Έχουμε φτάσει όχι πια στο «εάν» αλλά στο «πόσο». Ο λόγος για την άνοδο που αναμένεται να καταγράψει η Ακροδεξιά στις επερχόμενες ευρωπαϊκές εκλογές.

Στη Γαλλία ο Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν αναμένεται να έχει μια καθαρή πρωτιά, δείχνοντας ότι είναι ο πιο συμπαγής πολιτικός πόλος. Στην Ιταλία οι Αδελφοί της Ιταλίας της πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι θα παραμείνουν ο πιο ισχυρός πολιτικός πόλος της χώρας, ενώ το ίδιο θα γίνει και στην Αυστρία όπου το FPÖ είναι επίσης ο πιο ισχυρός πόλος, όπως και στην Ολλανδία. Την ίδια ώρα παρότι χτυπημένη από σκάνδαλα, η Εναλλακτική για τη Γερμανία αναμένεται να είναι στη δεύτερη θέση. Την ίδια ώρα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κόμμα του Βίκτορ Όρμπαν παραμένει κυρίαρχο στην Ουγγαρία.

Αλλά και στη χώρα μας, όπου το 2023 τα τρία ακροδεξιά κόμματα που μπήκαν στη Βουλή πήραν αθροιστικά κοντά 13%, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πόσο θα φτάσουν σε αυτές τις εκλογές, μετά και την επιλογή της κυβέρνησης να σηκώσει ψηλά «εθνικοπατριωτικά» θέματα ερεθίζοντας εθνικιστικά αντανακλαστικά.

Είναι προφανές ότι αυτή η άνοδος της Ακροδεξιάς θα έχει άμεσες συνέπειες, δεν θα καταγραφεί απλώς ως μια εκλογική δυναμική, αντικείμενο μελέτης της πολιτικής επιστήμης. Σηματοδοτεί μια συνολικότερη μετατόπιση της Ευρώπης προς τα δεξιά και θα έχει επιπτώσεις και στο πώς διαμορφώνεται συνολικά η άσκηση πολιτικής στο ευρωπαϊκό επίπεδο.

Αρκεί μόνο να αναλογιστούμε ότι όσο αυξάνονται οι ψήφοι της Άκρας Δεξιάς μέσα στο Ευρωκοινοβούλιο τόσο ενισχύεται και η ικανότητά της να γίνει ουσιαστικά ο ρυθμιστής για κρίσιμες αποφάσεις. Από τις επιλογές προσώπων για τα κρίσιμα αξιώματα που αφορούν τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου, τον πρόεδρο της Επιτροπής και τον πρόεδρο του Συμβουλίου, μέχρι το είδος της νομοθεσίας που θα έρχεται από το Ευρωκοινοβούλιο, δεσμεύοντας τα κράτη – μέλη.

Η Ευρώπη αρχίζει τώρα να συνειδητοποιεί τον κίνδυνο και να ανησυχεί δεχόμενη δικαίως επικρίσεις όχι μόνο για τραγική καθυστέρηση αλλά και για υποκρισία, αφού στο σημείο αυτό δεν φτάσαμε από τη μια μέρα στην άλλη. Δηλαδή, κάποιοι έστρωσαν το δρόμο για να έρθει η Ακροδεξιά στο προσκήνιο, με τις επιλογές και τη ρητορική τους.

Γιατί σε αντίθεση με όσα ακούγονται η άνοδος της Ακροδεξιάς δεν είναι απλώς μια αντίδραση π.χ. στο μεταναστευτικό, καθώς οι έρευνες κοινής γνώμης δείχνουν ότι δεν είναι το κυρίαρχο ζήτημα που απασχολεί τους ευρωπαίους πολίτες.

Η άνοδος της Ακροδεξιάς είναι άμεσα συσχετισμένη με δύο παράλληλες δυναμικές και το πώς τις εκμεταλλεύονται οι ακροδεξιοί δημαγωγοί.

Η μία αφορά το γεγονός ότι τα τελευταία 30 χρόνια τα «συστημικά» κόμματα, τα κόμματα της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς μετατοπίστηκαν πολύ προς τα δεξιά: εγκατέλειψαν τις δεσμεύσεις για ισχυρό κοινωνικό κράτος, ασπάστηκαν τον νεοφιλελευθερισμό, διεύρυναν τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, πολέμησαν τα συνδικάτα, έκαναν ιδιωτικοποιήσεις και σταδιακά απέκτησαν ολοένα και πιο σκληρή γραμμή για το μεταναστευτικό και το προσφυγικό.

Η άλλη δυναμική αφορά το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες γίνονται όλο και πιο ανασφαλείς, καθώς αισθάνονται ότι είμαστε σε μια περίοδο αλλαγών το κόστος των οποίων καλούνται να πληρώσουν. Η εργασία γίνεται όλο και πιο επισφαλής, το κόστος ζωής ανεβαίνει, η επόμενη πανδημία μπορεί να είναι πιο σύντομα από όσο πιστεύουμε, η κλιματική αλλαγή επιδεινώνεται και ταυτόχρονα η «Πράσινη Μετάβαση» φαντάζει ως απόπειρα αποβιομηχάνισης και ως ακριβότερα καύσιμα.

Το γεγονός ότι την ίδια περίοδο που συζητάμε οι συστημικές δυνάμεις έκαναν συνειδητά ό,τι μπορούσαν για να συκοφαντήσουν και να δαιμονοποιήσουν την αλληλεγγύη, τη συλλογικότητα, τον κοινό αγώνα, τη μαζική κινητοποίηση, είχε ως αποτέλεσμα οι λαϊκές τάξεις να μην μπορούν το ίδιο εύκολα να μετατρέψουν την ανασφάλειά τους σε οργανωμένη και αποτελεσματική συλλογική διεκδίκηση. Αντιθέτως, κυρίως αναζητούν μια διέξοδο για την οργή τους, είτε με κοινωνικές εκρήξεις, είτε με αναζήτηση κομμάτων που να φαντάζουν «εκτός των καθιερωμένων». Και μπορεί κάποιες φορές να οδηγήθηκαν προς τα δεξιά, η ανασφάλεια και ο φόβος σε ένα τοπίο μετατοπισμένο προς τα δεξιά κυρίως την Ακροδεξιά ενισχύουν. Και αυτό είναι ένα ρίσκο που μέρος του συστήματος αναλαμβάνει, ακριβώς γιατί υπό κανονικές συνθήκες μπορεί να το ελέγξει απολύτως, αφού, όπως έχει αποδειχθεί, τα ακροδεξιά μορφώματα είναι σαρξ εκ της σαρκός του συστήματος.

Την ίδια στιγμή μέσα σε συνθήκες έντονης γεωπολιτικής πόλωσης διάφορες τάσεις της Ακροδεξιάς φοράνε φερετζέ δηλώνοντας «ότι είναι με τη σωστή πλευρά της ιστορίας» για να κερδίζουν νομιμοποίηση. Έτσι για παράδειγμα η Μελόνι, που το κόμμα της στον πυρήνα του έχει νοσταλγούς του Μουσολίνι, έπαιξε συστηματικά το ότι έχει μια πολιτική υπέρ του ΝΑΤΟ και της «Δύσης». Αυτό το βλέπει κανείς και τώρα με τον πόλεμο στη Γάζα, όπου όλα τα μεγάλα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη έχουν ταχθεί αναφανδόν υπέρ του Ισραήλ, ακόμη και όταν έχουν ανθρώπους με αντισημιτικές τοποθετήσεις. Άλλωστε, η ισλαμοφοβία που περιλαμβάνει η ιδεολογία τους επιτρέπει αυτή την υποστήριξη του Ισραήλ ως «προπύργιο του αγώνα κατά του ισλαμισμού».

Όμως, όσο και να προσπαθούν να «ξεπλυθούν» με διάφορους τρόπους και να διατρανώνουν ότι ενστερνίζονται πλήρως τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, της οικονομίας της αγοράς και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν παύουν να είναι κόμματα που αντλούν την αρχική τους έμπνευση από τις πιο σκοτεινές εποχές της Ευρώπης, τον φασισμό, τον ναζισμό, την αποικιοκρατία, που επιμένουν στον σκληρό εθνικισμό και στον ρατσισμό απέναντι στον «Άλλο», τον μετανάστη, τον πρόσφυγα, τον «διαφορετικό» και που οραματίζονται μια κοινωνία ακόμη πιο άνιση, πιο αυταρχική και με λιγότερα δικαιώματα.

Και αυτό σημαίνει ότι όσο στην Ευρώπη δεν ανασυγκροτείται μια μαζική αριστερή και προοδευτική παράταξη, ικανή να μπορεί να συνδυάσει τον ριζοσπαστισμό της επιτακτικής ανάγκης αλλαγών σε μια εποχή πολυκρίσεων, με τον ρεαλισμό και την κυβερνητική αποτελεσματικότητα, έτσι ώστε να αποκτήσουν οι μεσαίες τάξεις και τα λαϊκά στρώματα σημείο αναφοράς, και η κρίση του «ευρωπαϊκού οράματος» θα συνεχίζεται και η ακροδεξιά θα σηκώνει όλο και πιο πολύ κεφάλι.