[…]

Ήμασταν στα βουνά της Αρβανιτιάς, βυθισμένοι στα χιόνια, με τους συντρόφους μας να κατεβαίνουνε, λίγοι-λίγοι, πίσω στα Γιάννενα, με τα πόδια τους ξυλιασμένα. Τα κρυοπαγήματα θερίζανε το στρατό μας. Όλο το βράδυ τινάζανε τα πόδια τους οι φαντάροι, κι ήμασταν τρισευτυχισμένοι όταν τα νιώθαμε το πρωί ζωντανά, μια προέκταση του κορμιού μας.  Αδελφωμένοι οι Έλληνες, οι Μακεδόνες, οι Ηπειρώτες κι οι Θεσσαλοί, κοντακινοί, μαυριδεροί, στερημένοι από τις κακουχίες, πολεμώντας για τις γυναίκες, τα παιδιά, των προγόνων τους τάφους και την τιμή της πατρίδας στοιχειά του πολέμου, σερνάμενοι σε λαγούμια, διπλωμένοι σε ορύγματα μέσα στο χιόνι. Παντού το χιόνι, κι ο θάνατος… Όμως, κανείς δεν έλεγε όχι. Αναθυμόμασταν την πατρίδα και πλημμύριζε τα στήθια μας η χαρά, γιατί ξέραμε πως οι δικοί μας, πίσω στις πολιτείες και τα χωριά, ένιωθαν περηφάνια για όλους μας.

Τότε πρόβαλε η V Μεραρχία της Κρήτης. Δεν ανηφόριζε σε πόλεμο. Ήτανε οι πολεμιστές έφηβοι στην πομπή των Παναθηναίων. Με τραγούδια και χορούς, ένας στρατός ολόκληρος σωστό πανηγύρι, με φτερωτό πόδι προχωρούσε στη γραμμή του πολέμου, έπιασε την Κλεισούρα και σκαρφάλωσε στην Τρεμπεσίνα. Δεν ήτανε ένα οποιοδήποτε βουνό η Τρεμπεσίνα. Ήτανε ο πόλεμος στην πιο απαίσιά του μορφή. Όπως αναδιπλωνότανε ψηλά, καταχιόνιστη, να ορίζει την Αρβανιτιά, θαρρείς κι ήτανε το στοιχειό του πολέμου· κι αυτό το στοιχειό οι κρητικοί φαντάροι το καβάλησαν με το χωρατό…


«Παιδιά», μας φωνάζανε, όταν ήρθαν να μας αντικαταστήσουνε, «αφήσατε και για μας Ιταλούς;»

Βιαζόντανε οι πολεμιστάδες της Κρήτης, μη τυχόν κι είχαμε ξεπαστρέψει τους Ιταλούς, μη τυχόν κι η πεζοπορία από την Αθήνα θα ήτανε άσκοπη και δεν θα τους έστηνε αντιμέτωπους με τον Μινώταυρο της πατρίδας τους.

Πότε θα κάμη ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίση
να πάρω το τουφέκι μου, το περδικόπανό μου
και ν’ ανεβώ στον Ομαλό, στη στράτα του Μουσούρου.

Όμως, ο πόλεμος που δίναμε τρεις μήνες συνέχεια, ήτανε με τα χιόνια της Τρεμπεσίνας. Εκεί, ξανά, η Κρήτη ανέβηκε, τραγική κι ανάπηρη μέσα στα κρυοπαγήματα, αυτόν τον αργό κι εξευτελιστικό θάνατο, που μας τον είχε ζωγραφίσει με τον «Θάνατο του Παλληκαριού» ο Παλαμάς. Η Κρήτη δεν πολεμούσε, παρά είχε καταδικαστεί, όπως εμείς πριν, να νικήσει όχι ανθρώπους, παρά ένα στοιχειό, κι όχι σαν πολεμιστής παρά σαν αιχμάλωτος. Η V Μεραρχία είχε αλυσοδεθεί, όπως ο Προμηθέας, στ’ ανάπλαγα της Τρεμπεσίνας. Το τραγούδι έγινε σιγά-σιγά παράπονο, το παράπονο έγινε κλάμα και το κλάμα έγινε οργή…


Είδα τους Κρητικούς όπως ανηφόριζαν στο Μέτωπο, και κατηφόρισα κι εγώ μαζί τους, μέσα από τα μονοπάτια των βουνών, όλοι μας πικραμένοι, με το δάκρυ, τον καημό και την οργή νάχουνε στοιχειώσει μέσα μας κρυοπαγημένοι, αλλά φλογισμένοι για το όραμα του κόσμου, που θ’ αναστήναμε στη μνήμη των συντρόφων μας, που είχαμε θάψει μέσα στα χιόνια της Αρβανιτιάς. Στο γυρισμό, στα κλειδιά του τόπου, στα γιοφύρια, μας κυνηγούσανε τα γερμανικά αεροπλάνα, τόσο που η αντοχή του ανθρώπου να λυγίζει, για μια στιγμή να θέλει να γίνει σκόνη, να σιχαθεί τον κόσμον ολόκληρο…

Να λυγίσει ο άνθρωπος, ο άνθρωπος που είναι καμωμένος από σάρκα και οστά. Όχι, όμως, κι ο Κρητικός. Η τραγωδία δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Μόλις άρχιζε η καινούργια δοκιμασία. Έπρεπε να μεσολαβήσει ένα αναστάσιμο δόξας, για την Ελλάδα και για τον κόσμον ολόκληρο, η Μάχη της Κρήτης. Η μάχη που την αναλογίζεται σήμερα κάθε ελεύθερος άνθρωπος, όπου γης βρίσκεται, και την ευλογεί σαν προσφορά στη δική του την αξιοπρέπεια και τη λευτεριά της πατρίδας του.


Μόλις είχαμε γυρίσει από το Μέτωπο στην Αθήνα κι άρχισαν οι πρώτες συζητήσεις για την Αντίσταση. Η δουλεία του Γένους πρόβαλλε ζοφερή. Οι σιδερόφραχτοι βάρβαροι ξερίζωναν την κάθε αντίσταση, ήτανε αποφασισμένοι να καταπνίξουνε κάθε ελεύθερο φρόνημα. Και, φυσικά, έπρεπε να καθυποτάξουνε το γενναίο νησί, που στεκότανε καταντικρύ τους προκλητικό κι ακούρσευτο.

Ατάρακτον έχω το βλέμμα,
οπόταν το καταβάσω εις πρόσωπον
ενός τυράννου…

Οι Κρητικοί είχαν γνωρίσει το αποκρουστικό πρόσωπο του πολέμου στα χιονισμένα ανάπλαγα της Τρεμπεσίνας. Τώρα, από τις 20 Μαΐου 1941, είδαν τον πόλεμο να ξεφυτρώνει, σκοτεινός κι ανελέητος, μέσα από τα σπλάχνα των ουρανών. Είδαν τον επαναστάτη, τον αντάρτη, τον Ίκαρο να ξαναγυρίζει εκδικητής, αφρισμένος από οργή και μίσος  ένας γερμανός αλεξιπτωτιστής.


Στα πανάγια χώματα της Κρήτης, αδελφωμένοι οι Έλληνες, οι Νεοζηλανδοί, οι Αυστραλοί, οι Βρετανοί, αντιστέκονται σε μια άνιση αναμέτρηση με τον γίγαντα του χιτλερισμού. Αίμα ξένων και δικών μας παλληκαριών αρδεύει την Αρετή. Είχαν οι ξένοι το υπέρτατο προνόμιο να πολεμούν πατώντας την κρητική γη. Κι είχαν την ανεπανάληπτη τιμή να τους συντροφεύουν άντρες, γέροι, γυναίκες, παιδιά, με παλιά τουφέκια και δίκρανα, με τα μαχαίρια και τα σπαθιά. Αμέτρητοι οι μηχανοκίνητοι βάρβαροι, αμέτρητος κι ο λαός μας. Όπου βουνό και φλάμπουρο, κι όπου σπηλιά λημέρι… Ζήσαμε όλοι μας στην Αθήνα την οκταήμερη Μάχη της Κρήτης. Την ακούγαμε που ξεκινούσε, προτού χαράξει το φως. Κύματα βομβαρδιστικών, γυπαετοί της συμφοράς, ανασκάλευαν πολιτείες και χωριά, σώρευαν θημωνιές νεκρών, πασχίζοντας με μανία να λυγίσουνε το αδούλωτο φρόνημα του νησιού.


Κάθε κύμα που ξεκινούσε, κάθε επέλαση συμφοράς, μας τύλιγε με το σύγκρυο του θανάτου. Ένας μηχανοκίνητος γίγαντας αντιμάχονταν τον πρίγκιπα των Κρίνων. Το Μάλεμε, το Ηράκλειο, το Ρέθυμνος, τα Χανιά, κάθε κορφή, κάθε καστέλλο, να υψώνεται μέσα από την ανελέητη μπόρα. Κι ο Κρητικός να σημαδεύει τους ουρανούς, που βρέχαν τέρατα, και να μην κοπάζει η οργή του παρά τη στιγμή που είναι να θάψει τον σύντροφο του πολέμου και τους δικούς του. Ξεπαστρεύουνε τους Γερμανούς, όταν τους απαντήσουνε, οι κρητικοί χωριάτες ανάκατα με στρατιώτες αγύμναστους, με πρωτοετείς Ευέλπιδες και άνδρες της Χωροφυλακής, πλάι-πλάι, γυναίκες και παιδιά, ανατρέπουνε με γιουρούσια την αντίσταση των εχθρών. Και τους θερίζουνε κυριολεκτικά. Αν μπορούσανε να ριφθούν στη μάχη δυο κρητικές μεραρχίες με στοιχειώδη οπλισμό, όπως είπε ο νεοζηλανδός ηγέτης, ο στρατηγός Φράυμπεργκ που στάθηκε αντάξιος της πολεμικής φήμης του νησιού, τότε η Μάχη της Κρήτης δεν θα ήτανε η πιο ένδοξη ήττα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρά η πιο επονείδιστη ήττα του χιτλερισμού. Η πανίσχυρη πολεμική μηχανή της Γερμανίας είχε ουσιαστικά αποδιοργανωθεί. Ο ίδιος ο Χίτλερ ομολόγησε πώς το Σώμα των Αλεξιπτωτιστών ανήκε στο παρελθόν. Έπρεπε να τους αντιμετωπίσουνε οι Κρητικοί για να τους ξαναφέρουν στις φυσιολογικές διαστάσεις τους. Από μηχανοκίνητα τέρατα να ξαναγίνουνε στρατιώτες…


Και να πώς έγινε στην Κρήτη η αναμέτρηση της βίας και της λευτεριάς. Από τις 20 Μαΐου, ως την ευλογημένη στιγμή της απελευθερώσεως, αρχίζει η μαρτυρική πορεία της Κρήτης, όπως σ’ ολόκληρη τη δακρύβρεχτη, την πολυβασανισμένη γη των Ελλήνων. Οι Γερμανοί σκοτώνουν αδιάκριτα, από τα παιδιά ως τους γέρους των ογδόντα χρονών. Εκατοντάδες, χιλιάδες είναι τα θύματα, η πρόσφατη καταβολή της Κρήτης για τη λευτεριά της. Τα εκτελεστικά αποσπάσματα των χιτλερικών λυγίζουνε μπρος στους λυγερόκορμους Κρητικούς, έτσι όπως οι μελλοθάνατοι υψώνουνε το ανάστημά τους να δεχθούν την ομοβροντία της τιμής. Χιλιάδες τα θύματα. Όπου βαδίσεις, ένα σύγχρονο θυσιαστήριο μάς ζωντανεύει το Αρκάδι. Κρανία ηρώων, εκεί όπου είχε φωλιάσει γενναίο φρόνημα, έχουν εναποτεθεί σε θήκες, προσκύνημα και σπαραγμός όλων μας. Και πλάι, οι στήλες με την ατελεύτητη σειρά των ονομάτων: …άκης, …άκης, ετών 36, 45, 63, 14, 27, 78, συνέχεια, χωρίς να σταματούν τα ονόματα των κρητικών μαρτύρων. Στο αστραφτερό κατεβατό του μαρμάρου, ένας πίνακας θριάμβου συντροφεύει την Ιστορία του νησιού.

[…]

«Εδώ υπήρξε κάποτε η Κάνδανος» έγραψαν με καυχησιά οι Ούννοι. Όταν σκότωσαν τους κατοίκους και ξεθεμέλιωσαν το χωριό αίμα και στάχτη. Εκεί, στην Κάντανο, χωριάτες και γυναικόπαιδα είχαν ξεπαστρέψει τους εισβολείς, αντικρίζοντάς τους στο πεδίο της μάχης. Και γι’ αυτό, σκληρή, ανελέητη ήρθε ύστερα η εκδίκηση του Τυράννου.


«Εδώ υπήρξε κάποτε η Κάνδανος…» Και φυσικά πίστεψαν ότι έτσι έγραφαν μάθημα Ιστορίας στην Κρήτη οι χιτλερικοί. Τώρα ο καθείς που αντικρίζει την επιγραφή νιώθει ζεστά τα δάκρυά του να τον πλημμυρίζουν. Κι ολόγυρα, κάποια άλλα γράμματα, φλογισμένα γράμματα, με το αίμα αυτών που έπεσαν, συνθέτουν την αληθινή όψη της Ιστορίας, με κάποιαν άλλη φράση: «Εδώ ακούμπησε κάποτε η Ελευθερία…»

Ναι, στο Μάλεμε, στα Χανιά, στο Γαλατά, στην Αγυιά, στου Αλικιανού, στο Ρέθυμνος, στο Ηράκλειο, στην Κάντανο, παντού στην Κρήτη, είχε ακουμπήσει η Ελευθερία. Θρονιασμένη η Ελευθερία στον Ψηλορείτη, ανεβασμένη στο Θέρισο, ζωγραφική και τραγούδι, χορός και θάνατος, πάθος και λευτεριά. Αυτός είναι ο εξαίσιος, ο θαυμαστός κύκλος της Κρήτης. Οι κόρες της Κνωσού, οι σμιχτοφρύδες, οι ορθόκορμες Κρητικοπούλες, πιασμένες στο χορό με τους πρίγκιπες των τοιχογραφιών και τους Κρητίκαρους των βουνών, με την ευλογία του Μίνωα και του Βενιζέλου, του Γκρέκο και του Κορνάρου, του Χορτάτζη και του Καζαντζάκη, ξαναστήνουν κάθε στιγμή, στο κέντρο της λατρείας μας, την πατρίδα της πατρίδας μας, την Κρήτη.


Φτάνει να την αντικρίσεις στο χάρτη, όπως σταυροδένεται με τη μοίρα του ελληνισμού. Θαρρείς πως δεν είναι τόπος, παρά ένας δράκοντας του παραμυθιού, που φυλάγει τη λευτεριά της Ελλάδας. Αντιστέκεται σε κείνους που ανεβαίνουνε από το Νότο κι αναθωρεί, αγριεμένη, όσους κατηφορίζουνε από το Βοριά.

*Αποσπάσματα από ομιλία που είχε εκφωνήσει ο Λουκής Ακρίτας το 1964, στην εικοστή τρίτη επέτειο της Μάχης της Κρήτης. Ο ελληνοκύπριος λογοτέχνης και δημοσιογράφος Λουκής Ακρίτας (1909-1965) ήταν τότε υφυπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου.