Κωνσταντίνος Παλαιολόγος: «Μεσημέρι από νύχτα — όλ’ η ζωή μια λάμψη!»
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περιφάνεια το άξιζε
Ι
Έτσι καθώς εστέκονταν
ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες στη λύπη του
Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου
Και σκληρός πιο κι απ’ την πέτρα που δεν τον είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ — κάποτε τα στραβά δόντια του άσπριζαν παράξενα
Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ’ τους ανθρώπους κι έβγανε απ’ όλους Έναν που του χαμογελούσε
τον Αληθινόν
που ο χάρος δεν τον έπιανε
Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια
Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός
κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν’ ανεβαίνει
Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν και να φεύγουν
Και μια νύχτα
θυμάται
σ’ ώρα μεγάλης τρικυμίας βόγγηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη
μα δεν έστερξε να του σταθεί
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περιφάνεια το άξιζε
Θε μου και τώρα τι
Πούχε με χίλιους να παλαίψει
χώρια με τη μοναξιά του
ποιος
αυτός πούξερε μ’ ένα λόγο του να δώσει ολάκερης της γης να ξεδιψάσει
τι
Που όλα του τάχαν πάρει
Και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το τρικράνι του το μυτερό και το τοιχιό που καβαλούσε κάθε απομεσήμερο
να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σα ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι
Και μια φούχτα λουίζα
που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κοριτσιού
μεσάνυχτα
να το φιλήσει
(πώς κουρναλίζαν τα νερά του φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ’ τη θάλασσα…)
Μεσημέρι από νύχτα
Και μήτ’ ένας πλάι του
Μονάχα οι λέξεις του οι πιστές πούσμιγαν όλα τους τα χρώματα ν’ αφήσουν μες στο χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως
Και αντίκρυ
σ’ όλο των τειχών το μάκρος
μυρμηκιά οι χυμένες μες στον γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του
«Μεσημέρι από νύχτα — όλ’ η ζωή μια λάμψη!» φώναξε κι όρμησε μες στο σωρό
σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη
Και αμέσως ένιωσε
ξεκινημένη από μακριά
η στερνή χλομάδα να τον κυριεύει.
II
Τώρα
καθώς του ήλιου η φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγορα
οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατακόκκινες απ’ τα γεράνια
Κι οι μικροί δροσεροί τρούλλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες έφταναν κάθε φορά και πιο ψηλά στ’ ασήμια που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας γι’ άλλων καιρών
πιο μακρινών
το εικόνισμα
Κόρες παρθένες
φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών σταλάζοντας ιώδιο
τα κλωνάρια
Τούφερναν
Ενώ κάτω απ’ τα πόδια του άκουγε
στη μεγάλη καταβόθρα να καταποντίζονται
πλώρες μαύρων καραβιών
τ’ αρχαία και καπνισμένα ξύλα όθε με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεομήτορες επιτιμούσανε
Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα
σωρός τα χτίσματα μικρά μεγάλα
θρουβαλιασμός και σκόνης άναμα μες στον αέρα
Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του
άσπαστη
κειτάμενος
Αυτός
ο τελευταίος Έλληνας!
Οδυσσέας Ελύτης, «Θάνατος και Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου» («Τραμ», Δεκέμβρης 1971, 2ο τεύχος).
Το κείμενο αυτό, γραμμένο το 1969, υπήρξε το πρώτο που δημοσίευσε ο Ελύτης στην Ελλάδα μετά την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας, στο περιοδικό «Τραμ», που εξέδιδε ο λογοτέχνης και μεταφραστής Δημήτρης Καλοκύρης στη Θεσσαλονίκη.
- Πώς θα κρατήσει η Ουκρανία ανοιχτά το φώτα της τον χειμώνα
- Μπρέντφορντ – Νότιγχαμ Φόρεστ 0-2: Νέος θρίαμβος και ονειρική πορεία για τους «ρεντς»
- Τρίποντο «ανάσα» για την Χόστελ Κίελ (4-1) – «Πάρτι» για Μάιντζ (1-3) και Βέρντερ (4-1)
- Σεισμός τώρα στην Αιτωλοακαρνανία – 4,7 Ρίχτερ
- Η Μπαρτσελόνα μπήκε στην αγορά των τατουάζ!
- Συρία: Το Κατάρ ξανάνοιξε την πρεσβεία του στη Δαμασκό