις από τις ΗΠΑ και άλλες συμμετέχουσες χώρες, οι οποίες διευκρίνισαν περαιτέρω την κατάσταση. Αναμφίβολα πολλά μένουν ακόμη να αποσαφηνισθούν, ωστόσο δύναται να δοθεί μια συνεκτική εικόνα της επιχειρήσεως.
Η ανακοίνωση του Ιράν
Όλα άρχισαν την 1 Απριλίου, όταν το Ιράν δήλωσε ότι θα ανταποδώσει το αεροπορικό πλήγμα, εναντίον του Ιρανικού προξενείου στη Δαμασκό, το οποίο το Ισραήλ ποτέ επισήμως δεν αποδέχθηκε, με αποτέλεσμα το θάνατο ηγετικών στελεχών των Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης. Οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ συγκέντρωσαν την προσοχή τους στις στρατιωτικές δραστηριότητες του Ιράν και προϊόντος του χρόνου διαμορφωθήκαν τέτοιες ενδείξεις (έξοδος μεγάλου αριθμού πυραύλων από τις αποθήκες πυρομαχικών και μεταφορά στους χώρους εκτοξεύσεως, πλήρωση των δεξαμενών καυσίμων των πυραύλων κτλ) οι οποίες συνηγορούσαν ότι η προπαρασκευή της επιθέσεως του Ιράν ήταν σε πλήρη εξέλιξη και μάλιστα με εντατικούς ρυθμούς. Αυτά προκάλεσαν συναγερμό στα όργανα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Υπό άκρα μυστικότητα, δέκα ημέρες περίπου πριν από την εκδήλωση της επιθέσεως, συνήλθε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και ελήφθησαν αποφάσεις για την υποστήριξη της αμύνης του Ισραήλ, με σκοπό να αποφευχθεί η κλιμάκωση στην περιοχή και να μην εξελιχθεί η κρίση της Γάζας σε περιφερειακή σύγκρουση.
Αντιαεροπορική – αντιβληματική επιχείρηση
Με μια πολύ αδρή εκτίμηση της καταστάσεως, η ιρανική επίθεση θα ήταν εναέρια, κατά βάση πυραυλική και ευρείας εκτάσεως. Επομένως για την αντιμετώπισή της ήταν απαραίτητη μια αντιαεροπορική – αντιβληματική επιχείρηση χωρίς να κλιμακωθεί η κατάσταση, δηλαδή έπρεπε να διεξαχθεί εκτός του ιρανικού εδάφους. Αυτό απέκλειε εξαρχής την επιλογή επιθετικού τύπου επιχειρήσεως και καθιστούσε επιβεβλημένη την αμυντική. Η πρωτοβουλία (αριθμός, τύπος, χώρος – χρόνος εκτοξεύσεως βλημάτων, ρυθμός επιχειρήσεων κτλ) αφέθηκε πρακτικά στο Ιράν. Οι αμυντικές αντιαεροπορικές – αντιβληματικές επιχειρήσεις, είναι υψηλού βαθμού ρευστότητας, αβεβαιότητας και κινδύνου, γιατί είναι άγνωστο το είδος, ο αριθμός και η ποιότητα των απειλών, ενώ η αντίδραση λαμβάνει χώρα εντός σημαντικών περιορισμών χρόνου και επιλογών, ως εκ τούτου απαιτείται ευελιξία, ευκαμψία και ταχεία προσαρμογή, στην κατάσταση που θα δημιουργηθεί.
Το Ισραήλ δεν είχε δυνατότητα να σχεδιάσει
Η επιχείρηση έπρεπε να λάβει χώρα κατά βάση στον εναέριο χώρο αραβικών χωρών, ζήτημα εξαιρετικά ευαίσθητο, ενώ απαιτούσε συλλογή και διαχείριση πληροφοριών σε ολόκληρο σχεδόν το χώρο της Μ. Ανατολής. Είναι οφθαλμοφανές ότι το Ισραήλ δεν είχε τη δυνατότητα να σχεδιάσει, να διεξαγάγει μόνο του τέτοιου είδους και εκτάσεως επιχείρηση. Έπρεπε να βρεθεί άλλη λύση. Στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ, προκρίθηκε η ιδέα δημιουργίας ενός ad hoc Συνασπισμού κρατών, προσανατολισμένου καθαρά και μόνο στην αντιμετώπιση της ιρανικής επιθέσεως, στον οποίο θα ενσωματωνόταν και το Ισραήλ. Οι χώρες με δική τους πρωτοβουλία θα αποφάσιζαν να ανακοινώσουν ή μη τη συμμετοχή τους. Αυτά αποτέλεσαν το βάθρο της ενάρξεως της σχεδιάσεως και της επιτυχίας. Θεμελιώδες ζήτημα ήταν η ηγεσία του Συνασπισμού. Το θέμα ήταν αφενός μεν πολιτικό, δηλαδή αποδοχή από όλους τους συμμετέχοντες και αφετέρου δε επιχειρησιακό, δηλαδή να διαθέτει τα κατάλληλα μέσα και δυνατότητες για αυτή την επιχείρηση. Το Ισραήλ όπως προαναφέρθηκε δεν διέθετε και τα δύο, ως εκ τούτου το μοναδικό κράτος που μπορούσε να συγκεντρώσει αυτά τα εχέγγυα, δεν ήταν άλλο από τις ΗΠΑ, οι οποίες ωστόσο τήρησαν χαμηλό προφίλ.
Ο Πρόεδρος Μπάιντεν εξέδωσε κατευθυντήριες οδηγίες για τη συνδρομή στην άμυνα του Ισραήλ. Η αμερικανική διπλωματία ανάλαβε το έργο της συγκροτήσεως του ad hoc Συνασπισμού. Έτσι άρχισε ένας εντατικός διπλωματικός διάλογος προς κάθε κατεύθυνση (Ισραήλ, χώρες Μέσης Ανατολής, δυτικές χώρες, Κίνα, Ινδία, Τουρκία και άλλοι). Οι αραβικές χώρες επείσθησαν να συμμετάσχουν στο Συνασπισμό, παρότι ήταν επικριτικές και μάλιστα ενίοτε σφόδρα, για τη δράση του Ισραήλ στη Γάζα, καθώς θεωρούν ότι το Ιράν και οι εταίροι του στην περιοχή, αποσταθεροποιούν τη Μ. Ανατολή, υπονομεύοντας και αυτά καθαυτά τα καθεστώτα. Παράλληλα χρησιμοποιήθηκε το κανάλι της ελβετικής πρεσβείας στην Τεχεράνη για ανταλλαγή μηνυμάτων με την Ιρανική ηγεσία.
Η ανάθεση του στρατιωτικού έργου
Το στρατιωτικό έργο ανατέθηκε στην Κεντρική Διοίκηση των ΗΠΑ (US Central Command- US CENTCOM), στην περιοχή ευθύνης της οποίας ανήκει το Ισραήλ, με διοικητή τον Στρατηγό Michael Kurilla και έδρα την Τάμπα της Φλώριδα και την άμεση υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Διοικήσεως (US European Command – US EUCOM), με έδρα τη Στουτγάρδη της Γερμανίας. Η Κεντρική Διοίκηση εκπόνησε το στρατηγικό σχέδιο το οποίο πρακτικά απεικόνισε το αποτέλεσμα της διπλωματίας, δηλαδή, μεταξύ άλλων, τις συμμετέχουσες χώρες, τα μέσα και τις δυνατότητες που θα συνεισφέρουν στην επιχείρηση και με γενικούς όρους τον τρόπο που θα εμπλακεί εκάστη, ενώ ανέθεσε το επιχειρησιακό έργο στην Αεροπορική της Διοίκηση (AFCENT), με διοικητή τον Αντιπτέραρχο Alexus G. Grynkewich, ταυτόχρονα και διοικητή αεραμύνης της περιοχής τηs CENTCOM .
Η Αεροπορική Διοίκηση
Η Αεροπορική Διοίκηση εκπόνησε το σχέδιο επιχειρησιακού επιπέδου, συντόνισε και διεξήγαγε την επιχείρηση. Ο πυρήνας σε όλο αυτό ήταν το Κέντρο Συνδυασμένων Αεροπορικών Επιχειρήσεων (Combined Air Operations Centre – CAOC) της, το οποίο βρίσκεται στην αεροπορική βάση Al Udeid του Κατάρ, μόλις 30 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από το κέντρο της Ντόχα. Η περιοχή ευθύνης του είναι αυτή της Κεντρικής Διοικήσεως, δηλαδή της Μ. Ανατολής. Λόγω της διεξαγωγής επιχειρήσεων εναντίον του ISIS (« Operation Inherent Resolve») και των Χούτι («Operation Prosperity Guardian»), είναι πολυεθνικό και διακλαδικό. Επικεφαλής είναι Καναδός αξιωματικός. Συμμετέχουν σε αυτό με τμήματα συνδέσμων πλέον των 15 δυτικών αλλά και αραβικών χωρών. Επίσης συντονίζει τις επιχειρήσεις, με τις Ρωσικές αεροπορικές δυνάμεις στη Συρία, εναντίον του ISIS, προς αποφυγή αμοιβαίων παρεμβολών . Επειδή υφίσταται κίνδυνος να διακοπεί η λειτουργία του για οποιοδήποτε λόγο, υπάρχει «είδωλό» του στις ΗΠΑ, στην αεροπορική βάση Shaw στη Νότια Καρολίνα, το οποίο παρακολουθεί τις επιχειρήσεις και δύναται να αναλάβει τη διεύθυνσή τους άμεσα.
Ποιοι συμμετείχαν στο Συνασπισμό
Ένα καίριο ερώτημα είναι ποιες χώρες συμμετείχαν στο Συνασπισμό. Πέραν του Ισραήλ, των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας, η μόνη αραβική χώρα που δήλωσε τη συμμετοχή της μετά το πέρας της επιχειρήσεως ήταν η Ιορδανία. Δηλαδή, αυτές που διέθεσαν τα μέσα τα οποία εξουδετέρωσαν τις απειλές. Όμως μια τέτοια επιχείρηση απαιτεί επιμέρους διευκολύνσεις για τη σχεδίαση και διεξαγωγή της, οι οποίες δεν είναι άμεσα ορατές, πλην όμως είναι ζωτικής σημασίας. Ενδεικτικά αναφέρονται, η διάθεση του εναερίου χώρου, η στάθμευση – ανάπτυξη των μέσων , η υποστήριξη (καύσιμα, πυρομαχικά, επισκευές κτλ), ο εναέριος ανεφοδιασμός, η εναέρια επιτήρηση, η έρευνα και διάσωση μάχης, η αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών (προσγειώσεις εκτάκτου ανάγκης, τραυματίες, νεκροί κτλ), ο ηλεκτρονικός πόλεμος και πάνω από όλα πληροφορίες, όπως προαναφέρθηκε.
Ο πυρήνας της επιχειρήσεως βασιζόταν στις πληροφορείς σε πραγματικό χρόνο, για τη διαμόρφωση της κοινής επιχειρησιακής εικόνας από το CAOC, η οποία θα απεικόνιζε τις απειλές και τα μέσα και τις δυνατότητες για την εξουδετέρωσή τους. Η αντιμετώπιση των απειλών έπρεπε να αρχίσει όσο το δυνατόν ανατολικότερα, κλιμακούμενη σταδιακά προς τα δυτικά, μόλις οι διαστημικοί αισθητήρες εντόπιζαν την εκτόξευση των πυραύλων και εξεδίδετο το αυτοματοποιημένο σήμα συναγερμού, εναέριοι και επίγειοι αισθητήρες (ραντάρ κτλ) έπρεπε να εστιάσουν σε αυτούς, ειδικά αν εχρησιμοποιούντο και drones, τα οποία έχουν πολύ μικρή ανακλαστική επιφάνεια. Όλα αυτά έπρεπε να αναπτυχθούν όσο το δυνατόν πλησιέστερα προς το Ιράν . Και μόνο από αυτό συνάγεται ότι οι συνορεύουσες με το Ιράν χώρες και αυτές του Κόλπου, είτε διέθεσαν την εικόνα του συστήματος αεραμύνης τους, είτε επέτρεψαν ή ανεχθήκαν την ανάπτυξη αισθητήρων στο έδαφος ή στον εναέριο χώρο τους, πέραν των άλλων διευκολύνσεων τις οποίες ενδεχομένως προσέφεραν. Επομένως το Ιράκ, οι χώρες του Κόλπου και η Σαουδική Αραβία ενεπλάκησαν άμεσα ή έμμεσα, ανεξαρτήτως δηλώσεως. Ενώ το Ιράν και οι χώρες που δρουν «αντιπρόσωποί» του, περιελήφθησαν de facto στην περιοχή επιχειρήσεων, ως αντίπαλοι, ήτοι Λίβανος, Συρία και Υεμένη.
Το κλίμα εμπιστοσύνης
Τα παραπάνω δίνουν πρακτικά το πλαίσιο της συμμετοχής και εμπλοκής των αραβικών χωρών. Το ζήτημα όμως που τίθεται είναι πως διαμορφώθηκε αφενός το κλίμα εμπιστοσύνης για ανταλλαγή πληροφοριών με το Ισραήλ και αφετέρου η τεχνικο- επιχειρησιακή υποδομή για τη διαχείρισή τους. Προφανώς ο χρόνος των δυο περίπου εβδομάδων ήταν εντελώς ανεπαρκής. Για να απαντηθούν αυτά, πρέπει να γυρίσουμε πίσω περίπου μια δεκαετία. Η απειλή του Ισλαμικού Κράτους στην περιοχή, αλλά και του Ιράν, λόγω της διασποράς από αυτό πυραυλικών συστημάτων στους «αντιπροσώπους» του, οδήγησε τις χώρες του Συμβουλίου του Κόλπου (Μπαχρέιν, Κουβέιτ, Ομάν, Κατάρ, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) και την Ιορδανία, να λάβουν μέρος σε ένα πρόγραμμα αντιπυραυλικής προστασίας, υπό τις ΗΠΑ, με τη συμμετοχή και δυτικών χωρών. Αυτό κατέστη εφικτό αφενός με την αποστολή τμημάτων συνδέσμων στο CAOC και αφετέρου με τη δημιουργία της ανάλογης επικοινωνιακής υποδομής, αλλά και την ανάπτυξη καταλλήλων αισθητήρων και μέσων.
Το Ισραήλ όμως ήταν έξω από αυτή την πρωτοβουλία. Για την συμμετοχή του Ισραήλ, πρέπει να γυρίσουμε στο 2021, όταν την 15 Ιανουαρίου, λίγες ημέρες πριν από την αποχώρηση του, ο πρόεδρος Τραμπ αποφάσισε την υπαγωγή του χώρου του Ισραήλ, από την Ευρωπαϊκή (US EUCOM) στην Κεντρική (US CENTCOM) Διοίκηση. Σκοπός ήταν, η ενίσχυση αφενός, της περιφερειακής ασφάλειας και αυτής του Ισραήλ, ειδικά μετά τις απειλές του Ιράν και αφετέρου, της αραβοϊσραηλινής συνεργασίας στο πλαίσιο των Συμφωνιών του Αβραάμ. Η αλλαγή αυτή δεν ήταν μια από αυτές της τελευταίας στιγμής του Προέδρου Τραμπ, για να δημιουργήσει τετελεσμένα στην πολιτική Μπάιντεν. Ήταν κάτι το οποίο είχε προκύψει κατόπιν μακροχρόνιας μελέτης. Είχαν πραγματοποιηθεί πολλές ασκήσεις, ειδικά στον τομέα της αντιβληματικής άμυνας, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Διοικήσεως (US EUCOM) και του Ισραήλ, στις οποίες είχαν εντοπισθεί σημαντικά κενά, καθώς οι απειλές εναντίον του Ισραήλ προέρχονταν αποκλειστικά από την περιοχή της Κεντρικής Διοικήσεως (US CENTCOM).
Έτσι από την 1 Σεπτεμβρίου 2021, το Ισραήλ εντάχθηκε και επισήμως στην περιοχή ευθύνης της US CENTCOM , ανοίγοντας νέους ορίζοντες και δυνατότητες συνεργασίας με τις αραβικές χώρες. Ακολούθησαν σταδιακά πολλές ασκήσεις και συνεργασίες και με τις ισραηλινές δυνάμεις, ειδικά στον τομέα της αντιαεροπορικής – αντιβληματικής αμύνης. Το CAOC για να ενισχύσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη και συνεργασία χρησιμοποίησε διάφορες τεχνικές, για παράδειγμα της «απόρρητης» βάσεως δεδομένων, στην οποία δεν είναι ορατή στους συμμετέχοντες, παρά μόνο στον διευθύνοντα (δηλαδή στο προσωπικό των ΗΠΑ), ποιος δίνει τις πληροφορίες των απειλών και ποιος τις αντιμετωπίζει. Έτσι δημιουργήθηκε το κλίμα αλλά και το λειτουργικό υπόβαθρο για τη διεξαγωγή της επιχειρήσεως και την επιτυχία της τελικά.
Προπαρασκευή της επιχείρησης
Κατά την προπαρασκευή της επιχειρήσεως έγιναν προωθήσεις επιπλέον αμερικανικών αεροσκαφών, επίσης, δυο αντιτορπιλικά (USS Arleigh Burke και USS Carney) με μεγάλες αντιπυραυλικές δυνατότητες, αναπτύχθηκαν στην Α. Μεσόγειο (περιοχή US EUCOM), βρετανικά αεροσκάφη αντικατέστησαν αμερικανικά στην επιχείρηση κατά του ISIS, ώστε αυτά να αποδεσμευθούν, ενώ προωθήθηκαν και βρετανικά και γαλλικά αεροσκάφη στην περιοχή, όπως και άλλα μέσα και δυνατότητες.
Πλησιάζοντας ο χρόνος της διεξαγωγής της επιχειρήσεως το CAOC με βάση την εκτίμηση των αξόνων και του είδους των απειλών, εξέδωσε λεπτομερέστατες διαταγές για την αντιμετώπισή τους. Ειδικότερα, καθόρισε τη θέση ή περιοχή των διαφόρων μέσων και δυνατοτήτων, επιφανειακών (επίγειων – θαλάσσιων) και εναερίων, το έργο τους και άλλες λεπτομέρειες συντονισμού, ενώ έκανε την κατανομή του εναέριου χώρου ώστε να διασφαλίσει την απρόσκοπτη, ασφαλή και αποτελεσματική δράση των διαφόρων μέσων (ενδεικτικά, αεροδιάδρομοι, περιοχές εναερίου ανεφοδιασμού, περιοχές αναπτύξεως εναερίων μέσων επιτηρήσεως και εγκαίρου προειδοποιήσεως, ζώνες εμπλοκής μαχητικών, ζώνες εμπλοκής πυραυλικών συστημάτων εδάφους – αέρος και άλλα πάρα πολλά).
Ο χρόνος
Ο χρόνος εκδηλώσεως της επιθέσεως εκτιμήθηκε με αρκετή ακρίβεια, καθώς πληροφορίες φέρουν την Σαουδική Αραβία να ενημερώνεται από το Ιράν για επικείμενη χρησιμοποίηση του εναερίου χώρου της και αυτή προφανώς με τη σειρά της ενημέρωσε τα μέλη του Συνασπισμού. Σταδιακά «έκλεισε» για την πολιτική αεροπορία, ο εναέριος χώρος της Μ. Ανατολής, με αποτέλεσμα να εκτρέπονται τα αεροσκάφη προς άλλες κατευθύνσεις και να απαγορεύεται η προσγείωσή τους σε αεροδρόμια της Μ. Ανατολής. Ακόμη και στις ιστοσελίδες εναέριας κυκλοφορίας, στο ίντερνετ, εμφανίσθηκε η εικόνα μιας τεράστιας «τρύπας», πάνω από την Μ. Ανατολή, από την έναρξη της επιθέσεως μέχρι μερικά εικοσιτετράωρα αργότερα. Στόχοι, της επιχειρήσεως «Αληθής Υπόσχεση», όπως ονομάσθηκε από το Ιράν, αναφέρθηκαν η αεροπορική βάση Nevatim και το Κέντρο Πληροφοριών του Ισραήλ, στο όρος των Ερμών, καθώς θεώρησε ότι αυτοί ήταν υπεύθυνοι για την προσβολή του ιρανικού προξενείου στη Δαμασκό.
Φυσικά υπήρχαν και άλλοι στόχοι οι οποίοι δεν μνημονεύθηκαν. Η απειλή εκδηλώθηκε από το έδαφος του Ιράν, του Ιράκ, της Υεμένης και του Λιβάνου. Η εκτόξευση των πυραύλων και των drones (απλής κατευθύνσεως ή καμικάζι), έγινε σε διαδοχικά κύματα από το έδαφος του Ιράν και του Ιράκ. Η αντιμετώπιση, των drones και των πυραύλων κρουζ έγινε από αεροσκάφη και επίγεια συστήματα πάνω από το έδαφος του Ιράκ, της Σύριας και της Ιορδανίας και ενδεχομένως της Σαουδικής Αραβίας, η οποία επισήμως δεν το έχει αποδεχθεί. Επειδή αυτά ήταν μικρής ταχύτητος υπήρξε επαρκής χρόνος προειδοποιήσεως, για προσανατολισμό των μέσων προς εξουδετέρωσή τους. Κανένα από αυτά δεν έφθασε στο ισραηλινό έδαφος. Όπως είχε σχεδιασθεί η αντιμετώπιση άρχισε αμέσως μετά την έξοδο τους από τα σύνορα του Ιράν.
Πυροβολαρχία Patriot, των ΗΠΑ, της οποίας η παρουσία ήταν άγνωστη, κατέρριψε πύραυλο κρουζ στην περιοχή της Ιρμπίλ, στο Β. Ιράκ. Αμερικανικά αεροσκάφη κατέρριψαν πάνω από 80 drones και απροσδιόριστος αριθμός από τα βρετανικά, γαλλικά και ιορδανικά. Οι βαλλιστικοί πύραυλοι αντιμετωπίσθηκαν κυρίως από τα αντιβληματικά συστήματα του Ισραήλ, κατά βάση τα Arrow 2 και 3, με δυνατότητα και εξωατμοσφαιρικής εξουδετέρωσης και ενδεχομένως και από τα μέσου βεληνεκούς David Sling. Επίσης συνέβαλαν και τα δύο αμερικανικά αντιτορπιλικά, ανεπτυγμένα, όπως προαναφέρθηκε, στην Α. Μεσόγειο, τα οποία με τη χρησιμοποίηση του συστήματος AEGIS και πυραύλους SM3 (για πρώτη φορά σε πραγματικές επιχειρήσεις), κατέρριψαν τουλάχιστον έξι βαλλιστικούς πυραύλους. Τελικά κάτω της δεκάδας βαλλιστικοί πύραυλοι, διέφυγαν του πλέγματος αμύνης και προσέβαλε την αεροπορική βάση Nevatim στην έρημο Νεγκέβ, η οποία φιλοξενεί και αεροσκάφη F-35, χωρίς να προκληθούν σοβαρές ζημιές και να διακοπεί η λειτουργία της, όπως ανακοινώθηκε από τις ισραηλινές αρχές. Τα διαδοχικά κύματα πυραύλων και drones δεν συγχρονισθήκαν επαρκώς ώστε να προκαλέσουν «κορεσμό» στο αντιβληματικό σύστημα, καθιστώντας έτσι ευκολότερη την αντιμετώπισή τους.
Μήνυμα στο Ιράν μέσω Χούθι
Παράλληλα, οι Χούθι αποπειράθηκαν από την Υεμένη να πλήξουν το Ισραήλ, όμως αμερικανικά αεροσκάφη κατέστρεψαν ένα πύραυλο και επτά drones επί του εδάφους, δίνοντας έτσι και ένα μήνυμα στο Ιράν, ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί σε μικρότερη ή μεγαλύτερη έκταση και στο έδαφός του. Η Χεζμπολάχ, από το Λίβανο, εκτόξευσε ρουκέτες και το Ισραήλ απάντησε με αεροπορικές προσβολές. Δηλαδή ο αμυντικός χαρακτήρας της επιχειρήσεως, ίσχυσε μόνο για το Ιράν και όχι για τους «αντιπροσώπους» του.
Χερσαίες βάσεις και αεροπλανοφόρο
Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν αεροσκάφη από χερσαίες βάσεις και αεροπλανοφόρο (πιθανότατα το USS Dwight D. Eisenhower, από την περιοχή της Ερυθράς Θαλάσσης) ενεπλάκησαν αεροσκάφη F-15 και F-16, χωρίς να προσδιορισθεί ο αριθμός, ενώ οι βρετανοί ενήργησαν με Typhoon και οι γάλλοι με Rafale .
Ο Διοικητής των Αεροπορικών Δυνάμεων της Κεντρικής Διοικήσεως, χωρίς να αναφερθεί στην επιχείρηση συγκεκριμένα, μιλώντας την επομένη της επιχειρήσεως, στο Air & Space Forces Magazine, έδωσε μια γενική περιγραφή της λειτουργίας του CAOC επισημαίνοντας: «Παίρνουμε οποιοδήποτε μέσο έχουμε στο θέατρο επιχειρήσεων … υπό τον τακτικό μας έλεγχο ή σε ρόλο άμεσης υποστηρίξεως, από ολόκληρο το φάσμα της Διακλαδικής Δυνάμεως και του Συνασπισμού, … ώστε να μπορούμε να συγχρονίσουμε τα πυρά και τα αποτελέσματα, όταν εισερχόμεθα στον αγώνα της αντιαεροπορικής αμύνης …», και συνέχισε: «Βλέπουμε κάτι να έρχεται, θα το πάρεις εσύ ή εμείς; Μοιραζόμαστε την προειδοποίηση των απειλών, μοιραζόμαστε την εικόνα που βλέπουμε και παίρνουμε πολύ γρήγορες αποφάσεις στο ευρύτερο πλαίσιο του Συνασπισμού, πέραν των Δυνάμεων που ελέγχουμε και διοικούμε άμεσα».
Η περιγραφή αυτή καταδεικνύει ότι οι ΗΠΑ είχαν τον πλήρη έλεγχο της επιχειρήσεως, δίνοντας στους συμμετέχοντας του Συνασπισμού τη δυνατότητα να παρακολουθούν την εικόνα, στα δικά τους Κέντρα Αεροπορικών Επιχειρήσεων και αποδεσμεύοντας σε αυτούς απλώς την τυπική έγκριση της εκτοξεύσεως των πυρών.
Ευρείας έκτασης
Η επίθεση του Ιράν, η πρώτη απευθείας εναντίον του Ισραήλ, ήταν ευρείας εκτάσεως, στα όρια των δυνατοτήτων του για μια μοναδική επιχείρηση, με συνδυασμό πυρομαχικών ικανών να προκαλέσουν σοβαρά έως καταστροφικά αποτελέσματα επί των στόχων στο Ισραήλ, κλιμακώνοντας έτσι περαιτέρω την κατάσταση. Η προσπάθεια από κάποιους κύκλους υποβιβασμού της σημασίας του ιρακινού πλήγματος, ότι ήταν δηλαδή ήσσονος σχεδιασμένου αποτελέσματος, είναι αβάσιμη. Η επιτυχής αντιμετώπισή του ήταν αυτή που το υποβάθμισε και όχι ο σχεδιασμός του Ιράν.
Άριστη σχεδίαση
Η σχεδίαση της επιχειρήσεως ήταν άριστη. Η εκτίμηση του είδους της απειλής και του μεγέθους της ήταν ακριβής, έτσι έγινε ορθή επιλογή και επάρκεια των απαιτουμένων μέσων. Η κοινή επιχειρησιακή εικόνα που διαμορφώθηκε έδωσε τη δυνατότητα για διεξαγωγή κατά υποδειγματικό τρόπο, υπήρχε βάθος, ευελιξία και αλληλοεπικάλυψη των μέσων, δεν δημιουργήθηκαν κενά στους κρίσιμους χώρους και το κυριότερο λόγω του μεγέθους της απειλής δεν παρατηρηθήκαν ελλείψεις πυρομαχικών.
Η συμπεριφορά των συστημάτων που ενεπλάκησαν ήταν εξαιρετική, δείγμα του επιπέδου συντηρήσεως και λειτουργικότητας καθώς δεν εμφανίσθηκαν κενά και χάσματα ή και αν υπήρξαν, καλύφθηκαν χωρίς να δημιουργήσουν επιχειρησιακές αρρυθμίες. Αν ληφθεί υπόψη και ένα ποσοστό αστοχίας των ιρανικών πυραυλικών συστημάτων και drones (κάποιοι μιλούν για 50%, λίγο υπερβολικό), το μεγαλύτερο μέρος των στόχων, εξουδετερώθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις δίνοντας χρόνο και επιλογές στις ΙΑΔ για να αντιμετωπίσουν τους υπολοίπους, επιβεβαιώνοντας και από αυτή την οπτική γωνία ότι το Ισραήλ δεν μπορούσε μόνο του να διεξαγάγει αυτή την επιχείρηση.
Η επιχείρηση, διακλαδική και πολυεθνική, ήταν απόλυτα επιτυχημένη καθώς το σύνολο σχεδόν των απειλών εξουδετερώθηκε, ενώ οι ζημιές ήταν ελάχιστες και η μοναδική αξιόλογη απώλεια ήταν ο σοβαρός τραυματισμός ενός νεαρού κοριτσιού.
Μακρά προετοιμασία
Η ενοποιημένη αντιαεροπορική – αντιβληματική άμυνα, ήταν ένα πρόγραμμα με μακρά προετοιμασία, υψηλού κόστους και η προσπάθεια στη Μ. Ανατολή πέραν των τεχνικών εμποδίων, συναντούσε την καχυποψία των χωρών, ενώ ήταν χωρίς επιβεβαιωμένα αποτελέσματα. Απέδειξε την αξία του, παρά τις αμφισβητήσεις που είχε δεχθεί, μείωσε την πίεση προς τους πολιτικούς να απαντήσουν άμεσα ή υπερβολικά και το σημαντικότερο εξέπεμψε το μήνυμα προς κάθε συμμετέχοντα ότι η ίδια «συνταγή» θα μπορούσε να εφαρμοσθεί και για αυτόν.
Ο πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ που υποστήριξε το Ισραήλ στο πεδίο
Ο πρόεδρος Μπάιντεν, ο πρώτος πρόεδρος που άμεσα υποστήριξε το Ισραήλ στο πεδίο, παρακολούθησε την επιχείρηση από την Αίθουσα της Καταστάσεως (Situation Room) του Λευκού Οίκου, με προσκεκλημένο τον ισραηλινό πρέσβη Michael Herzog, αδελφό του ισραηλινού προέδρου Isaac Herzog. Ενώ μετά το πέρας της επιχειρήσεως συνεχάρη τους διοικητές δύο σμηνών αεροσκαφών F-15, για τον επαγγελματισμό τους και τα εξαιρετικά αποτελέσματα τα οποία επέτυχαν.
Επιτυχία των ΗΠΑ
Συνοψίζοντας, η επιχείρηση αποτελεί μια κορυφαία πολιτική και στρατιωτική επιτυχία των ΗΠΑ, οι οποίες έκαναν κατορθωτή τη σύμπραξη των αραβικών χωρών και του Ισραήλ, ενώ συντόνισαν και συγχρόνισαν στο πεδίο όλα τα διαθέσιμα μέσα, ώστε να προστατευόσουν το Ισραήλ και να αποφύγουν την κλιμάκωση και διεύρυνση της συγκρούσεως στη Μ. Ανατολή.
Σε ότι αφορά στο Ισραήλ, η όλη εξέλιξη της καταστάσεως υπενθύμισε για μια ακόμη φορά ότι δεν αρκεί η απόφαση και η αποφασιστικότητα να χρησιμοποιήσεις τη στρατιωτική σου ισχύ και να εμπλακείς σε ένα πόλεμο, για την επίλυση ενός πολιτικού προβλήματος. Όταν οι ηγεσίες πολιτικές και στρατιωτικές ανεβαίνουν εθελοντικά τη σκαλοπάτια της κλιμακώσεως , δημιουργούν μια δυναμική, η οποία ενίοτε είναι δύσκολο να ελεγχθεί, ακόμη δε περισσότερο να αναστραφεί.
Η συγκεκριμένη επιχείρηση, δηλαδή η αντιβληματική άμυνα, διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στον έλεγχο της καταστάσεως, όμως η τεχνολογία δεν είναι αυτή η οποία θα δώσει τις λύσεις στο Ισραήλ. Το Ισραήλ πρέπει να απαντήσει σε σκληρές ερωτήσεις, γύρω από την στρατηγική ασφαλείας του, προκειμένου να υποστηρίξει την ύπαρξη και επιβίωσή του στην περιοχή.
*Ο Κωνσταντίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α. – Επίτιμος Αρχηγός ΓΕΣ
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις