Γράψατε ποτέ αρνητικές κριτικές;

Η πρώτη μου κριτική (1947) ήταν για τον πεζογράφο Γιώργο Δέλιο. Του ’ριξα στ’ αυτιά, γιατί πήγαινε να γράψει α λα Γουλφ χωρίς να έχει τα κότσια. Μετά το ’51-’52 έπαψα να είμαι σκληρός, κι αν έγραφα αρνητικά, οι κριτικές μου ούτε χολή είχαν ούτε αφοριστικές ήταν. Πάντα υπήρχε επιχειρηματολογία στην άρνηση. Επέλεξα όμως να μη γράφω για βιβλία για τα οποία είχα εντελώς αρνητική γνώμη.

Ένας κριτικός μπορεί να κρίνει τα πάντα;

Κάθε κριτικός έχει μια βεντάλια στην οποία κινείται η προσληπτικότητά του, κάπου σταματάει. Έχει ένα όριο.


«ΤΑ ΝΕΑ», 19-20.1.2002, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ποιο είναι το ζητούμενο για σας;

Να αποφύγω το κλίμα της αυθεντίας. Να συνοδεύω τα κείμενά μου με αποδεικτικά στοιχεία, ώστε ο αναγνώστης, ακόμα και ο ειδικός, να έχουν την ευχέρεια να αποφασίσουν διαφορετικά. Θέλω επίσης να μπαίνει το ανθρώπινο στοιχείο σ’ όλα αυτά είναι η επίδραση που έχω δεχθεί από το ουμανιστικό πνεύμα του Διαφωτισμού.

Έχετε αναθεωρήσει ποτέ τις απόψεις σας για κάποιον συγγραφέα;

Όχι σε βασικά σημεία, μόνο σε λεπτομέρειες. Δεν έχω αλλάξει αξιολογήσεις, αλλά έχω διαφοροποιήσει τον τρόπο που κρίνω, καθώς έχει προστεθεί εκεί η αναγνωστική μου παρακαταθήκη. Και φυσικά, άμα είναι να γράψω για κάποιον, τον ξαναδιαβάζω ολόκληρον. Είχα γράψει π.χ. για τον Τσίρκα μια αρνητική κριτική για τα διηγήματα «Ο Απρίλης είναι ο πιο σκληρός», δεν έτυχε όμως να γράψω για την «Τριλογία» του. Σήμερα θεωρώ ότι από αυτήν, από τις «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του, θα επιζήσει στον χρόνο η «Λέσχη» και μερικές μόνον σελίδες από τα άλλα δύο μυθιστορήματα. Παράλληλα όμως εξακολουθώ να πιστεύω ότι ως διηγηματογράφος ο Τσίρκας ήταν μέτριος.


«ΤΑ ΝΕΑ», 19-20.1.2002, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Είναι υψηλό το επίπεδο της κριτικής στην Ελλάδα;

Αν σκεφτεί κανείς ότι η κριτική ήταν συνήθως η περιθωριακή εργασία κάποιων δημιουργών και ότι οι κριτικοί δεν βιοπορίζονται από την κριτική τους, είναι φυσικό να μην έχουμε πρώτης τάξεως κριτική.

Ο δρόμος που ακολουθήσατε και ακολουθείτε δεν είναι ο πεπατημένος. Ως ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας έχετε διαφωνήσει π.χ. με τον όρο «Γενιά του ’30».

Είναι γεγονός ότι δεν δέχομαι αυτόν τον όρο (που τον εισήγαγε ο Καραντώνης), διότι τον θεωρώ αόριστο. Παραπέμπει σε έναν στενό κύκλο, αν όχι στη γνωστή φωτογραφία, όπου όμως εικονίζεται μια παρέα και μόνον. Αν θέλουμε να μιλήσουμε για τη λογοτεχνία που εμφανίζεται στον Μεσοπόλεμο, πρέπει να δεχθούμε πως δεν είναι μόνον οι εικονιζόμενοι που εξέφρασαν το «καινούριο», αλλά και άλλοι. Ο Πρεβελάκης, ο Άμποτ, ο Ζήσης Οικονόμου, ο Νικήτας Ράντος, ο Μανόλης Αλεξίου, ο Βρεττάκος… Από το 1979 έχω αντιπροτείνει γι’ αυτούς όλους τον χαρακτηρισμό «νεωτερική γενιά του Μεσοπολέμου», σε αντιδιαστολή με τους συντηρητικούς, που τους ονομάζω «νεοσυμβολιστές και νεορομαντικούς», π.χ. τον Τέλλο Άγρα, τον Καίσαρα Εμμανουήλ, τον Κοτζιούλα, τον Μιχαήλ Στασινόπουλο.


Σπάσατε επίσης την παράδοση της κριτικής που επικεντρωνόταν μόνο στο περιεχόμενο των έργων και δεν κοίταζε τη μορφή τους.

Για μένα το περιεχόμενο πρέπει να κομίζει και την αποδεικτική του έτσι αντιλαμβάνομαι τη μορφή. Από την άλλη, δεν δέχομαι πως αρκεί η μορφή ή πως η μορφή από μόνη της παρέχει μια ολοκληρωμένη άποψη ζωής. Κανένας μεγάλος συγγραφέας δεν επιζεί στον χρόνο μόνο με τη μορφή των έργων του. Το έργο του Ντοστογιέφσκι π.χ. είναι αδύνατο από πλευράς μορφής, αλλά ο Ντοστογιέφσκι δεν παύει να είναι μεγάλος συγγραφέας.

Δικός σας είναι και ο όρος «νεωτερικός».

Εισήγαγα αυτόν τον όρο, που τον πήρα από τον Θουκυδίδη, στη θέση του «μοντέρνος». Διότι το «μοντέρνος»σημαίνει μόνο «καινούριος», ενώ το «νεωτερικός» σημαίνει και «καινούριος» και «επαναστατικός».


[…]

Με το δεδομένο ότι ανήκετε στην Αριστερά, η προσέγγισή σας είναι μαρξιστική;

Δεν θεωρώ πως ο μαρξισμός μάς δίνει τρόπους να σκεφτούμε τη λογοτεχνία. Ακόμα και ο Λούκατς είναι για μένα αγκυλωμένος σε αντιλήψεις του Μαρξ που θεωρώ ξεπερασμένες. Αυτό που κρατώ όμως από τον μαρξισμό κάτι που δεν πρωτοείπε, αλλά πρωτοϋπογράμμισε ο Μαρξ είναι η τοποθέτηση των πραγμάτων στο ιστορικό περιβάλλον τους, στο οποίο δίνω κι εγώ σημασία στην «Ιστορία» μου. Με αυτή την έννοια η τοποθέτησή μου είναι «αριστερή».

[…]


Τα ανωτέρω είναι αποσπάσματα από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στη δημοσιογράφο και βιβλιοκριτικό Μικέλα Χαρτουλάρη ο Αλέξανδρος Αργυρίου (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αλέξανδρου Κουμπή), σπουδαίος κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας. Η συνέντευξη είχε δημοσιευτεί στο φύλλο των «Νέων» που είχε κυκλοφορήσει το Σαββατοκύριακο 19-20 Ιανουαρίου 2002.

Ο Αργυρίου, ο οποίος κατάφερε να αφήσει το ευκρινές αποτύπωμά του στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων, στο πεδίο της μελέτης της νεοελληνικής λογοτεχνίας, υπήρξε ο δημιουργός της οκτάτομης Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, που αποτελεί βασικό βοήθημα για τη σπουδή των ελληνικών γραμμάτων.


Το 1998 ο Αργυρίου τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα.

Ο γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου Αργυρίου έφυγε από τη ζωή στις 22 Μαΐου 2009, σε ηλικία 88 ετών.