Μαργαρίτα Λυμπεράκη: Η μοίρα του ανθρώπου είναι η περιπλάνηση
Συνήθως δεν δουλεύω με ιδέες, αλλά με έμμονες ιδέες!
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
- Οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Black Friday
Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε ιδιαίτερα στη Ζωή την Πορφυρογέννητη ώστε να καταπιαστείτε δύο φορές μαζί της, πρώτα μ’ ένα θεατρικό έργο και τώρα μ’ ένα σενάριο για τη διεθνή τηλεόραση;
Ίσως η παρθενία μέχρι τα πενήντα της χρόνια και εν συνεχεία το ερωτικό της πάθος, η προσήλωση στο έργο που έκανε με τα φαρμακευτικά φυτά· κι ακόμη, ίσως, μια πλευρά… Χίτσκοκ, με τα δηλητήρια. Φυσικά, μου βγήκε περισσότερο «μάγισσα» απ’ ό,τι ήταν στην ιστορία, στην περιγραφή, για παράδειγμα, που κάνει ο Μιχαήλ Ψελλός. Με τράβηξε βέβαια και η εποχή.
Διαισθάνομαι πως υπάρχουν κι άλλοι λόγοι, πιο ουσιαστικοί, που σας δένουν μ’ αυτό το ιστορικό πρόσωπο της Ζωής της Πορφυρογέννητης και που έχουν σαν κατάληξη το έργο που γράψατε. Ποια είναι λοιπόν η «εκ βαθέων» σχέση σας μ’ αυτό το έργο;
Στη «Ζωή την Πορφυρογέννητη» είναι συμπυκνωμένη όλη μου η δουλειά. Το έργο, από τη φύση του, είναι ένα απόσταγμα —ακριβώς έτσι θα μιλούσε κι η ίδια η Ζωή—, απόσταγμα βίου και έργου, ένα μείγμα αξεδιάλυτο. Ούτε εγώ θα μπορούσα να τα ξεχωρίσω. Πρόκειται για απολογισμό, για μιαν εξομολόγηση. Κι αφού θέλετε να μιλήσουμε «εκ βαθέων», σας λέω λοιπόν ότι είμαι απόλυτα ταυτισμένη μ’ αυτή τη γυναίκα που γυρεύει να συνταιριάξει τα παράταιρα κομμάτια του βίου της για να βρει μιαν ενότητα, και να καταλάβει ποια είναι. Που γυρεύει να βρει και στους ανθρώπους την ουσία, όπως τη βρίσκει στα φυτά και βγάζει το εκχύλισμα.
«ΤΑ ΝΕΑ», 15.10.1988, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Θέλετε να πείτε ότι το έργο έχει στοιχεία αυτοβιογραφικά;
Ναι! Κατά κάποιο τρόπο. Κι ας μην είμαι βυζαντινή αυτοκράτειρα. Κι ας μην είχα τρεις «συζύγους»! Η μοίρα του ανθρώπου είναι η περιπλάνηση. Στη γυναίκα, συνήθως, η περιπλάνηση, η οδύσσειά της τέλος πάντων, είναι ερωτική. Στην περίπτωση της Ζωής το πράγμα πάει παραπέρα. Η Ζωή έχει ένα έργο, ασχολείται με τα φυτά και τα βότανα, φτιάχνει αρώματα και καλλυντικά, φάρμακα και φαρμάκια. Δεν μιλάει μόνο για τον έρωτα. Τολμάει να μιλήσει για τα γηρατειά, για το θάνατο, για το πέρασμα του χρόνου. Για μια στιγμή λέει: «Μια κοιτάζω την Ευρώπη, μια την Ασία, και τα χρόνια περνούν». Η «Ζωή η Πορφυρογέννητη» είναι καθαρά γυναικείο έργο. Γραμμένο από γυναίκα για τις γυναίκες. Θέλω να πω σκληρό. Μήπως και σήμερα δεν κάνουμε ξόρκια —εμείς οι γυναίκες εννοώ— έστω και μυστικά; Δεν καλούμε τα φαντάσματα των πεθαμένων συζύγων; Κι όταν λέω πεθαμένων, εννοώ και τους ζωντανούς που είναι πεθαμένοι!
Αυτή η ηρωίδα σας που είναι και θεραπεύτρια και δηλητηριάστρια, και δυνατή και ευάλωτη, αυτή η διφυής γυναίκα του βυζαντινού Μεσαίωνα, θα μπορούσε να είναι και μια γυναίκα σημερινή;
Είναι και σημερινή. Νομίζω πως κάθε γυναίκα θ’ αναγνωρίσει τον εαυτό της σ’ αυτό το φλογερό και αυστηρό πρόσωπο· νομίζω πως όλες θα ταυτιστούν με τη Ζωή που, από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου, κάνει μια πράξη εξορκισμού εναντίον της αρρώστιας και των γηρατειών. Και, φυσικά, ο χαρακτήρας αυτός είναι αναγνωρίσιμος όχι μόνον από τις γυναίκες. Είχα δώσει στον Κορνήλιο Καστοριάδη να διαβάσει το έργο. Αντί όποιας άλλης κρίσης του, έλαβα ένα γράμμα που μου έλεγε: «Σε συγχαίρω για το θάρρος σου. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω».
«ΤΑ ΝΕΑ», 15.10.1988, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ποια ερμηνεία θα μπορούσε να δώσει κανείς σ’ αυτή τη φράση του Καστοριάδη;
Θα σας απαντήσω με τα λόγια της Ζωής: «Βαθουλώνουν τα μάτια μου. Και τα μάγουλά μου βαθουλώνουν. Και το στήθος μου βαθουλώνει. Σα ν’ αδειάζω σιγά-σιγά. Αυτό είναι να γερνάς, ν’ αδειάζεις, ν’ αδειάζεις, ώσπου… Η επιδερμίδα μου μαραίνεται. Κι εγώ από μέσα. Σαν μια ξηρασία να ’χει απλωθεί σε όλο μου το είναι, μέσα κι έξω. Ακόμα και τα νύχια μου ξεραθήκανε και σπάνε. Κι η φωνή μου ξεραίνεται. Το στόμα μου στεγνό. Ο λαιμός μου κατάστεγνος. Τα χέρια μου αφυδατωμένα, άγνωστα…»
Χρειάζεται κάποια τόλμη για να τα πεις αυτά. Τόλμη από τον συγγραφέα αλλά κι από την ηθοποιό που θα το παίξει. Κι αυτή η φθορά του σώματος συμβαδίζει και με τη φθορά ενός κόσμου που οδεύει προς το τέλος του. Το Βυζάντιο —«η πρώτη Ευρώπη», όπως το χαρακτηρίζει η Αρβελέρ— αρχίζει να γερνάει. Μυρίζει θάνατο. Το στοιχείο αυτό υποβόσκει από την αρχή και διατρέχει όλο το έργο, την κάθε στιγμή. Σίγουρα, από τότε, η Ευρώπη έχει γεράσει και πεθάνει πολλές φορές, αλλ’ αυτό είναι άλλο θέμα. Είναι φαίνεται εφτάψυχη! Γι’ αυτό και σήμερα είναι πάλι της μόδας η ιδέα «Ευρώπη», μια Ευρώπη καινούργια, μια Ευρώπη κοπέλα!
[…]
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 2.12.1961, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Πώς λειτουργεί η γέννηση ενός τέτοιου έργου; Πώς σας ήρθε, λόγου χάρη, η ιδέα να διαλέξετε μέσα απ’ ολόκληρη τη βυζαντινή πινακοθήκη το πορτρέτο της Ζωής της Πορφυρογέννητης; Ξανάρχομαι κατά κάποιο τρόπο στην αρχική μου ερώτηση, που κάπως ξεφύγατε να την απαντήσετε.
Συνήθως δεν δουλεύω με ιδέες, αλλά με έμμονες ιδέες! Αν δεν γίνει ένα θέμα μέσα μου έμμονη ιδέα, δεν μπορώ να ξεκινήσω το γράψιμο. Η πρώτη σκέψη μου για τη Ζωή την Πορφυρογέννητη ήταν το ’62, διαβάζοντας τον Μιχαήλ Ψελλό. Έμμονη ιδέα έγινε είκοσι χρόνια αργότερα, το ’82, ύστερα από προσωπικές εμπειρίες. Γι’ αυτό και το πρόσωπο απομακρύνθηκε από τον Ψελλό, έγινε δραματικό, το θέμα της θεραπείας πήρε διαστάσεις. Στο μεταξύ διάστημα, κι ενώ έγραφα άλλα έργα, έψαχνα, ίσως ασυνείδητα, στοιχεία για τη Ζωή, έπαιρνα θυμάμαι τους δρόμους στο Παρίσι γυρεύοντας βιβλία για φαρμακευτικά φυτά!
[…]
Κλείνοντας τη συνομιλία μας, θα ’θελα να σας ρωτήσω και τούτο: ζώντας στην Ελλάδα και τη Γαλλία, γράφοντας ελληνικά και γαλλικά, έχετε κι εσείς η ίδια, σαν την ηρωίδα σας τη Ζωή την Πορφυρογέννητη, μια διπλή υπόσταση. Σίγουρα λοιπόν το έργο σας δεν ανήκει στη «γραφική» Ελλάδα. Αυτό σημαίνει πως η Δυτική κουλτούρα είναι ο χώρος σας;
Ίσως να βρίσκομαι σ’ ένα σημείο ανάμεσα Ανατολής και Δύσης — σαν τον Αλέξιο στον «Άγιο Πρίγκιπα», τον απόντα ακόμη και μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Αυτό όμως παραείναι «εκ βαθέων»! Το θέμα εξάλλου δεν είναι πού βρίσκομαι εγώ αλλά τα έργα, και πιστεύω ότι πολλά απ’ αυτά, όπως τα «Ερωτικά», ο «Σπαραγμός», η «Ζωή η Πορφυρογέννητη», είναι βαθύτατα ελληνικά και ταυτόχρονα ευρωπαϊκά.
*Αποσπάσματα από εκτενή συνέντευξη που είχε παραχωρήσει η Μαργαρίτα Λυμπεράκη στο δημοσιογράφο Γιώργο Πηλιχό (1929-2003) και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» το Σάββατο 15 Οκτωβρίου 1988.
Η μυθιστοριογράφος και θεατρική συγγραφέας Μαργαρίτα Λυμπεράκη, πεζογράφος που ανήκε στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, έφυγε από τη ζωή στις 24 Μαΐου 2001.
Η γεννημένη το 1919 στην Αθήνα Λυμπεράκη, αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της στο Αρσάκειο, φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
Έχοντας δεχτεί τις επιδράσεις σπουδαίων ελλήνων και ξένων λογοτεχνών (μεταξύ άλλων, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Σικελιανού, του Σταντάλ, του Μπαλζάκ, του Προυστ, της Βιρτζίνια Γουλφ και του Τζέιμς Τζόις), η Λυμπεράκη άρχισε να γράφει το πρώτο της μυθιστόρημα, «Τα δέντρα», την ημέρα που πήρε το πτυχίο της, κι ενώ ήταν ήδη παντρεμένη με το δικηγόρο και ποιητή Γιώργο Καραπάνο (το βιβλίο κυκλοφόρησε με το όνομα Μ. Καραπάνου από τις εκδόσεις «Οι Φίλοι του Βιβλίου», το 1945).
Το πρωτόλειο της Λυμπεράκη, «Τα δέντρα», ένα αστικό μυθιστόρημα με ψυχολογικές προεκτάσεις, ακολούθησαν το 1946 «Τα ψάθινα καπέλα» (εκδόσεις «Πυρσός»), που θεωρούνται ένα από τα αρτιότερα μυθιστορήματα της εφηβικής ηλικίας και εν γένει της μεταπολεμικής νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Μετά την έκδοση του προαναφερθέντος βιβλίου της η Λυμπεράκη, που είχε πάψει να συζεί με τον άνδρα της, αναχώρησε μαζί με την κόρη της (τη Μαργαρίτα Καραπάνου, που υπήρξε εγνωσμένης επίσης αξίας πεζογράφος) για το Παρίσι.
Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη (αριστερά) και η Μαργαρίτα Καραπάνου στην Ύδρα (πηγή: «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 27.6.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»)
Έκτοτε άρχισε να μοιράζει τη ζωή της ανάμεσα στις δύο χώρες, την Ελλάδα και τη Γαλλία, και να γράφει τα έργα της και στα ελληνικά και στα γαλλικά.
Επηρεασμένη από τα νέα λογοτεχνικά ρεύματα που ανθούσαν τότε στο Παρίσι, καθώς και από τις ιδέες των Σαρτρ και Καμύ, αλλά και βιώνοντας –κατά δήλωσίν της– μια κρίση ταυτότητας, η Λυμπεράκη έγραψε το 1949 το μυθιστόρημά της «Ο άλλος Αλέξανδρος», που διέφερε εντελώς από τα προηγηθέντα και ως προς το ύφος και ως προς τη θεματολογία.
Ύστερα από το μυθιστόρημα αυτό, που αντανακλούσε την εποχή του και εκδόθηκε κατά καιρούς και στα ελληνικά και στα γαλλικά, η Λυμπεράκη στράφηκε οριστικά στο θέατρο, ένα θέατρο μυθικό και οργιαστικό όπως η ίδια το ονόμαζε (μόνες εξαιρέσεις υπήρξαν το ολιγοσέλιδο ποιητικό έργο με τίτλο «Για τον απόντα», το 1972, και το μυθιστορηματικό χρονικό «Το μυστήριο», το 1976).
Στα θεατρικά έργα της η Λυμπεράκη άντλησε τα θέματά της από την αρχαία ελληνική μυθολογία, έχοντας σε κάποια σημεία επαφή με τον υπερρεαλισμό και το «θέατρο του παραλόγου» (Ιονέσκο, Μπέκετ κ.ά.).
Το πρώτο θεατρικό έργο της υπήρξε «Η γυναίκα του Κανδαύλη», που γράφτηκε (στα ελληνικά) το 1952 και δημοσιεύτηκε το 1954.
«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 27.6.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το έργο αυτό περιελήφθη, μαζί με τις «Δαναΐδες» και «Το μυστικό κρεβάτι», στην τριλογία υπό τον τίτλο «Μυθικό θέατρο», που κυκλοφόρησε πολύ αργότερα, το 1980 (εκδόσεις «Ερμής»).
Βασικό θέμα αυτών των δραματικών θεατρικών έργων (στην πραγματικότητα αποτελούν μεταπλάσεις αρχαίων ελληνικών μύθων) είναι η διαμάχη των δύο φύλων, οι σχέσεις άνδρα και γυναίκας, η μεταξύ τους έλξη και απώθηση.
Το 1960 η Λυμπεράκη έγραψε στα γαλλικά το θεατρικό έργο «Ο άγιος πρίγκηψ», που αναφέρεται στη διαμάχη Ανατολής και Δύσης, στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, στον τεμαχισμό του κόσμου.
Ακολούθησαν το 1965 «Το γέλιο» και ο «Σπαραγμός», γραμμένα στα γαλλικά.
Εξάλλου, η Λυμπεράκη διακρίθηκε στο πεδίο της σεναριογραφίας.
Έγραψε το σενάριο της κινηματογραφικής ταινίας «Μαγική πόλη» (σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου), όπως και εκείνο της ταινίας «Φαίδρα» (σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν).
Πέραν του συγγραφικού έργου της, η Λυμπεράκη απέσπασε επαινετικές κριτικές ως ζωγράφος, λαμβάνοντας μάλιστα μέρος και σε πανελλήνια έκθεση ζωγραφικής (στο Ζάππειο, το 1948).
Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η Μαργαρίτα Λυμπεράκη στη Σπηλιά της Ύδρας (πηγή: «Το Βήμα», 6/7/1997).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις