«Για τρία χρόνια», γράφει ο Μαρά, «παλέψαμε για να ανακτήσουμε την ελευθερία μας και τώρα απέχουμε από αυτό το στόχο όσο απείχαμε πάντα. Η Επανάσταση έχει στραφεί εναντίον του λαού. Για την Αυλή και τους υποστηρικτές της είναι ένα διαρκές κίνητρο για δολοπλοκίες και διαφθορά και για τους νομοθέτες μια ευκαιρία για υπεκφυγές και εξαπάτηση. Ήδη για τους πλούσιους και τους άπληστους δεν είναι παρά μια ευκαιρία για παράνομα κέρδη, μονοπώλια, απάτες και λαφυραγωγίες, ενώ ο λαός είναι κατεστραμμένος και οι αναρίθμητοι πένητες ζουν ανάμεσα στο φόβο της λιμοκτονίας και στην ανάγκη να πουλήσουν τον εαυτό τους. Ας μη φοβόμαστε να το επαναλαμβάνουμε: απέχουμε από την ελευθερία όσο απείχαμε πάντα. Γιατί όχι μόνον είμαστε σκλάβοι, αλλά είμαστε σκλάβοι σύμφωνα με το νόμο».

«Όσον αφορά το κράτος, το σκηνικό έχει αλλάξει», αναφέρει παρακάτω. «Παραμένουν όμως οι ίδιοι ηθοποιοί, οι ίδιες δολοπλοκίες, τα ίδια κίνητρα».


«Το ότι οι χαμηλότερες τάξεις του έθνους έμειναν μόνες στον αγώνα εναντίον των ανώτερων ήταν μοιραίο», συνεχίζει ο Μαρά. «Τη στιγμή μιας εξέγερσης ο λαός θα συντρίψει τα πάντα κάτω από το βάρος του, αλλά όποιο και να είναι το πλεονέκτημα που ενδέχεται να κερδίσει στην αρχή, τελικά θα καταλήξει να υποκύψει στα τεχνάσματα των ανώτερων τάξεων, που είναι γεμάτα πανουργία, επιτηδειότητα και σκευωρίες. Οι μορφωμένοι, οι εύποροι και οι έξυπνοι άνθρωποι των ανώτερων τάξεων αρχικά τάχθηκαν εναντίον του τυράννου. Αυτό όμως έγινε μόνο και μόνο για να στραφούν εναντίον του λαού, αφού πρώτα εκμεταλλεύτηκαν την εμπιστοσύνη του και χρησιμοποίησαν τις δυνάμεις του για να βολευτούν στη θέση των προνομιούχων τάξεων, τις οποίες έχουν θέσει εκτός νόμου».


«Συνεπώς», συνεχίζει ο Μαρά –και τα λόγια του είναι ανεκτίμητα, αφού θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχουν γραφτεί σήμερα, στον εικοστό αιώνα–, «ισχύει ότι η επανάσταση έχει γίνει και έχει διατηρηθεί μόνο από τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις, τους εργάτες, τους μικρεμπόρους, τους αγρότες, τους πληβείους, από εκείνους τους άτυχους που οι ξεδιάντροποι πλούσιοι αποκαλούν κανάγιες και που η ρωμαϊκή αυθάδεια αποκαλούσε προλετάριους. Ποιος όμως θα φανταζόταν ποτέ ότι θα γινόταν μόνο προς όφελος των μικρών γαιοκτημόνων, των ανθρώπων του νόμου, των θιασωτών της απάτης».

Την επομένη της άλωσης της Βαστίλης οι αντιπρόσωποι του λαού εύκολα «θα είχαν εκδιώξει από τα αξιώματα τον τύραννο και τους πράκτορές του», γράφει παρακάτω ο Μαρά. «Για να το κάνουν όμως θα έπρεπε να διέθεταν οξυδέρκεια και αρετή». Όσο για το λαό, αντί να τον εξοπλίσουν καθολικά, επέτρεψαν τον εξοπλισμό μόνο ενός μέρους του (εννοώντας την Εθνοφρουρά, που απαρτιζόταν από ενεργούς πολίτες). Και αντί να επιτεθεί αμέσως στους εχθρούς της Επανάστασης, ο λαός εγκατέλειψε τα πλεονεκτήματα της νίκης του και απλώς τήρησε αμυντική στάση.


«Σήμερα», γράφει ο Μαρά, «έπειτα από τρία χρόνια ατέλειωτων ομιλιών από τους πατριωτικούς συλλόγους και έναν κατακλυσμό γραπτών […] ο λαός απέχει ακόμα περισσότερο από το να συνειδητοποιήσει τι θα πρέπει να κάνει έτσι ώστε να μπορέσει να αντισταθεί στους καταπιεστές του από ό,τι την πρώτη κιόλας ημέρα της Επανάστασης. Τότε είχε ακολουθήσει τα φυσικά του ένστικτα, την απλή λογική που τον έκανε να σκεφτεί έναν αυθεντικό τρόπο για να υποτάξει τους άσπονδους εχθρούς του. Και δείτε τον σήμερα – αλυσοδεμένο στο όνομα του νόμου, να υποφέρει στο όνομα της δικαιοσύνης. Είναι σκλάβος του Συντάγματος!»


Αυτό θα μπορούσε να έχει γραφτεί μόλις χθες, ωστόσο περιέχεται στο 657ο τεύχος του Ami du peuple (σ.σ. η L’ami du peuple ήταν πολιτική εφημερίδα της επαναστατικής περιόδου, που ιδρύθηκε και εκδόθηκε από τον Μαρά).

*Απόσπασμα από το βιβλίο του ρώσου συγγραφέα και στοχαστή Πιοτρ Κροπότκιν (1842-1921) «Η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, 1789-1793» (εκδόσεις «Κουκκίδα», 2015, μτφρ Γιάννη Καστανάρα).

Τα ανωτέρω γράφτηκαν από τον Ζαν-Πολ Μαρά, εξέφραζαν δε την απογοήτευσή του για την ελεεινή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Γαλλική Επανάσταση το 1792, τρία μόλις χρόνια μετά το ξέσπασμά της.


Η κατάσταση αυτή περιγράφεται συνοπτικά από τον Κροπότκιν, σε άλλο σημείο του βιβλίου του, ως εξής:

«Από όσα έχουμε πει μέχρι στιγμής, διαπιστώνουμε την ελεεινή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Επανάσταση τους πρώτους μήνες του 1792. Εάν οι επαναστάτες αστοί αισθάνονταν ικανοποιημένοι επειδή είχαν κατακτήσει ένα μερίδιο στην κυβέρνηση και είχαν θέσει τα θεμέλια για τις περιουσίες που σύντομα έμελλε να αποκτήσουν με τη βοήθεια του κράτους, ο λαός έβλεπε ότι ακόμα δεν είχε γίνει τίποτα για αυτόν. Η φεουδαρχία στεκόταν ακόμα όρθια και στις πόλεις μεγάλες μάζες προλεταρίων δεν είχαν κερδίσει απολύτως τίποτα. Οι έμποροι και οι μονοπωλητές αποκτούσαν τεράστιες περιουσίες σαν εργολάβοι και χρηματομεσίτες της κυβέρνησης και μέσω κερδοσκοπίας των χαρτονομισμάτων από την εκποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας και της αγοράς κοινοτικών γαιών, αλλά η τιμή του ψωμιού και όλων των άλλων ειδών πρώτης ανάγκης ανέβαινε σταθερά και η πείνα γινόταν μόνιμος βραχνάς στις φτωχογειτονιές των μεγαλουπόλεων.

Στο μεταξύ οι αριστοκράτες γίνονταν ολοένα και πιο τολμηροί. Οι ευγενείς, οι πλούσιοι, σήκωναν κεφάλι και καυχιόντουσαν ότι σύντομα θα λογίκευαν τους αβράκωτους. Καθημερινά περίμεναν την είδηση μιας γερμανικής εισβολής που θα προήλαυνε θριαμβευτικά εναντίον του Παρισιού για να αποκαταστήσει το Παλαιό Καθεστώς σε όλο του το μεγαλείο. Στις επαρχίες, όπως έχουμε διαπιστώσει, η αντίδραση οργάνωνε ανοιχτά τους υποστηρικτές της για μια γενική εξέγερση.


Όσο για το Σύνταγμα, το οποίο οι αστοί αλλά και οι επαναστάτες διανοούμενοι έλεγαν ότι θα υπερασπίζονταν με κάθε κόστος, υπήρχε μόνο για την ψήφιση ασήμαντων μέτρων, ενώ όλες οι σοβαρές μεταρρυθμίσεις εκκρεμούσαν. Η εξουσία του βασιλιά είχε μεν περιοριστεί, αλλά με πολύ συντηρητικό τρόπο. Με τις εξουσίες που του είχε εμπιστευτεί το Σύνταγμα –χρηματικές απολαβές, στρατιωτική διοίκηση, επιλογή υπουργών και όλα τα υπόλοιπα– αλλά πάνω απ’ όλα με την εσωτερική οργάνωση της τοπικής διακυβέρνησης που άφηνε τα πάντα στα χέρια των πλουσίων, ο λαός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.

[…] Όλοι είχαν την αίσθηση ότι το έθνος ζούσε απλώς από τη μια μέρα στην άλλη, κάτω από ένα σύστημα που δεν πρόσφερε καμία σταθερότητα και που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να ανατραπεί προς όφελος του Παλαιού Καθεστώτος».

Ο πολιτικός, εκδότης και αρθρογράφος Ζαν-Πολ Μαρά (Jean-Paul Marat), ένας εκ των ηγετών των «Ορεινών» (ριζοσπαστών Ιακωβίνων), υπήρξε μια από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της Γαλλικής Επανάστασης.


Ο Μαρά γεννήθηκε στις 24 Μαΐου 1743 και δολοφονήθηκε από τη Σαρλότ Κορντέ (οπαδό των Γιρονδίνων, θανάσιμων πολιτικών αντιπάλων του) στις 13 Ιουλίου 1793.