Τι είναι, πώς συμπεριφέρεται και γιατί διεκδικούν το Πολιτικό Κέντρο
Αντώνης Γαλανόπουλος, Γρηγόρης Τσιμογιάννης και Θεόδωρος Χατζηπαντελής αποκρυπτογραφούν στο in πλευρές και ιδιαιτερότητες του «Πολιτικού Κέντρου» εν όψει των ευρωεκλογών
Πριν από κάθε εκλογική μάχη οποιασδήποτε φύσεως και κρισιμότητας ο δημόσιος λόγος περιστρέφεται γύρω από τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων. Πώς θα κινηθούν, πού θα πάνε οι αναποφάσιστοι και κυρίως τη μετακίνηση όσων πολιτών χαρακτηρίζονται από μια ιδεολογική ρευστότητα, όσων δηλαδή τοποθετούνται στο λεγόμενο «Κέντρο».
Για το τι ακριβώς είναι το «Πολιτικό Κέντρο» ποικίλες απαντήσεις μπορούν να δοθούν, δεδομένου του ισχυρού θεωρητικού υπόβαθρου που έχουν οι ιδεολογίες του κλασικού φιλελευθερισμού ή του σοσιαλισμού (όλων των μορφών του).
Η κριτική, δε, που έχει δεχθεί είναι σκληρή. «Είναι ένας χυλός που ρέει κατά το δοκούν», «το Κέντρο δεν είναι ιδεολογία αλλά επάγγελμα», «κολάζ αξιών» είναι μερικές από τις φράσεις που έχουν χρησιμοποιηθεί στη δημόσια σφαίρα για να χαρακτηρίσουν τη συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση.
Τα ερωτήματα είναι πολλά. Πώς μπορεί πρώτα από όλα να οριστεί; Ποιο είναι το προφίλ αυτών των ψηφοφόρων και από ποια κόμματα εκφράζονται αυτοί οι ψηφοφόροι; Είναι μια πολιτική τοποθέτηση «χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις»; Και το κυριότερο, καθώς οι ευρωεκλογές θα διεξαχθούν σε περίπου τρεις εβδομάδες: Γιατί το διεκδικούν σχεδόν όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί με στόχο την κυβερνησιμότητα;
Σε αυτά τα ερωτήματα ώστε να αποκρυπτογραφηθούν πλευρές και ιδιαιτερότητες του «Πολιτικού Κέντρου» κλήθηκαν να απαντήσουν στο in ο ερευνητής, υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Αντώνης Γαλανόπουλος, ο σύμβουλος στρατηγικής επικοινωνίας Γρηγόρης Τσιμογιάννης και ο καθηγητής Εφαρμοσμένης Στατιστικής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ Θεόδωρος Χατζηπαντελής.
Πώς ορίζεται το «Πολιτικό Κέντρο» στην Ελλάδα ποιες είναι οι ιδιαιτερότητές του;
Ο Αντώνης Γαλανόπουλος υπογραμμίζει ότι το Κέντρο στην Ελλάδα δεν έχει επιτύχει να αποκτήσει μια διακριτή κομματική έκφραση με διάρκεια και υψηλά ποσοστά εκπροσώπησης, καθώς όσα κόμματα φιλοδοξούσαν να το εκπροσωπήσουν με συγκροτημένο τρόπο είτε απέτυχαν είτε είχαν σύντομη πολιτική παρουσία. «Το Κέντρο εμφανίζεται ως σχετικά ισχυρός πολιτικός προσδιορισμός. Όλοι οι κομματικοί σχηματισμοί που ξεκίνησαν με τη φιλοδοξία να εκπροσωπήσουν με συγκροτημένο τρόπο το Κέντρο είτε απέτυχαν στις εκλογές είτε είχαν μια σχετικά σύντομή ζωή στην πολιτική σκηνή της χώρας, με χαρακτηριστικότερο πρόσφατο παράδειγμα το κόμμα Το Ποτάμι», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Κάνοντας αναδρομή στο παρελθόν επισημαίνει ότι υπήρχε για χρόνια η φιλοδοξία ότι μπορεί να δημιουργηθεί ένας κομματικός φορέας μεταξύ των δυο παραδοσιακά μεγάλων κομμάτων της Μεταπολίτευσης, του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, στα πρότυπα των φιλελεύθερων κομμάτων της Δύσης, και συχνά αυτή η φιλοδοξία εκφραζόταν από πρώην στελέχη τους.
«Θα έλεγα πως από την κρίση κι έπειτα, η προσέγγιση αυτή έχει αλλάξει ελαφρώς καθώς θεωρείται ότι υπάρχει μια διακριτή Κεντρώα πολιτική ταυτότητα η οποία επιδιώκει δυνητικά να εκφραστεί αυτόνομα και ανεξάρτητα από το ποια είναι τα κόμματα του δικομματισμού. Με εξαίρεση την περίοδο της μεγάλης αποστοίχισης των ψηφοφόρων από τις παραδοσιακές κομματικές ταυτότητες και προσδέσεις τους, μεταξύ 2012-2015, αυτή η υπόθεση δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται αν και παραμένει διαδεδομένη», επισημαίνει.
Για τον ίδιο το ερώτημα για το τι είναι ακριβώς στις μέρες μας το Πολιτικό Κέντρο παραμένει το ίδιο. «Μια μετριοπαθής, ήπια φιλελεύθερη δύναμη όπως ισχυρίζονται οι υποστηρικτές του ή μια πιο ριζοσπαστικοποιημένη εκδοχή όπως ισχυρίζονται οι επικριτές του που προωθούν την ορολογία του ακραίου Κέντρου;», διερωτάται.
Για τον Γρηγόρη Τσιμογιάννη, μολονότι ακριβής και κοινά αποδεκτός ορισμός του Πολιτικού Κέντρου δεν υφίσταται, «κανένας δεν αμφισβητεί πως ο βασικός συνεκτικός του ιστός συγκροτείται πάνω στις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, της ελεύθερης οικονομίας και της ανοιχτής κοινωνίας».
Όπως λέει, «αν και με ιδεολογικούς όρους δεν συνιστά αυτόνομο πολιτικό πόλο, με όρους γεωγραφίας θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως καταλαμβάνει το χώρο που διακηρύσσει την απόστασή του από το κλασικό δίπολο Αριστεράς και Δεξιάς, στο όνομα του πραγματισμού χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις».
Ο σύμβουλος στρατηγικής επικοινωνίας εκτιμά ότι το Κέντρο δημιουργώντας ένα είδος πολιτικού συγκρητισμού που του επιτρέπει να αρδεύει ιδέες και πρακτικές από όλους τους πολιτικούς χώρους και να κινείται με ευελιξία και άνεση πότε ως Κεντροδεξιά και πότε ως Κεντροαριστερά. «Αυτή η διευρυμένη ελαστικότητα και ευρυχωρία επιλογών δημιουργεί κατ’ αναλογία εξίσου χαλαρούς δεσμούς με μέρος του εκλογικού σώματος που ταυτόχρονα όμως ενισχύονται καθώς εκείνο αναζητά ζώνη ασφαλείας εξαιτίας της κρίσης και της κατάρρευσης των βεβαιοτήτων του παλιού κόσμου και των ιδεολογικών οραμάτων που πρέσβευε», αναφέρει.
Ο Θεόδωρος Χατζηπαντελής εκτιμά ότι για να μιλήσουμε για το «Κέντρο» στην πολιτική πρέπει να αναφερθούμε στους άξονες – δίπολα αντιπαράθεσης. «Με το πρώτο δίπολο να ορίζει την πρόταση χειρισμού της οικονομίας, όπου Αριστερά είναι ο απόλυτος κρατικός έλεγχος και Δεξιά η απόλυτη ελευθερία της αγοράς, «Κέντρο» είναι πρακτικά οι προτάσεις ελεγκτικών μηχανισμών και προστασίας», επισημαίνει.
Πρακτικά, όπως τονίζει, «το σύνολο –πλην εξαιρέσεων, των κομμάτων είναι σε αυτό το σημείο. Κέντρο επίσης ορίζεται από τη δεύτερη αντίθεση φιλελευθερισμού-αυταρχισμού με τις πολλές πολιτικές οικογένειες να είναι στην πλευρά του φιλελευθερισμού με αποκλίσεις».
Ποιο είναι το προφίλ και οι πολιτικές τοποθετήσεις των Κεντρώων ψηφοφόρων;
Το προφίλ των Κεντρώων ψηφοφόρων αποτελεί ένα από τα σταυρόλεξα που καλούνται τα επιτελεία των κομμάτων να επιλύσουν πριν από κάθε εκλογική μάχη, με το φάσμα των τοποθετήσεων να διαφέρει.
«Στις έρευνες ιδεολογικής αυτό-τοποθέτησης των τελευταίων χρόνων παρατηρείται ότι υπάρχει ένα ποσοστό +/-15% των ερωτώμενων, ανάλογα με το δείγμα ή την ηλικιακή ομάδα στην οποία εστιάζει η έρευνα, που αυτό-προσδιορίζεται ως Κεντρώοι», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά ο Αντώνης Γαλανόπουλος.
Τονίζει ότι αυτό που δεν μπορεί να εντοπιστεί από τέτοιες έρευνες, λαμβάνοντας υπόψιν ότι δεν υπάρχει διακριτή κομματική έκφραση του Κέντρου, «είναι το ποιο κομμάτι αυτών των απαντήσεων ιδεολογικής αυτό-τοποθέτησης στο Κέντρο συγκροτεί πράγματι μια πολιτική ταυτότητα και ποιο κομμάτι ταυτίζεται με την ετικέτα «Κέντρο» γιατί αυτή προσλαμβάνεται ως μια ανώτερη και επιθυμητή ταυτότητα ακριβώς όπως κάποιος επιθυμεί να είναι «πολιτισμένος» ή κανονικός».
Με τα δεδομένα που παρουσιάζονται στις έρευνες, συνεχίζει ο υποψήφιος διδάκτορας του ΑΠΘ επιχειρώντας να αναδείξει τις ετερόκλητες διαφορές του Κέντρου, «μπορούμε να πούμε πως οι πολιτικές τοποθετήσεις συνιστούν ένα ετερογενές μωσαϊκό, ένα κράμα θέσεων που ανάλογα με το πεδίο αναφοράς μπορούν να προέρχονται από το προοδευτικό ή το συντηρητικό στρατόπεδο. Το βασικό που θέλω να αναδείξω εδώ είναι πως η ομάδα των Κεντρώων ψηφοφόρων χαρακτηρίζεται από μεγάλο βαθμό ετερογένειας. Δεν είμαι μόνο ότι μπορεί να συνδυάζουν προοδευτικές και συντηρητικές θέσεις, είναι ότι σε κρίσιμα ζητήματα μπορεί να εμφανιστεί ένας εσωτερικός κατακερματισμός με έντονες διαφοροποιήσεις μεταξύ της ομάδας. Η ψήφος αυτών των ψηφοφόρων επηρεάζεται καθοριστικά από την κοινωνικο-πολιτική συγκυρία και τα ζητήματα που την επικαθορίζουν».
Ο Γρηγόρης Τσιμογιάννης σκιαγραφεί τα βασικά χαρακτηριστικά που μπορούν να εξαχθούν για τα άτομα που προσδιορίζονται στο Κέντρο. «Πρόκειται για άτομα τα οποία ανήκουν κατά βάση στο μεσαίο και ανώτερο οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο, δραστηριοποιούνται στα μεγάλα αστικά κέντρα και έχουν ενεργή επαγγελματική δράση», υπογραμμίζει και τονίζει πως «σε ψυχολογικό και συμπεριφορικό επίπεδο απορρίπτουν το φανατισμό και τις οξείες αντιπαραθέσεις, χαρακτηρίζονται από μετριοπάθεια και αναζητούν τη σταθερότητα και την προβλεψιμότητα».
Εκτιμά ότι είναι προοδευτικοί όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ανεκτικότητα και συντηρητικοί σε θέματα τάξης, ασφάλειας και λειτουργίας του κράτους, ενώ θέτουν ψηλά την εξασφάλιση της κοινωνικής και οικονομικής τους θέσης. «Αυτοπεριγράφονται ως κοσμοπολίτες και ευρωπαϊστές, προτάσσουν την πίστη τους στον ορθό λόγο και την ελεύθερη οικονομία, απεχθάνονται τον λαϊκισμό των άλλων. Λειτουργούν περισσότερο με όρους ατομισμού και αντίληψη ανωτερότητας και επικροτούν εκσυγχρονιστικές πολιτικές στο βαθμό όμως που δεν επηρεάζουν δυσμενώς προσωπικές δραστηριότητες. Η εξασφάλιση της οικονομικής και κοινωνικής τους θέσης προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό την εκλογική τους συμπεριφορά».
Ανάλογη ψηλάφηση των χαρακτηριστικών τους πραγματοποιεί και ο Θεόδωρος Χατζηπαντελής. «Ο λεγόμενος «Κεντρώος» ψηφοφόρος θέλει ελευθερία στην αγορά με ταυτόχρονη προστασία και έλεγχο από το κράτος με κανόνες και ρυθμίσεις, σέβεται την προσωπικότητα και τα χαρακτηριστικά του «άλλου» και δεν συμφωνεί με πολιτικές διακρίσεων και αποκλεισμών. Επιπλέον, είναι στην τρίτη αντίθεση συνεργασία-απομονωτισμός στην πλευρά της συνεργασίας. Δηλαδή θέλει να υπάρξει πολιτική συνεργασιών στο εσωτερικό και εξωτερικό επίπεδο, παρά απομονωτισμός, δηλαδή κλείσιμο στον εαυτό μας», αναφέρει.
Όσον αφορά την περίπτωση της Ελλάδος, θεωρεί ότι θα πρέπει να διακρίνουμε επίσης την αντίθεση συλλογικής ταυτότητας και ατομισμού. «Αν και το λεγόμενο «Κέντρο» είναι προς τη συλλογική ταυτότητα, αφού σέβεται την ατομική ιδιαιτερότητα και είναι υπέρ της συνεργασίας, η κυριαρχία της ατομιστικής συμπεριφοράς στην ελληνική κοινωνία, περιορίζει την ένταξη με βάση αυτό το κριτήριο», λέει.
Σε ποιο από τα υπάρχοντα κόμματα βρίσκονται πιο κοντά οι «Κεντρώοι» και θα μπορούσαν να ψηφίσουν;
Οι πολιτικές μετρήσεις και αναλύσεις συγκλίνουν ότι η ΝΔ επί Κυριάκου Μητσοτάκη έχει αλώσει το λεγόμενο Κέντρο. Ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ (τόσο του Αλέξη Τσίπρα όσο και του Στέφανου Κασσελάκη) το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ και η Νέα Αριστερά πραγματοποιούν εκτενείς αναφορές στο Κέντρο και επιθυμούν να κερδίσουν μερίδιο από την πίτα του.
Σύμφωνα με τον Αντώνη Γαλανόπουλο, το γεγονός ότι οι έρευνες συμφωνούν πως η μεγάλη πλειοψηφία όσων ψηφοφόρων αυτοπροσδιορίζονται ως Κεντρώοι επιλέγουν τη Νέα Δημοκρατία απαντά σε ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητα του Κέντρου. «Ταυτόχρονα μάς δείχνει και την αποτελεσματική στρατηγική που ακολουθεί το κόμμα της Νέας Δημοκρατία υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Πρόκειται για μια ιδιότυπη πολιτική συνάρθρωση αποκαλούμενων φιλελεύθερων και συντηρητικών στοιχείων μιας παραδοσιακής Δεξιάς ατζέντας που ασκείται συχνά στο όνομα του φιλελευθερισμού και του Κέντρου. Αυτή η τακτική ευελιξία του κυβερνητικού κόμματος φαίνεται να ταιριάζει στην ετερογενή πολιτική ταυτότητα των ψηφοφόρων που αυτό-προσδιορίζονται ως Κεντρώοι», προσθέτει.
Βλέποντας ιστορικά την πορεία του Κέντρου, ο Γρηγόρης Τσιμογιάννης τονίζει ότι από τη μεταπολίτευση και μετά αυτός ο χώρος εκφράζεται είτε από το ΠΑΣΟΚ είτε από τη Νέα Δημοκρατία.
Όπως λέει αυτό συνέβαινε «πότε με αιτήματα ευρωπαϊκής συμμετοχής ή κοινωνικής κινητικότητας, πότε με όρους οικονομικής φιλελευθεροποίησης ή εκσυγχρονισμού του κράτους και πότε με συναινέσεις τύπου μεσαίου χώρου καθώς εμπεδωνόταν το ευρωπαϊκό κεκτημένο, διεκδικούνταν η νομή των κοινοτικών κονδυλίων και ξεθώριαζαν οι διαχωριστικές κομματικές γραμμές. Στα δε χρόνια των μνημονίων συνέχισαν να υποστηρίζουν αποφασιστικά τις κυβερνήσεις και τα κόμματα που διασφάλιζαν την ευρωπαϊκή πορεία και θέση της χώρας».
Ερχόμενος στο σήμερα, τονίζει ότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως σε αυτό το χώρο ηγεμονεύει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία, ενώ θεωρεί ότι η αντιπολίτευση εγκλωβίζεται σε στείρες αντιπαραθέσεις χωρίς πειστικό κυβερνητικό πρόταγμα. «Μετά από μια βαθιά περίοδο οικονομικής κατάρρευσης και γενικευμένης ανασφάλειας, η επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα, η διασφάλιση σταθερότητας στο πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, η αναστροφή σε πορεία ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, η αναβάθμιση της διεθνούς της εικόνας αλλά και η επιδεξιότητα στην εφαρμογή μεταρρυθμιστικών επιλογών, όπως η ψηφιοποίηση του κράτους επικροτούνται από τους Κεντρώους ψηφοφόρους. Αντιθέτως, αν και εγείρονται ζητήματα μεταρρυθμιστικής κόπωσης και κράτους δικαίου, όσο διαρκεί ο εγκλωβισμός της αντιπολίτευσης σε στείρες αντιπαραθέσεις, λαϊκιστικές ευκολίες, χωρίς πειστικό κυβερνητικό και διαχειριστικό πρόταγμα θα παραμένει αόρατη στα Κεντρώα μάτια», αναφέρει.
Ο Θεόδωρος Χατζηπαντελής θέτει έναν πιο ευρωπαϊκό ορίζοντα, λέγοντας πως είναι αυτά που συνδέονται με τις κεντρικές ευρωπαϊκές ομάδες. «Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους και το Renew Europe», όπως λέει.
Όσον αφορά την Ελλάδα αναφέρει ότι «διάφορα κόμματα προσπαθούν να τοποθετήσουν τον εαυτό τους στο «Κέντρο» νομίζοντας ότι από αυτήν και μόνο την αναφορά θα προσελκύσουν ψηφοφόρους που είναι περισσότεροι μεν στο λεγόμενο «μεσαίο» χώρο που συγχέει τη διαχείριση της οικονομίας με το σύνολο των προτάσεων. Λίγα –και κυρίως αυτά που αντιστοιχούν στις μεγάλες Ευρωπαϊκές οικογένειες είναι στο λεγόμενο «Κέντρο» είτε Δεξιά είτε Αριστερά».
Έχει βάση η κριτική ότι το «Κέντρο» είναι «χυλός που ρέει» κατά το δοκούν; Εξού και το διεκδικούν οι πολιτικοί σχηματισμοί με στόχο την κυβερνησιμότητα;
Νομίζω πως δεν προσφέρει ιδιαίτερα στην ανάλυση η χρήση απαξιωτικών όρος όπως «χυλός», τονίζει ο Αντώνης Γαλανόπουλος για να απαντήσει στη συγκεκριμένη κριτική. Συνεχίζει λέγοντας ότι «η ρητορική διεκδίκηση του Κέντρου από τα κόμματα που διεκδικούν να γίνουν κυβέρνηση βασίζεται στην ιδέα ότι η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος παρουσιάζει μια παγιωμένη εκλογική συμπεριφορά στη βάση ισχυρών πολιτικο-ιδεολογικών ταυτίσεων και επομένως αυτό που λείπει σε κάθε κόμμα είναι το ποσοστό των ψηφοφόρων που μετακινείται από το ένα κόμμα διακυβέρνησης στο άλλο».
Αυτή η ιδέα, προσθέτει, »διαδραμάτιζε μεγάλο ρόλο και στην υψηλή αυτό-αντίληψη αυτών των ψηφοφόρων που ένιωθαν ή νιώθουν πως ανήκουν σε αυτούς που βγάζουν την κυβέρνηση, που κάνουν δηλαδή τη διαφορά. Αυτή είναι μια κάπως παρωχημένη εικόνα κατά τη γνώμη μου καθώς το πολιτικό σκηνικό είναι πολύ πιο ρευστό σήμερα από ο,τι παλιότερα. Μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος –που δεν προσδιορίζονται απαραίτητα ως Κεντρώοι- αλλάζει συχνότατα εκλογική συμπεριφορά ενώ αντιθέτως οι ψηφοφόροι του λεγόμενο Κέντρου δείχνουν μια σχετικά παγιωμένη πλειοψηφική εκλογική προτίμηση, τόσο το 2019 όσο και το 2023».
Ο Αντώνης Γαλανόπουλος υπενθυμίζει την ιδεολογική διαίρεση Αριστεράς – Δεξιάς, που κατά τον ίδιο παραμένει η κυρίαρχη διαίρεση και ο βασικότερος παράγοντας προσδιορισμού της εκλογικής συμπεριφοράς στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις έρευνες για τις διαιρετικές τομές του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
«Ακόμα κι αν φαίνεται σε ορισμένες περιόδους αυτή η διαίρεση να υποχωρεί έναντι άλλων ή να αμφισβητείται ως αναχρονιστική στο επίπεδο του δημόσιου λόγου ή να αμφισβητείται και από τους ψηφοφόρους σε ορισμένες έρευνες κοινής γνώμης. Παρά τους ισχυρισμούς που τις θέλουν ξεπερασμένες, φαίνεται ότι οι μεταφορές της «Αριστεράς» και της «Δεξιάς» εξακολουθούν να αποτελούν βασικούς συμβολικούς δείκτες στην πολιτική σφαίρα», καταλήγει.
Για τον Γρηγόρη Τσιμογιάννη οι επικριτές του Κέντρου διατείνονται πώς είναι ο καιροσκοπισμός, ο κυνισμός και η ιδιοτέλεια το βασικό του γνώρισμα και πιστεύει ότι πολλές φορές δεν έχουν άδικο στην κριτική τους. «Του αποδίδουν μια τακτική επιτήδειας ουδετερότητας που επιτρέπει κάθε φορά στα μέλη του να προσπορίζονται τα οφέλη της σύνδεσης με την εκάστοτε κυβέρνηση ή και να αποσυνδέονται από αυτή όποτε το κρίνουν επωφελές. Έχοντας ισχυρή οικονομική και κοινωνική βάση έτσι κι αλλιώς απολαμβάνουν ισχυρής πολιτικής επιρροής και για αυτό έχουν και μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τις πολιτικές που εφαρμόζονται. Ο ωφελιμισμός όμως δεν αφορά μόνον τους Κεντρώους ψηφοφόρους και η επίκληση ιδεολογικής καθαρότητας δεν καθαγιάζει ούτε σκοπούς ούτε θέσεις και ούτε αποδίδει σε κανέναν το προνόμιο της μοναδικής αλήθειας. Πολύ περισσότερο σε μια εποχή μεγάλων μεταβάσεων όπου τα ερωτήματα έχουν μεγαλύτερη αξία για την αναζήτηση των σωστών απαντήσεων», υπογραμμίζει.
Καταληκτικά αναφέρει με νόημα πως «η ευελιξία στην πολιτική όπως και στη ζωή είναι προσόν, η «ευελιξία» στις αρχές και στις αξίες δημιουργούν ασπόνδυλους πολιτικούς και ψηφοφόρους και αυτό είναι βέβαιο ότι δεν εξυπηρετεί κανέναν…».
«Όχι» επί του ορισμού του Κέντρου αποκρίθηκε ο Θεόδωρος Χατζηπαντελής. Όμως, συνεχίζει, «η αντίληψη ότι η κατανομή των ψηφοφόρων είναι όσον αφορά την θέση «Αριστερά – Δεξιά» είναι κανονική –δηλαδή είναι οι πολλοί μαζεμένοι στις κεντρικές τιμές κάνει τα κόμματα να προσπαθούν να μετακινούνται –έστω και μόνο προπαγανδιστικά προς εκεί. Αλλά το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό! Όπως είπαμε έχει σημασία και η θέση όσον αφορά τις κοινωνικές πολιτικές (δηλαδή αποφυγή διακρίσεων για προσωπικά χαρακτηριστικά , πολιτικές ίσων ευκαιριών, ενίσχυση του κοινωνικού Κράτους) και τις πολιτικές διαχείρισης (δηλαδή στάση προς την ΕΕ, εσωτερική στο Κράτος πολιτική αποκέντρωσης, διαμόρφωση αμερόληπτων πολιτικών στην διοίκηση –που σε ένα πελατειακό Κράτος είναι κενά λόγια) πολλές φορές οι αναφορές καταλήγουν κενό γράμμα και πείθουν για το αντίθετο», επισημαίνει καταλήγοντας δηκτικά ότι «άσε που μπορεί και η κοινή γνώμη να είναι πολωμένη στα άκρα!».
- Τραμπ και ελληνοτουρκικά – Τι πιστεύουν οι Έλληνες, ένας πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ και ένας πανεπιστημιακός
- Χτύπημα Ουκρανίας στη Ρωσία με αμερικανικούς πυραύλους ATACMS;
- Masdar: Με όχημα την ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ σχεδιάζει off shore αιολικά και φωτοβολταϊκά 6 GW σε Ελλάδα και Ισπανία
- Διαγραφή Σαμαρά: Κάνει ζυμώσεις για κόμμα – Όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά
- Μέσω ΑΣΕΠ οι προσλήψεις στη Δημοτική Αστυνομία
- Τραμπ: Καυγάς Μασκ με δικηγόρο και συνεργάτη του νέου προέδρου