Η Αθήνα, σταθερά και γοργά, τα τελευταία χρόνια εξελίσσεται σε έναν δηµοφιλή ευρωπαϊκό «city break» προορισµό – πόλεις που τις επισκέπτεται κανείς για ένα τριήµερο. Αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, όπως είναι η δηµιουργία πολλών νέων ξενοδοχειακών µονάδων µε υψηλού επιπέδου υπηρεσίες, η ανάπτυξη µιας ενδιαφέρουσας γαστρονοµικής σκηνής, η οποία περιλαµβάνει ποιοτικές προτάσεις σε εξαιρετικές τιµές, αλλά κυρίως στα σπουδαία ιδρύµατα και χώρους πολιτισµού που µπορεί να βρει κανείς εδώ.

Φυσικά η Ακρόπολη και τα µνηµεία του αρχαίου πολιτισµού πάντοτε αποτελούσαν πόλους έλξης για τους τουρίστες από όλες τις γωνιές του πλανήτη, αλλά πλέον η ελληνική πρωτεύουσα έχει πολλά να επιδείξει και στη σύγχρονη και µοντέρνα τέχνη, µε επιδραστικά µουσεία, γκαλερί και άλλους χώρους να προσελκύουν ένα µεγάλο και ετερόκλητο κοινό. Ενα από τα σπουδαιότερα τέτοια παραδείγµατα αποτελεί το Μουσείο του Ιδρύµατος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, στην καρδιά του Παγκρατίου και συγκεκριµένα στην οδό Ερατοσθένους 13.

Ανταποκρινόµενο πλήρως στο όραµα των ιδρυτών του Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή για τη δηµιουργία ενός µουσείου που θα στέγαζε την πολύτιµη συλλογή τους από σπουδαία έργα σύγχρονης και µοντέρνας τέχνης και το οποίο θα έδινε την ευκαιρία στο ευρύ κοινό να έρθει σε επαφή και να εξοικειωθεί µε την τέχνη που οι ίδιοι αγάπησαν, το επιβλητικό µουσείο έχει κατορθώσει να συγκεντρώσει έλληνες και ξένους φιλότεχνους κάθε ηλικίας, όχι µόνο µε τη µοναδική µόνιµη συλλογή του, αλλά και χάρη στις αµέτρητες άλλες δραστηριότητές του. Ιδανική να µας µιλήσει για αυτές, αλλά και για το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύµατος στην Ανδρο, είναι η υπεύθυνη της συλλογής, η Μαρία Κουτσοµάλλη-Μορώ, ιστορικός τέχνης, πτυχιούχος του Πανεπιστηµίου της Σορβόννης και µε προηγούµενη θητεία στους διάσηµους οίκους δηµοπρασιών Sotheby’s στη Νέα Υόρκη και Christie’s στο Παρίσι.

Credit: Χριστόφορος Δουλγέρης

Μιλήστε µας για τη µόνιµη συλλογή του Ιδρύµατος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή.

Credit: Χριστόφορος Δουλγέρης«Πρόκειται για µια από τις σηµαντικότερες ιδιωτικές συλλογές που δηµιουργήθηκαν στο δεύτερο µισό του 20ού αιώνα. Σήµερα θα ήταν πολύ δύσκολο κανείς να καταφέρει να βρει έργα τέτοιας σηµασίας, γιατί πέρα από την αξία τους τη χρηµατική είναι και πολύ σπάνια. Είχαν την “πολυτέλεια” δηλαδή εκείνη την περίοδο να βρουν έργα τα οποία ήταν µουσειακής αξίας, σηµαντικά στην πορεία του ίδιου του καλλιτέχνη. Η συλλογή περιλαµβάνει πολύ αναγνωρίσιµα έργα, όπως είναι η “Μικρή χορεύτρια δεκατεσσάρων ετών” (π. 1878-1881) του Εντγκάρ Ντεγκά (1834-1917), “Ο Καθεδρικός Ναός της Ρουέν το πρωί (ροζ απόχρωση)” (1894) του Κλοντ Μονέ (1840-1926), το drip painting µε τον “Αριθµό 13” (1950) του Τζάκσον Πόλοκ (1912-1956), “Η συγκοµιδή της ελιάς” του Βίνσεντ βαν Γκογκ (1853-1890), που δηµιούργησε ο καλλιτέχνης µόλις άρχισε να συνέρχεται από τις µεγάλες κρίσεις που πέρασε το 1889. Επίσης έχουµε τη “Γυµνή γυναίκα µε σηκωµένα χέρια” (1907) του Πάµπλο Πικάσο (1881-1973), το πρώτο έργο που δηµιούργησε µετά τις “Δεσποινίδες της Αβινιόν” (1907), άρα έργα-σταθµούς για τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Ξεκινάµε από τον Ελ Γκρέκο (1541-1614), το µόνο µη µοντέρνο έργο της συλλογής, και µετά περνάµε σε ιµπρεσιονιστές, νεοϊµπρεσιονιστές, τον Πικάσο την περίοδο που είναι ακόµα παραστατικός, σε κυβιστές, ρεαλιστές, αφαιρετικούς όπως Βασίλι Καντίνσκι (1866-1944) και Πάουλ Κλέε (1879-1940), ενώ έχουµε και γλυπτά, όπως είναι η “Η αιώνια άνοιξη” (1884) του Ογκίστ Ροντέν (1840-1917) και Αλµπέρτο Τζιακοµέτι (1901-1966). Οι ιδρυτές διεύρυναν τη συλλογή και µε νεότερους µεταπολεµικούς καλλιτέχνες και µάλιστα σε πολλές περιπτώσεις καλλιτέχνες που γνώριζαν προσωπικά, όπως ήταν ο Μπαλτίς (1908-2001) και ο Σεζάρ (1921-1998) – είχαν βέβαια και πολλές προσωπικές επαφές µε έλληνες καλλιτέχνες. Και φυσικά, τα έργα αποτελούσαν πολύ προσωπικές επιλογές του Βασίλη και της Ελίζας, στις οποίες φαινόταν και το γούστο τους. Παραδείγµατος χάριν, όταν διαλέγουν έναν Μπρακ (1882-1963), δεν θα προτιµήσουν ένα κυβιστικό του έργο, που είναι ίσως πιο αναγνωρίσιµο στο ευρύ κοινό, αλλά ένα έργο του 1942, που δηµιουργήθηκε στη µέση του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου, το οποίο είναι µια κρυµµένη αυτοπροσωπογραφία, θα έλεγε κανείς. Ονοµάζεται “Η Πασιέντζα” και σε αυτό βλέπουµε µια γυναίκα που παίζει το παιχνίδι της πασιέντζας µε τα χαρτιά, αλλά η οποία κάνει στην ουσία υποµονή (σ.σ.: patience), όπως κάνει και ο καλλιτέχνης εκείνη την περίοδο. Είναι λοιπόν και το βλέµµα του συλλέκτη που κάνει τη συλλογή πραγµατικά πολύ ιδιαίτερη».

Credit: Ευτυχία Βλάχου

Από τα έργα της συλλογής έχετε κάποιο αγαπηµένο;

«Πολύ δύσκολη επιλογή. Θα έλεγα ότι κάθε ηµέρα αλλάζει ανάλογα µε τη διάθεσή µου. Οµως, η αλήθεια είναι ότι ότι υπάρχει ένα έργο που µε συγκινεί κάθε φορά που το βλέπω. Κάθε φορά ανανεώνει µια αίσθηση ηρεµίας και γαλήνης που αναζητώ αρκετά συχνά. Πρόκειται για τη “Συγκοµιδή της ελιάς” του Βαν Γκογκ. Είναι µια πηγή γαλήνης, παρ’ όλο που η συγκοµιδή της ελιάς είναι µια σκληρή δουλειά, η οποία γίνεται πολύ νωρίς το πρωί. Εδώ βρισκόµαστε σε ένα πρωινό του Δεκεµβρίου του 1889, που η θερµοκρασία φαίνεται ότι πλησιάζει το µηδέν, σύµφωνα µε αυτά που αναφέρει στον αδελφό του ο καλλιτέχνης, το οποίο έρχεται ύστερα από πολύ δύσκολους µήνες για τον ίδιο. Ο Βαν Γκογκ έχει κόψει ένα µέρος του αριστερού του αφτιού πριν από 11 µήνες, έχει µείνει για αρκετές εβδοµάδες στο νοσοκοµείο, προσπάθησε να επιστρέψει σε µια κανονική ζωή, αλλά δεν τα κατάφερε και στο τέλος επιλέγει µόνος του να εγκλειστεί σε άσυλο. Περνάει διάφορες κρίσεις εκεί και πολύ δειλά, σιγά-σιγά, καταφέρνει να βγει να ζωγραφίσει, πρώτα την αυλή και µετά, όταν τον αφήνουν, στα περίχωρα. Είναι πολύ συγκινητικό που προς το τέλος του χρόνου καταφέρνει πλέον να πάει στους ελαιώνες και η ελιά είναι το δέντρο που προσπαθούσε να ζωγραφίσει για πολύ καιρό. Η αλληλογραφία του αναφέρει πόσο αυτό τον δυσκολεύει, ώσπου ένα πρωί του Δεκεµβρίου γράφει στον αδελφό του ότι βρήκε τη σκηνή: τρεις γυναίκες που µαζεύουν ελιές. Αρα µιλάµε για ένα σηµαντικό έργο, όχι µόνο ως προς αυτό που αντιπροσωπεύει, που σε συγκινεί, αλλά και ως προς την τεχνική του. Μπορεί να χαθεί κανείς ώρες µέσα στα “ιµπάστο”, τα πολύ γλυκά που είναι µεταξύ του ροζ, του γαλάζιου, µε τα γήινα χρώµατα. Οπως και να το δει κανείς, είναι ένα έργο που σε καθηλώνει».

Τι σας λένε οι άνθρωποι που επισκέπτονται το µουσείο;

«Για τους Ελληνες είναι πάντα µια βαθιά συγκίνηση και µας ευχαριστούν που καταφέραµε να έχουµε ένα τέτοιο µουσείο στην Ελλάδα. Να µπορούν δηλαδή να δουν τόσο σηµαντικά έργα τέχνης χωρίς να χρειαστεί να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για αυτόν τον σκοπό. Οι ξένοι πολύ συχνά µας λένε ότι δεν περίµεναν να δουν µια τέτοια συλλογή στην Ελλάδα, κυρίως όσοι προέρχονται από χώρες που έχουν µεγάλα µουσεία, όπως είναι η Γαλλία, το Ηνωµένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ, η Γερµανία. Επαναλαµβάνουν κάτι που µε συγκινεί πολύ, ότι είναι πολύ ανθρώπινο µουσείο, µε λογικό µέγεθος δηλαδή. Το χαίρεσαι πραγµατικά µέσα σε µια τρίωρη επίσκεψη. Αυτό ήταν πολύ σηµαντικό, γιατί δεν είµαστε δηµόσιο µουσείο, είµαστε ιδιωτική συλλογή, παρουσιάζουµε έργα τα οποία επέλεξαν δυο συγκεκριµένοι άνθρωποι και ήταν για εµάς πολύ βασικό να υπάρχει αρκετός χρόνος να τα θαυµάσει κανείς».

Credit: Ευτυχία Βλάχου

Εκτός από τη µόνιµη συλλογή, διοργανώνετε πολλές εκθέσεις αλλά και δραστηριότητες, όπως οι βραδιές τζαζ και ενέργειες για παιδιά.

«Το µουσείο πρέπει να είναι ένα κέντρο συνάντησης για όλον τον κόσµο, για όλες τις ηλικίες και τις κοινωνικές τάξεις. Γι’ αυτό και ο προγραµµατισµός µας καλύπτει µουσική, διαλέξεις, κινηµατογράφο, εκπαιδευτικά προγράµµατα για παιδιά, για µεγαλύτερες ηλικίες και για όλες τις κοινωνικές οµάδες, µεταξύ των οποίων και τα παιδιά που βρίσκονται στο φάσµα του αυτισµού. Το µουσείο σχεδιάστηκε ώστε να έχει το δικό του αµφιθέατρο, πωλητήριο και café, προκειµένου να προσφέρει κάτι σε όλους όσοι το επισκέπτονται, ακόµα και χωρίς εισιτήριο».

«Ναι, βέβαια. Υπάρχει περιθώριο για βελτίωση, αλλά πάντα το ελληνικό κοινό ανταποκρίνεται µε ενθουσιασµό τόσο στη συλλογή µας όσο και στις προσωρινές εκθέσεις. Εµείς κατά κύριο λόγο απευθυνόµαστε στο ελληνικό κοινό, γιατί θέλουµε οι εκθέσεις µας να δίνουν τη δυνατότητα στους Ελληνες να δουν στη χώρα τους έργα για τα οποία θα χρειαζόταν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό, και βλέπουµε ότι υπάρχει ανταπόκριση. Η τελευταία µας έκθεση, που είχε τίτλο “Ο νεοϊµπρεσιονισµός στα χρώµατα της Μεσογείου”, έγινε, φανταστείτε, Ιανουάριο µε Απρίλιο, µια όχι ιδιαιτέρως τουριστική περίοδο, και ήταν η έκθεση που έφερε τον περισσότερο κόσµο. Χρειάστηκε να διευρύνουµε το ωράριο του µουσείου το Σαββατοκύριακο, ανοίγαµε την Τρίτη, ηµέρα που το µουσείο είναι κλειστό, για σχολικές επισκέψεις, προκειµένου να µπορέσουν να έρθουν όλα τα σχολεία. Ηταν τέτοια η ανταπόκριση που συγκινηθήκαµε βαθιά, νιώσαµε ότι µας έχει αγκαλιάσει το ελληνικό κοινό. Οταν παρουσιάζεις κάτι µε ποιότητα και µε ευαισθησία, υπάρχει ανταπόκριση».

Credit: Χριστόφορος Δουλγέρης

Πώς θέλετε να δείτε το µουσείο στο µέλλον;

«Θέλω να το δω γεµάτο κόσµο που περνάει πολλή ώρα σε αυτό, χωρίς βέβαια η εµπειρία να γίνεται δυσάρεστη, να µπορεί δηλαδή ο κόσµος να πηγαίνει τακτικά στο µουσείο και να επικεντρώνεται κάθε φορά σε ένα σηµαντικό κοµµάτι. Γι’ αυτό και το πρόγραµµα µελών µας είναι πολύ ενδιαφέρον, προσφέρουµε πολλά προνόµια ώστε να µπορούν τα µέλη µας να έρχονται συνέχεια. Σε ό,τι αφορά τους ξένους, θα ήθελα να γίνουµε ακόµη πιο γνωστοί. Αυτή τη στιγµή έχουµε ακόµα δουλειά να κάνουµε. Θα ήθελα να είµαστε στους πέντε πρώτους προορισµούς µουσείων που θα ήθελε κανείς να επισκεφθεί. Κυρίως, όµως, να συνεχίσουµε να προτείνουµε πολύ ενδιαφέρουσες προσωρινές εκθέσεις που να ολοκληρώνουν την εµπειρία της µόνιµης συλλογής µας. Αυτό µας δίνει τη δυνατότητα να συνεργαστούµε µε µεγάλα µουσεία και µε ιδιώτες συλλέκτες. Θα σας πω µάλιστα κάτι πολύ ενδιαφέρον που δεν έχω ανακοινώσει ακόµη. Στα τέλη του Αυγούστου θα φύγουν δύο έργα µας του Βαν Γκογκ, “Τα Αλυσκάν” (1888) και η “Νεκρή φύση µε καφετιέρα” (1888) και θα πάνε στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου για τις ανάγκες µιας έκθεσης που διοργανώνεται για τα 200 χρόνια της Πινακοθήκης. Η έκθεση θα έχει τίτλο “Van Gogh: Poets and Lovers” και ως δείγµα καλής συνεργασίας, η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου θα µας στείλει δύο δικά τους έργα, ένα του Σεζάν και ένα του Γκογκέν».

Oσο για την καλοκαιρινή περίοδο, τι να αναµένουµε σε Αθήνα και Aνδρο;

«Αυτή τη χρονιά, για πρώτη φορά, το µουσείο στην Aνδρο και το µουσείο στην Αθήνα θα έχουν ένα κοινό αφιέρωµα, τη συνεργασία που θα κάνουµε µε το Iδρυµα Henri Cartier-Bresson. Στην Αθήνα θα έχουµε τον Μπρεσόν (1908-2004) µε δύο εκθέσεις και στην Aνδρο τη γυναίκα του Μαρτίν Φρανκ (1938-2012), που ήταν επίσης µεγάλη φωτογράφος, µε µια αναδροµική της. Θα περάσουµε δηλαδή από τους πολύχρωµους πίνακες του νεοϊµπρεσιονισµού στις ασπρόµαυρες φωτογραφίες. Και αυτή τη φορά η καλοκαιρινή σεζόν θα είναι λίγο διευρυµένη, καθώς οι εκθέσεις θα διαρκέσουν από τις 3 Ιουλίου έως τις 27 Οκτωβρίου, έτσι ώστε και το ελληνικό κοινό που συνήθως φεύγει από την Αθήνα τον Αύγουστο να µπορέσει να επισκεφθεί την έκθεση του Μπρεσόν µετά την επιστροφή του από τις καλοκαιρινές διακοπές».

Credit: Χριστόφορος Δουλγέρης

Κάθε καλοκαίρι βλέπουµε ότι και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Ιδρύµατος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στην Ανδρο έχει περισσότερο κόσµο. Σας αναζητούν στις διακοπές οι επισκέπτες;

«Υπάρχει ένα κοινό που µας γνωρίζει και µας παρακολουθεί, αλλά έχουµε και πολλούς τουρίστες. Εχουµε µπει πλέον στους τουριστικούς οδηγούς και βλέπουµε ότι αυτοί που έρχονται µας έχουν στη λίστα των πραγµάτων που θέλουν να κάνουν στο νησί. Αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Εκτός από φέτος, που θα έχουµε τη Φρανκ, συνήθως εκθέτουµε σύγχρονη ελληνική ζωγραφική και γλυπτική. Οι ξένοι έχουν µεγάλη περιέργεια για τη σύγχρονη ελληνική δηµιουργία και γνωρίζουν σιγά-σιγά καλύτερα τους έλληνες καλλιτέχνες».

Credit κεντρικής φωτογραφίας: Μαρίζα Καψαμπέλη