Στις 30 Μαΐου 2014 έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 82 ετών, ο ναύαρχος Λεωνίδας Βασιλικόπουλος, ο οποίος ανέπτυξε αξιοσημείωτη αντιδικτατορική δράση και διετέλεσε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού από το Δεκέμβριο του 1986 έως τον Ιούλιο του 1989.

Ο Βασιλικόπουλος, ο οποίος εισήλθε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1949 και αποστρατεύτηκε με το βαθμό του αντιναυάρχου το 1989, υπηρέτησε ως κυβερνήτης σε πλοία επιφανείας, καθώς και σε υψηλές επιτελικές και διοικητικές θέσεις.


Μετά την οριστική αποστρατεία του ο Βασιλικόπουλος χρημάτισε διοικητής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Οκτώβριος 1993 – Απρίλιος 1996).

Ένα άρθρο του «Βήματος» που είχε κυκλοφορήσει το Σάββατο 26 Απριλίου 1975, σε μια περίοδο όπου οι μνήμες της απριλιανής δικτατορίας ήταν ακόμα νωπές, αφορούσε τις τραυματικές εμπειρίες που είχε βιώσει ο —τότε απόστρατος με το βαθμό του υποπλοιάρχου— Βασιλικόπουλος στα κρατητήρια του ΕΑΤ/ΕΣΑ επί χούντας. Εκεί διαβάζουμε τα εξής:


Αντιμετώπισε τον Θεοφιλογιαννάκο και τον Χατζηζήση (σ.σ. διαβόητοι βασανιστές του χουντικού καθεστώτος) στο κολαστήριο της ΕΣΑ ο κ. Λεωνίδας Βασιλικόπουλος, ανώτερος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού ε.α.

Για πρώτη φορά συνελήφθη στις 2 Αυγούστου 1969 για συμμετοχή στην οργάνωση «Ελεύθεροι Έλληνες». Μέχρι της 20ής Απριλίου 1970 παρέμεινε κρατούμενος στην ΕΣΑ. Ύστερα εκτοπίσθηκε στη Σαμοθράκη, απ’ όπου αφέθηκε ελεύθερος στις 7 Απριλίου 1971.


Για δεύτερη φορά συνελήφθη τον Σεπτέμβριο του 1971, για τη συμμετοχή του πάλι στην οργάνωση «Ελεύθεροι Έλληνες», και προφυλακίσθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού, απ’ όπου απολύθηκε προσωρινά τον Ιούλιο του 1972.

Για τρίτη φορά συνελήφθη τον Μάιο του 1973 με την κατηγορία της συμμετοχής στην οργάνωση «ΕΑΝ». Ύστερα από τρίμηνη απομόνωση στη Γενική Ασφάλεια παρεπέμφθη σε δίκη ενώπιον του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως 2,5 ετών.


Μια εικόνα από τα κρατητήρια του ΕΑΤ/ΕΣΑ δίνει με την αφήγησή του ο κ. Βασιλικόπουλος:

Πολλές είναι οι φρικτές εμπειρίες που απέκτησα κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας σαν πολιτικός κρατούμενος. Οι περισσότερες απ’ αυτές χαράχτηκαν ανεξίτηλα στη μνήμη μου, σημάδεψαν τη ζωή μου και δεν πρόκειται ποτέ να ξεχαστούν.

Μια απ’ τις πιο χαρακτηριστικές είναι οι ατέλειωτες νύχτες των παραισθήσεων.

Ήταν Αύγουστος του 1969 όταν για πρώτη φορά βρέθηκα απέναντι στους Θεοφιλογιαννάκο και Χατζηζήση στο άντρο του αίσχους, στα κρατητήρια του ΕΑΤ/ΕΣΑ.

Οι δύο βασανιστές μού το δήλωσαν ορθά-κοφτά από την πρώτη στιγμή:

«Από δω μέσα είναι δύσκολο να βγης ζωντανός, και αν τα καταφέρης, θα σιχαίνεσαι να βλέπης τον εαυτό σου έτσι που θάχεις καταντήσει».

Δεν ήταν απλή απειλή, αλλά μια προειδοποίηση για όσα επρόκειτο να επακολουθήσουν…


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 26.4.1975, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

«Καλούπι» έλεγαν τον θάλαμο των βασανιστηρίων. Ένα δωματιάκι που δεν ξεπέρναγε τα 4 τ.μ. Κλεισμένος εκεί μέσα με τη «συντροφιά» δύο φρουρών με ζωώδη ένστικτα. Όρθιος κι ακίνητος συνεχώς, χωρίς νερό (μήνα Αύγουστο), χωρίς τροφή, προπηλακιζόμενος και δερόμενος. Κοντά σ’ όλα αυτά, η αγωνιώδης ψυχική προσπάθεια ν’ αντέξω όσο μπορώ, να κρύψω όσα μπορώ, να περισώσω ό,τι μπορώ. Και να περνάνε οι μέρες μέσα σ’ αυτή την εφιαλτική ατμόσφαιρα χωρίς να ξέρω πόσες θα είναι.

Τις πρώτες τρεις μέρες το πράγμα ήταν σχετικά εύκολο. Πονούσα, υπέφερα, διατηρούσα όμως τον έλεγχο της συνειδήσεως. Μετά την τρίτη μέρα το μαρτύριο έγινε αβάσταχτο. Η συνεχής ορθοστασία, η αϋπνία και η δίψα, σε συνδυασμό με χορήγηση παραισθησιογόνων και με το ηχοακουστικό τρυκ που χρησιμοποιούσαν οι «επιστήμονες»-βασανιστές, μ’ έκαναν να ζω σε μια τελείως εξωπραγματική κατάσταση. Φοβερές παραισθήσεις άρχισαν να με βασανίζουν. Το «καλούπι» έπαυε να υπάρχη και τα 4 τ.μ. του έπαιρναν διαστάσεις απέραντες. Τη μια στιγμή έβλεπα πως βρισκόμουν πάνω σε σιδηροδρομική γραμμή και ένα τραίνο ερχόταν κατά πάνω μου. Έτρεχα να το αποφύγω και φυσικά, με το πρώτο βήμα, έπεφτα πάνω στους τοίχους του «καλουπιού» χτυπώντας το κεφάλι μου. Αυτό προς στιγμή με συνέφερε, και τότε αντίκρυζα τους φρουρούς μου ξεκαρδισμένους στα γέλια, για να ξαναβυθιστώ αμέσως και πάλι στον εφιάλτη των φαντασιώσεων. 

Και οι φρικτές παραστάσεις συνεχίζονταν.


Άλλοτε με οδηγούσαν στο απόσπασμα και μ’ εκτελούσαν, άλλοτε έβλεπα να συλλαμβάνουν τη γυναίκα μου, άλλοτε να πεθαίνει η μάνα μου. Άκουγα ακόμη και τις φωνές τους. Κι’ άλλα, κι’ άλλα…

Σε τέτοια τρομακτική ατμόσφαιρα κυλούσαν οι ώρες της νύχτας. Το ξημέρωμα μ’ έβρισκε με ξεχαρβαλωμένο το νευρικό σύστημα, και ενώ τα μαρτύρια συνεχίζονταν αδιάκοπα, ένα φοβερό ερώτημα με τυραννούσε. Μήπως τη νύχτα ανάμεσα στις παραισθήσεις μού ξέφυγε τίποτα;

Την εβδόμη μέρα κατέρρευσα και λιποθύμησα. Όταν συνήλθα, βρέθηκα πάνω σ’ ένα στρώμα, κλειδωμένος σ’ ένα κελλί. Έτσι τέλειωσε το πρώτο στάδιο της ανάκρισης. Ακολούθησαν και άλλα πανομοιότυπα, που είχαν όμως ένα πλεονέκτημα έναντι του πρώτου.

Ήξερα πια πόσο μπορούσα να ζητήσω από τον εαυτό μου ν’ αντέξη.