Ευγένιος Βούλγαρης: Η γόνιμη σύζευξη του αρχαιοελληνικού και του ευρωπαϊκού πνεύματος
Ο ανακαινιστής της ελληνικής παιδείας
- Μιας διαγραφής… μύρια έπονται για τη Ν.Δ.- Νέες εσωκομματικές συνθήκες και «εν κρυπτώ» υπουργοί
- Ποια είναι η Κριστίν Καβαλάρι: Τα ριάλιτι, το toy boy και το «πιο καυτό σεξ» με τον Τζέισον Στέιθαμ
- Κουτσουρεμένος ο προϋπολογισμός του «Διατηρώ»
- Την άρση ασυλίας Καλλιάνου εισηγείται η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής
Η συμβολή του Ε. Βούλγαρη (1716-1806) στη διαμόρφωση και την εξέλιξη του νεοελληνικού Διαφωτισμού υπήρξε και αναγνωρίζεται ως καταλυτική για δύο λόγους που δεν είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους. Πρώτον γιατί υπήρξε ένας «πανδαήμων» (σ.σ. ο πανεπιστήμων, αυτός που γνωρίζει τα πάντα) διδάσκαλος, όπως προσημειώνει ο Σάθας (σ.σ. ο Κωνσταντίνος Σάθας, 1842-1914, υπήρξε διακεκριμένος έλληνας ιστορικός), που δίδαξε σε πολλά και σημαντικά σχολεία της εποχής του, και δεύτερον γιατί με το ογκώδες και πολυδιάστατο συγγραφικό του έργο έγινε, κατά την έκφραση του Κ. Κούμα (σ.σ. ο ιστορικός και φιλόσοφος Κωνσταντίνος Κούμας, 1777-1836, υπήρξε ένας εκ των πρωτεργατών του κινήματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού), ο κατεξοχήν εισηγητής «της νεωτέρας φιλοσοφίας εις την Ελλάδα» και αναδείχθηκε «ανακαινιστής της ελληνικής παιδείας».
Μια σύντομη, έστω, περιδιάβαση των πιο σημαντικών έργων του Βούλγαρη, όπως της Λογικής (Λειψία 1776) και των Αρεσκόντων τοις φιλοσόφοις (Βιέννη 1805), μας πείθει ότι στη σκέψη του Βούλγαρη είχαν συγχωνευθεί, με εκλεκτικό πάντοτε τρόπο, η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και τα επιτεύγματα της νεότερης ευρωπαϊκής επιστήμης και φιλοσοφίας. Έτσι νομιμοποιούνται οι αξιολογικές κρίσεις που διατυπώθηκαν τόσο από τον Κούμα όσο και από τον Αινιάνα (σ.σ. ο Γεώργιος Αινιάν υπήρξε ο πρώτος συστηματικός βιογράφος του Βούλγαρη) τον 19ο αιώνα. Ο πρώτος τονίζει χαρακτηριστικά πως ο Βούλγαρης γνώριζε και δίδαξε την ευρωπαϊκή φιλοσοφία, αφού «εισήγαγε εις τα σχολεία τας μεταμεθοδεύσεις του Βάκωνος (σ.σ. Μπέικον), του Καρτεσίου, του Λεϊβνιτίου (σ.σ. Λάιμπνιτς), του Βολταίρου και όσων μετά τούτους είχον κοπιάσει έως τους χρόνους εκείνους εις κάθαρσιν των επιστημών και της φιλοσοφίας», ενώ ο δεύτερος τονίζει όχι μόνο την πολυμάθεια αλλά και τον εκλεκτισμό του Βούλγαρη, γράφοντας: «ότε εφιλοσόφει, εφαίνετο Αριστοτέλης ομιλών τας ανεπτυγμένας αρχάς του Νεύθωνος ή Καρτέσιος πλατωνίζων κατά την έννοιαν και την φωνήν».
Οι παραπάνω απόψεις δεν φανερώνουν μόνο την οικουμενικότητα του πνεύματος του Βούλγαρη και τον εκλεκτισμό του, αλλά και κάτι άλλο πιο σημαντικό: αποδεικνύουν a priori ότι δεν είναι εύκολο να τυποποιήσουμε τον στοχασμό του Βούλγαρη προκειμένου να τον κατατάξουμε στον χώρο των anciens ή των modernes, ανάμεσα στους οποίους υπήρξε έντονη και μακρά διαμάχη σχετικά με την προτεραιότητα ή μη της αρχαίας παράδοσης και τον τρόπο αντιμετώπισής της. Η διαμάχη αυτή, ως γνωστόν, εμφανίσθηκε στην Ευρώπη, αλλά στη συνέχεια μεταφέρθηκε στους κόλπους της πνευματικής κίνησης του νεοελληνικού Διαφωτισμού και διαμόρφωσε δύο πνευματικοπολιτικά ρεύματα: από τη μια μεριά το συντηρητικό και από την άλλη το προοδευτικό ή ανανεωτικό. Ο Βούλγαρης υπερβαίνει τις πιο πολλές φορές αυτήν την αντιπαράθεση και επιδιώκει συνειδητά να συνδυάσει αρχαίες και νεότερες απόψεις πάνω σε οποιοδήποτε θέμα αναλύει. Διακρίνεται από μετριοπάθεια και διαλλακτικότητα στις φιλοσοφικές του τοποθετήσεις και δηλώνει ευθαρσώς: «ημίν αφισταμένοις των ακροτήτων, της μεσότητος απανταχού εκτέον» (σ.σ. το «εκτέον» είναι αυτό που πρέπει να έχει κανείς).
*Απόσπασμα από μελέτη του ομότιμου καθηγητή Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών Ιωάννη Γ. Δελλή υπό τον τίτλο «Οι επιδράσεις των ιδεών του Voltaire και του J. Locke στο Σχεδίασμα περί ανεξιθρησκείας του Ε. Βούλγαρη» (έκδοση της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 2002, ανάτυπο από τα «Ελληνικά», τόμος 52ος, τεύχος 1ο, Θεσσαλονίκη, 2002).
Ο Ευγένιος Βούλγαρης (Βούλγαρις), επιφανής λόγιος και μέγας δάσκαλος του Γένους, γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1716 και απεβίωσε στην Αγία Πετρούπολη στις 27 Μαΐου 1806 (αυτή αναφέρεται ως η επικρατέστερη ημερομηνία θανάτου του στις σχετικές πηγές).
Ο Βούλγαρης δίδαξε (στο διάστημα 1742-1761) στη Μαρουτσαία Σχολή Ιωαννίνων, στη σχολή της Κοζάνης, στην Αθωνιάδα Σχολή και στην Πατριαρχική Σχολή (Ακαδημία) Κωνσταντινουπόλεως.
Ακολούθως εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι και τη Λειψία, όπου προέβη στην υλοποίηση ενός μείζονος στόχου του, του συγγραφικού και εκδοτικού του προγράμματος.
Το 1771, σε ηλικία 55 ετών, ο Βούλγαρης άρχισε μια νέα σταδιοδρομία ως αξιωματούχος της ρωσικής Αυλής.
To 1776, κατόπιν προτάσεως της αυτοκράτειρας πασών των Ρωσιών Μεγάλης Αικατερίνης (Αικατερίνης Β’), χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Σλαβινίου και Χερσώνος.
Μετά την παραίτησή του από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο υπέρ του φίλου και συμπατριώτη του Νικηφόρου Θεοτόκη, τo 1779, ο Βούλγαρης μετέβη στη Χερσώνα (ουκρανική πόλη της Κριμαίας, αρχαία ελληνική αποικία και λιμάνι στα παράλια του Εύξεινου Πόντου) και καταπιάστηκε με τη μελέτη και τη συγγραφή.
Από το 1789 και μετά εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη, όπου παρέμεινε έως το τέλος του βίου του, επιδοθείς σε θεολογικές μελέτες, εκδόσεις και μεταφράσεις κειμένων της κλασικής και λατινικής γραμματείας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις