Υπήρξε κάποια εποχή, όχι και τόσο μακρινή που τα καφενεία της χώρας, ήταν χωρισμένα σε γαλάζια και πράσινα. Οι μεν δεν πλησίαζαν σε εκείνα των δε και το ανάποδο, άντε να είχαν καμία «καλημέρα» και πολύ θα ήταν. Το φαινόμενο ήταν περισσότερο έντονο όταν πλησίαζαν οι εκλογές, καταλάγιαζε στη συνέχεια με την εκλογή του όποιου νικητή και οι άνθρωποι ξαναγύριζαν στην καθημερινότητά τους και στα προβλήματά τους.

Κάπως αντίστοιχη ήταν τότε και η αντιπαλότητα με αφορμή τις ομάδες. Ολυμπιακοί εναντίον Παναθηναϊκών, Αεκτσήδες εναντίον και των δύο, παόκια εναντίον αρειανών και ο κατάλογος της αντιπαλότητας δεν είχε τελειωμό. Η γενιά μου, αυτή μου μεγάλωσε στη δεκαετία του 80, δεν θα μπορούσε να εξαιρείται απ’ αυτόν τον κανόνα. Δεν υπήρχε διαδίκτυο τότε, η τηλεόραση ήταν μόνο δημόσια, γενικώς δεν είχες και με πολλά ν’ ασχοληθείς, το Κυριακάτικο ή το μεσοβδόμαδο ματς ήταν ένα από λίγα που τραβούσαν το ενδιαφέρον όλης της παρέας.

Στην παρέα μας οι Ολυμπιακοί ήταν περισσότεροι. Κατά συνέπεια σε κάθε ματς των «αιωνίων» υπήρχε η ανάλογη καζούρα είτε απ’ τη μία είτε απ’ την άλλη πλευρά. Καζούρα που έφτανε στα όρια του πάθους για να μπεις στο μάτι του άλλου, αλλά ένα περίεργο πράγμα, η φάση σταματούσε εκεί, στο χρόνο που χρειαζόταν να φτάσουμε ως το σχολείο. Μετά ως δια μαγείας, κάθε αντιπαλότητα εξαφανιζόταν και στο διάλειμμα όλοι μαζί παίζαμε μπάλα προσπαθώντας ο καθένας να μοιάσει στον Σαραβάκο ή στον Μητρόπουλο, στον Αναστόπουλο ή στον Μαύρο, ανάλογα ο καθένας με τις ποδοσφαιρικές του προτιμήσεις.

Ποτέ δεν πάψαμε να μιλάμε ή να κάνουμε παρέα, ποτέ δεν σταματήσαμε να είμαστε φίλοι, ποτέ δεν διανοηθήκαμε να προσβάλουμε ο ένας τον άλλον. Η καζούρα είχε συγκεκριμένη αρχή, διάρκεια και τέλος. Έως την επόμενη φορά.

Εκεί στη εφηβεία η παρέα γνώρισε τον Κώστα που ήταν καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερός μας. Φανατικός Ολυμπιακός, μπορούσε να σου απαριθμήσει τα πρόσωπα της 11άδας του Ολυμπιακού κάθε χρονιάς, τους τίτλους, περιστατικά από τα γήπεδα που είχε βρεθεί γιατί είχε τρέλα με τον Θρύλο.

Εργάτης στο επάγγελμα, είχε πάει μετανάστης για κάποια χρόνια στη Γερμανία, παντρεύτηκε μια Γερμανίδα, έκανε παιδί μαζί της και χώρισε στη συνέχεια. Γιατί; Επειδή δεν υπήρχε περίπτωση να παίζει ο Ολυμπιακός στην Ευρώπη και να μην πάρει το τρένο ή το λεωφορείο και να πάει. Κι ας μην είχε να φάει την επόμενη μέρα.

Άφηνε πίσω την οικογένειά του και σε εποχές που δεν ήταν και τόσο εύκολο να βρεθείς στην κάθε γωνιά της Ευρώπης για ένα ματς -ειδικά όταν είσαι εργάτης- εκείνος το κατάφερνε. Με το ανάλογο κόστος βέβαια το οποίο και πλήρωσε στη συνέχεια καθώς η Γερμανίδα είδε και απόειδε και τον ξαπόστειλε.

Ο Κώστας είχε γυρίσει στο χωριό μας, έκανε μεροκάματα δεξιά, αριστερά, αλλά παρέμενε άρρωστος γαύρος, κάνοντας παρέα με τον θείο μου, φανατικό Ολυμπιακό, με τον οποίο επίσης η καζούρα -ανάλογα το αποτέλεσμα του ματς- ήταν ένα κομμάτι της καθημερινότητάς μας.

Πάνω απ΄όλα όμως ο Κώστας ήταν φίλος του ποδοσφαίρου. Το παιχνίδι που παίζαμε για να περνάει η ώρα ήταν «πες μου την ομάδα να σου πω το γήπεδό της» ή «ποιο είναι το παρατσούκλι της ΚΠΡ». Και θυμόταν τα πάντα ο μπαγάσας. Παράλληλα, επειδή είχαν δει πολλά τα μάτια του, επειδή είχε αλητέψει όσο τον έπαιρνε να το κάνει, συνήθιζε να μάς λέει «κάντε όση πλάκα θέλετε ο ένας στον άλλον, αλλά να θυμάστε ότι η φιλία είναι πάνω απ’ όλα».

Από τις εποχές εκείνες έχουν περάσει σχεδόν 40 χρόνια. Χαθήκαμε με τον Κώστα, θα κοντεύει τα 70 αν ζει ακόμα. Θέλω να πιστεύω ότι είδε το χτεσινό τελικό και είμαι σίγουρος ότι θα πρέπει να έκλαιγε σαν μικρό παιδί την ώρα που το κύπελλο σηκώθηκε στον ουρανό. Για τον θείο μου είμαι σίγουρος, πάτησε τα 80 και αξιώθηκε -όπως μου είπε στο τηλέφωνο όταν τον πήρα να του δώσω συγχαρητήρια- να το ζήσει κι αυτό: να δει τον Ολυμπιακό κυπελλούχο Ευρώπης.

«Άντε και στα δικά σας», μου είπε αποχαιρετώντας με, κι εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα πως όλα αυτά τα πειράγματα, όλο αυτό το πάθος, η αντιπαλότητα που είχε διάρκεια ζωής μισής ώρας – μέχρι να φτάσουμε στο σχολείο, ήταν εμπειρίες που στην ουσία μας έδεσαν αντί να μας χωρίσουν. Αν το φέρναμε στα μέτρα της αγοράς, θα μιλούσαμε για ένα είδος «υγιούς ανταγωνισμού» -αν τελικά υπάρχει κάτι τέτοιο- που στον πυρήνα του εμπεριέχει μια μεγάλη αλήθεια, η οποία συμπυκνώνεται στο εξής ερώτημα: «Πώς γίνεται να μη χαρώ με την χαρά του φίλου μου;».

Κάποια στιγμή χθες, στη ζωντανή μετάδοση του Mega, o Αντώνης Καρπετόπουλος είπε μια μεγάλη αλήθεια: πως με τη νίκη του Ολυμπιακού και την κατάκτηση του τροπαίου, μας δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία -μετά το έπος της Πορτογαλίας- ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες και το άθλημα να πάει ακόμα πιο μπροστά, να ανέβει ο ανταγωνισμός, να υπάρξουν κι άλλες ομάδες που θα διεκδικήσουν τρόπαια στο μέλλον. Την πρώτη την χάσαμε, το ερώτημα είναι θα χάσουμε κι αυτήν.

Σε αυτό το μέλλον δεν χωράνε μυαλοφυγόδικοι (παράγοντες ή μη), που αντί να πανηγυρίσουν την επιτυχία τους τα βάζουν με τον αντίπαλο, που αντί να χαρούν αυτή τη μοναδική εμπειρία ζωής σπάνε καθίσματα, γράφουν εμετικά συνθήματα και κατουράνε όπου βρούνε, επιβεβαιώνοντας ότι η θεωρία της εξέλιξης έχει και θλιβερές εξαιρέσεις.

Σε αυτό το μέλλον χωράνε εικόνες σαν κι αυτή με τον πιτσιρικά στο αναπηρικό αμαξίδιο στα χρώματα άλλης ομάδας, ο οποίος εκείνη την ώρα φορούσε την φανέλα του Ολυμπιακού, επειδή υπάρχουν κάποιες στιγμές που οφείλεις να ξεχωρίζεις. Κι αυτό το μάθημα το έδωσε ο μικρός Γιάννης.

Γιώργο, Αντώνη, Ηλία, Ντίνα, θείε, Κώστα μπαγάσα, είστε άξιοι κυπελλούχοι Ευρώπης.