Δεν είμαστε στο 2019 – άρα ας μιλάμε για το 2025 όχι για το 2015
Η διαρκής επίκληση του «ότι δεν θα γυρίσουμε στο 2015» είναι τουλάχιστον παραπλανητική
Ολοένα και περισσότερο ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέρχεται στη ρητορική στο «δεν θα γυρίσουμε στο 2015» και της διακινδύνευσης της σταθερότητας.
Η σκοπιμότητα και η τακτική πίσω από αυτή την αναφορά είναι προφανής. Το 2015 έμεινε στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας ως ένα τραύμα, ανεξαρτήτως της στάσης που κράτησε ο καθένας στο δημοψήφισμα.
Ήταν μια χρονιά που κορυφώθηκε το δράμα των μνημονίων μέσα από τον εκβιασμό των δανειστών, που φάνηκε να διακυβεύεται το εάν η χώρα μας θα μείνει στο ευρώ, με ό,τι οδυνηρό για την οικονομία και την κοινωνία θα συνεπαγόταν η έξοδος τη δεδομένη στιγμή, που εφαρμόστηκαν capital controls και με την κατάλληλη τρομοκρατική προπαγάνδα κάναμε ουρές έξω από τα ATM και ένα κόμμα που είχε υποσχεθεί έξοδο από την αντιδραστική μνημονιακή λιτότητα κατέληξε να υπογράφει και να εφαρμόζει το τρίτο μνημόνιο.
Αυτά τα γεγονότα εξηγούν σε μεγάλο βαθμό γιατί το 2019 ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας ήθελε την πολιτική αλλαγή, με σκοπό να επανέλθει ένα αίσθημα «κανονικότητας», προβλεψιμότητας και, έστω χαμηλών προσδοκιών, ηρεμίας. Και πάνω σε αυτό ακριβώς το κλίμα ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η ΝΔ κέρδισαν τις εκλογές. Και χάρη στο ότι μπόρεσαν να οικοδομήσουν κοινωνικές συμμαχίες και να αποφύγουν την εφαρμογή βασικών πολιτικών τους στην περίοδο της πανδημίας, την ώρα που η αντιπολίτευση, πρώτα και κύρια ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν επεξεργάστηκε μια εναλλακτική στρατηγική με αποτέλεσμα να έχει και μεγάλες απώλειες, κέρδισαν και τις εκλογές του 2023.
Όμως, δεν είμαστε στο 2019. Και αυτό πρέπει να είναι αφετηρία της όποιας εκτίμησης και της όποιας πρότασης για την επόμενη μέρα.
Για παράδειγμα δεν έχει νόημα σήμερα να λέμε ότι θα προκληθεί αναστάτωση τύπου 2015. Σε τελική ανάλυση, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν που εφάρμοσε μέχρι κεραίας το τρίτο μνημόνιο και πιστώνεται την έξοδο από τα μνημόνια και μάλιστα εφαρμόζοντας μια πολιτική λιτότητας που άφησε και το διαβόητο χρηματοδοτικό μαξιλάρι των 37 δισεκατομμυρίων. Να το πούμε διαφορετικά: ήδη το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εξασφαλίσει, έστω και με εκλογικό κόστος όπως αποδείχτηκε, ότι η χώρα δεν θα επέστρεφε – στα μάτια των δανειστών τουλάχιστον – στο 2015.
Έπειτα στα χρόνια που πέρασαν και η ίδια η Ευρώπη μετατοπίστηκε, με τη συμβολή σε αυτό των όσων έγιναν το 2015 να είναι αναμφισβήτητη. Αρκεί να αναλογιστούμε πώς αντέδρασε στην πανδημία οπότε έστω και με καθυστερήσεις και ταλαντεύσεις, αποδέχτηκε ότι κάποια στιγμή οι δημοσιονομικοί κανόνες πρέπει να χαλαρώνουν. Και μπορεί τώρα να ετοιμαζόμαστε να περάσουμε ξανά σε περίοδο «δημοσιονομικής πειθαρχίας» πανευρωπαϊκά, αλλά είναι σαφές ότι το μάθημα το έχουν πάρει.
Με αυτή την έννοια, οφείλουμε να πούμε με ειλικρίνεια ότι το ερώτημα που απασχολεί αυτή τη στιγμή τη χώρα μας δεν είναι να μην επιστρέψουμε στο 2015. Γιατί πολύ απλά δεν πρόκειται.
Άλλωστε κανένα από τα μεγάλα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου» δεν προτείνει κάποια ανυπακοή στον ευρωπαϊκό δρόμο (ακόμη και το ΚΚΕ το θέτει με όρους στρατηγικούς). Το ζήτημα του χρέους είναι ενεργό, γιατί τα μνημόνια μας κληρονόμησαν χρέος (παρότι υποτίθεται ότι το πρόβλημα ήταν η υπερχρέωσή μας), αλλά διαχειρίσιμο, καθώς και οι δανειστές και οι αγορές (και μέσω των οίκων αξιολόγησης) έχουν δείξει ότι αυτή τη στιγμή μας θεωρούν αξιόχρεους. Τα δημοσιονομικά της χώρας δεν είναι στη χειρότερη κατάσταση και σε πείσμα μιας εικόνας μιας «χώρας φοροφυγάδων» ο βαθμός φορολογικής συμμόρφωσης έχει ανέβει.
Σημαίνει αυτό ότι έχουν λυθεί όλα τα προβλήματα; Το ακριβώς αντίθετο! Όμως, είναι προβλήματα διαφορετικά που σε κανένα βαθμό δεν απαντώνται από το «δεν θα επιτρέψουμε επιστροφή στο 2015!».
Είναι προβλήματα όπως η εκτίναξη του κόστους ζωής για τα λαϊκά στρώματα, που αυτή τη στιγμή ακυρώνει στην πράξη και την όποια αύξηση των μισθών και την μείωση της ανεργίας και αποτελεί και τον βασικό λόγο έντονης κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Είναι στρεβλώσεις από την υπερεπένδυση στον τουρισμό και στα ακίνητα που οδηγούν, εκτός των άλλων, στον κίνδυνο να αποκτήσουμε και στη χώρα μας «στεγαστικό πρόβλημα».
Είναι το γεγονός ότι οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται δεν είναι πάντα υψηλών προσόντων ή δεν δίνουν προοπτική, με αποτέλεσμα τη δυσκολία να καλυφθούν.
Είναι τα ανοιχτά ερωτήματα για το παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας και στο φόντο της Πράσινης Μετάβασης.
Είναι η δυσκολία να δούμε να αναπτύσσονται παραπάνω κλάδοι υψηλής προστιθέμενης αξίας, αυτοί ακριβώς που δημιουργούν και καλοπληρωμένες δουλειές.
Είναι η πρόκληση για πολύ καλύτερες συνέργειες ανάμεσα στην εκπαίδευση, την έρευνα και την οικονομία που δεν θα εξυπηρετηθούν από τα ιδιωτικά «σουπερμάρκετ πτυχίων».
Είναι η διαμόρφωση μιας επενδυτικής κουλτούρας και πηγών χρηματοδότησης που να κοιτάζει την προοπτική και να αποφεύγει τη λογική της «αρπαχτής».
Είναι η αναγκαία συζήτηση ανάμεσα σε κράτος, εργασία και επιχειρηματικότητα που διαρκώς αναβάλλεται με την αγορά εργασίας να μην έχει επουλώσει πολλές από τις μνημονιακές πληγές.
Με όλα αυτά θα έπρεπε να ασχολούμαστε γιατί αυτά αφορούν όχι το 2015 αλλά το 2024 και το 2025. Αφορούν την ικανότητα αξιοπρεπούς ζωής της κοινωνίας και το μέλλον της χώρας. Αφορούν τη νεολαία και εάν θα πάψει να σκέφτεται πώς θα μεταναστεύσει. Αφορούν το εάν θα αποφύγουμε την κοινωνική κρίση και πώς θα αποκτήσουμε πραγματική συνοχή, αυτοπεποίθηση και ευημερία για όλους.
Ξέρω ότι αρκετοί θα πουν ότι μέσα σε μια προεκλογική εκστρατεία που δυστυχώς χαρακτηρίζεται πολύ περισσότερο από επικοινωνιακά τεχνάσματα και πολύ λιγότερο από πολιτικά επιχειρήματα, όπου τα βίντεο στα κοινωνικά μέσα είναι πιο σημαντικά από τα προεκλογικά προγράμματα και όπου δεν φαίνεται ορατή μια αποτελεσματική «αλλαγή συσχετισμού», αυτή η συζήτηση φαντάζει παράταιρη.
Όμως, κάποιες φορές οι πιο σημαντικές συζητήσεις είναι αυτές που δεν γίνονται.
Και όποιος τολμήσει να τις ανοίξει και να προτείνει κάτι ουσιαστικό μπορεί όντως να αλλάξει και τον συσχετισμό και να κάνει την ανατροπή.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις