Guardian: Θα επαναλάβει την εκλογική πανωλεθρία του Τζον Μέιτζορ το 1997 ο Ρίσι Σούνακ;
Τα βρετανικά δίκτυα στέκονταν στις ομοιότητες Τζον Μέιτζορ και Ρίσι Σούνακ, σημειώνοντας πως ο ηγέτης των Τόρις μπορεί να επαναλάβει το εκλογικό «θαύμα» του '92, αλλά και την πανωλεθρία του '97.
- Δημήτρης Κόκοτας: Είμαστε αισιόδοξοι λέει η σύζυγός του
- Νετανιάχου: Δεν δέχεται τερματισμό του πολέμου με τη Χαμάς στην εξουσία – Άφησε «παράθυρο» για μερική συμφωνία
- Τεχνητή νοημοσύνη και ωδή στο γυμνό: Αυτές ήταν οι πιο τολμηρές φωτογραφίες την χρονιά του 2024
- Η Μπλέικ Λάιβλι μηνύει για σεξουαλική παρενόχληση τον συμπρωταγωνιστή της,Τζάστιν Μπαλντόνι
Ο Ρίσι Σούνακ ανακοίνωσε πριν από εννιά μέρες τη διενέργεια πρόωρων εκλογών στη Βρετανία στις 4 Ιουλίου και ήδη από την πρώτη στιγμή άρχισαν οι συγκρίσεις με τον ηγέτη των Συντηρητικών το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’90, Τζον Μέιτζορ.
Μάλιστα από τις πρώτες τους αναλύσεις τα βρετανικά δίκτυα στέκονταν στις ομοιότητες Μέιτζορ και Σούνακ, όπως «ότι και οι δύο είχαν διατελέσει υπουργοί Οικονομικών πριν γίνουν πρωθυπουργοί και οι επικριτές τους κατηγορούν και τους δύο ότι είναι λίγο βαρετοί».
«Δεν υπάρχουν πολλά για να δώσουν στους υποψήφιους των Τόρις πραγματική ελπίδα ότι οι δημοσκοπήσεις μπορεί να κάνουν λάθος»
«Η προκήρυξη γενικών εκλογών με το κόμμα του να βρίσκεται σταθερά πίσω από τους Εργατικούς κατά 20 μονάδες μοιάζει στην καλύτερη περίπτωση θαρραλέα και στη χειρότερη ριψοκίνδυνη», σημείωνε το Sky News.
Ωστόσο, όπως υπογράμμιζε αν ο Σούνακ καταφέρει να γυρίσει το παιχνίδι «θα έχει πετύχει τη μεγαλύτερη εκλογική νίκη των Συντηρητικών κόντρα στα προγνωστικά από τότε που ο Τζον Μέιτζορ κέρδισε την πλειοψηφία των 21 εδρών το 1992».
Όμως ο οικονομικός συντάκτης του Guardian, Λάρι Έλιοτ βάζει ακόμα μία παράμετρο, η οποία θα είναι ο Ρίσι Σούνακ να επαναλάβει την εκλογική πανωλεθρία του Μέιτζορ το 1997.
Όπως και τώρα έτσι και το 1997, όταν η νίκη των Εργατικών φάνταζε ολοένα και πιο πιθανή, το επιχείρημα του Τζον Μέιτζορ προς τους ψηφοφόρους όπως αναφέρει ο δημοσιογράφος του Guardian «ήταν απλό: ‘Η Βρετανία είχε διανύσει πολύ δρόμο, είπε ο τότε πρωθυπουργός στον πρόλογό του στο μανιφέστο του κόμματός του. Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι δεν θα πετάξουμε αυτά που έχουμε κερδίσει ή ότι δεν θα χάσουμε τις ευκαιρίες που έχουμε κερδίσει’».
Μάλιστα απευθυνόμενος στους Βρετανούς ψηφοφόρους τους ρωτάει αν τους θυμίζει κάτι; «Θα έπρεπε, διότι είναι ακριβώς το ίδιο επιχείρημα που χρησιμοποιεί ο Ρίσι Σουνάκ καθώς προσπαθεί να αψηφήσει τις δημοσκοπήσεις και να κερδίσει μια πέμπτη διαδοχική νίκη των Συντηρητικών στις βουλευτικές εκλογές», σημειώνει με νόημα ο Έλιοτ.
Σύμφωνα με τον Έλιοτ: «Η χρονική συγκυρία των πρόωρων εκλογών του Ιουλίου προκλήθηκε από την αίσθηση του Σούνακ ότι θα μπορούσε να πείσει τους ψηφοφόρους ότι δεν θα ήταν συνετό να εμπιστευτούν την οικονομία στους Εργατικούς. Το 1997 υπήρχαν πολύ περισσότερες ενδείξεις ότι η οικονομία είχε ‘γυρίσει σελίδα’, ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε τον Μέιτζορ να οδηγήσει το κόμμα του σε μια συντριπτική ήττα. Επιπλέον, άφησε μέχρι την τελευταία δυνατή στιγμή – τον Μάιο του 1997 – να διεξαχθούν οι εκλογές αντί να γίνουν πρόωρες».
«Όπως και ο Σουνάκ, ο Μέιτζορ αντιμετώπιζε μια αίσθηση από τον λαό ότι ήταν καιρός για μια αλλαγή. Όπως και ο Σούνακ είχε να αντιμετωπίσει τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων για την κατάντια του δημόσιου τομέα, καθώς και πρωτοφανή παραδείγματα άθλιας συμπεριφοράς από τους δικούς του βουλευτές που αμαύρωναν τη φήμη του κόμματός του», προσθέτει.
«Δεν υπάρχει πραγματική σύγκριση όσον αφορά την οικονομία»
Κάπου εδώ σταματάνε τα κοινά σημεία με τον δημοσιογράφο του Guardian να κάνει μία σύγκριση των οικονομικών συνθηκών του 1997 και του 2024: «Όσον αφορά την οικονομία, δεν υπάρχει πραγματική σύγκριση. Το 2024, το Ηνωμένο Βασίλειο σημείωσε ένα τρίμηνο ανάπτυξης 0,6%, το οποίο ακολούθησε μια μίνι ύφεση το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Το 1997, η οικονομία αναπτυσσόταν για περισσότερα από πέντε χρόνια και σε κάθε τρίμηνο του 1997 αναπτυσσόταν κατά 1% ή περισσότερο. Αυτή η ανάπτυξη είχε ευρεία βάση. Η μεταποιητική παραγωγή ήταν ισχυρή και στις αρχές του 1997 το ισοζύγιο πληρωμών ήταν θετικό. Οι τιμές των κατοικιών είχαν υποστεί παρατεταμένη πτώση στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μόλις πρόσφατα άρχισαν να ανακάμπτουν».
«Μια συνεχής περίοδος ανάπτυξης σήμαινε επίσης ότι τα δημόσια οικονομικά ήταν πολύ πιο υγιή από ό,τι είναι σήμερα, με το χρέος ως ποσοστό επί του εθνικού εισοδήματος να είναι μόλις κάτω από 37% – το σημερινό του επίπεδο είναι κοντά στο 100%. Ο πληθωρισμός ανέβαινε περίπου στο 3% και η τελευταία εμπειρία των πολιτών με σοβαρά προβλήματα κόστους ζωής ήταν στις αρχές της δεκαετίας», προσθέτει.
Μάλιστα επικαλείται τις δηλώσεις του Εντ Μπολς, ειδικού συμβούλου του Γκόρντον Μπράουν το 1997, σύμφωνα με τον οποίο: «Η δημοσιονομική θέση σήμερα είναι πολύ πιο δύσκολη και το υποκείμενο δυναμικό ανάπτυξης της οικονομίας είναι πολύ πιο αδύναμο. Την εποχή των εκλογών του 1997, οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονταν και οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι ήταν σε καλύτερη θέση, αλλά προς μεγάλη απογοήτευση του Τζον Μέιτζορ και του Κεν Κλαρκ, αυτό δεν μεταφράστηκε σε υποστήριξη για τους Συντηρητικούς».
Διαφορετική και σε παγκόσμιο επίπεδο η κατάσταση
«Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα πράγματα έμοιαζαν επίσης διαφορετικά. Τα τέλη της δεκαετίας του 1990 σηματοδότησαν το αποκορύφωμα του μεταψυχροπολεμικού μοντέλου παγκοσμιοποίησης, κατά τη διάρκεια του οποίου η άφιξη φθηνών αγαθών από την Κίνα αύξησε την πραγματική αγοραστική δύναμη των δυτικών καταναλωτών και οδήγησε επίσης σε ασθενέστερη πληθωριστική πίεση. Ούτε η Κίνα ούτε η Ρωσία θεωρούνταν γεωπολιτικές απειλές, πράγμα που σήμαινε ότι οι κυβερνήσεις μπορούσαν να μειώσουν τους αμυντικούς προϋπολογισμούς και να ανακατανείμουν τα κονδύλια για την υγεία, την εκπαίδευση και την πρόνοια», αναφέρει ακόμα ο Έλιοτ.
Σύμφωνα με τον Τζέραρντ Λάιονς, επικεφαλής οικονομικό στρατηγικό αναλυτή της Netwealth: «Ήταν ένα πολύ διαφορετικό περιβάλλον. Σήμερα έχουμε βραδύτερη ανάπτυξη στο εσωτερικό, βραδύτερη ανάπτυξη παγκοσμίως, υπάρχει μικρότερο περιθώριο για δημοσιονομικούς ελιγμούς και οι κυβερνήσεις αυξάνουν τις αμυντικές δαπάνες. Δεν υπάρχει μέρισμα ειρήνης».
«Το 1997, οι προετοιμασίες στην Ε.Ε. για την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος ήταν σε πλήρη εξέλιξη – ένα σχέδιο στο οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο είχε αποφασίσει να μην συμμετάσχει. Η ένταξη των πρώην χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στο μπλοκ – η οποία οδήγησε σε αύξηση του αριθμού των εργαζομένων από την ανατολική και κεντρική Ευρώπη – ήταν ακόμη μερικά χρόνια στο μέλλον. Η καθαρή μετανάστευση στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν κάτω από 100.000 το 1997 και δεν αποτέλεσε θέμα στις εκλογές. Ενώ παρόλο που η φύση της σχέσης της Βρετανίας με την Ε.Ε. αποτελούσε αντικείμενο πολιτικής συζήτησης, δεν υπήρχε η αίσθηση ότι μέσα σε 20 χρόνια το Ηνωμένο Βασίλειο θα ψήφιζε υπέρ του Brexit», γράφει ακόμα ο Έλιοτ.
Οι τρεις πιθανοί λόγοι πίσω από την ήττα του Μέιτζορ το 1997
Στη συνέχεια κάνει μία εκτίμηση για τους τρεις πιθανούς λόγους πίσω από τη συντριπτική ήττα του Μέιτζορ.
«Υπάρχουν τρεις πιθανές εξηγήσεις για το γιατί ο Μέιτζορ έχασε με τόσο μεγάλη διαφορά το 1997, παρά το γεγονός ότι η οικονομία που με τα σημερινά δεδομένα πήγαινε καλά. Η πρώτη είναι ότι οι ψηφοφόροι δεν είδαν κανένα λόγο να δώσουν τα εύσημα στους Συντηρητικούς για μια ανάκαμψη που συνέβη παρά την οικονομική στρατηγική της κυβέρνησης και όχι εξαιτίας της. Ο Μέιτζορ ήταν προσηλωμένος στην ένταξη της λίρας στον ευρωπαϊκό μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών μέχρι τη στιγμή που οι κερδοσκόποι με επικεφαλής τον Τζορτζ Σόρος επέβαλαν μια ανατροπή τη Μαύρη Τετάρτη του Σεπτεμβρίου 1992. Η πτώση των επιτοκίων και η υποτίμηση της στερλίνας που ακολούθησε δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για πολύ ισχυρότερη ανάπτυξη», γράφει αρχικά.
«Η δεύτερη εξήγηση είναι ότι οι άνθρωποι ήταν αρκετά ικανοποιημένοι με την κατάσταση της οικονομίας και των δικών τους οικονομικών μέχρι το 1997 ώστε να θεωρούν την ψήφο στους Εργατικούς ως επιλογή χωρίς κίνδυνο. Το αντίθετο συνέβαινε το 1992, όταν η οικονομία πήγαινε άσχημα και οι Συντηρητικοί έπαιζαν με τους φόβους ότι οι φόροι και τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων θα ήταν υψηλότερα υπό τους αντιπάλους τους. Η τρίτη εξήγηση είναι ότι υπάρχουν φορές που ο κανόνας ότι η κατάσταση της οικονομίας αποφασίζει για τις εκλογές δεν ισχύει πάντα – και ότι ο Μάιος του 1997 ήταν μια από αυτές», προσθέτει.
«Οι οιωνοί δεν είναι καθόλου καλοί για τον Σούνακ»
Τέλος, ο Έλιοτ σημειώνει στην ανάλυσή του πως όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι της πανωλεθρίας του Μέιτζορ τότε, σήμερα, «οι οιωνοί δεν είναι καθόλου καλοί για τον Σούνακ».
«Η ανάκαμψη της οικονομίας είναι ασθενέστερη από ό,τι ήταν το 1997 και οι μνήμες της κρίσης του κόστους ζωής είναι πολύ πιο νωπές στο μυαλό των ψηφοφόρων. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αν και ο ενθουσιασμός για τον Κίρ Στάρμερ ως πρωθυπουργό είναι μικρότερος από ό,τι ήταν για τον Τόνι Μπλερ, δεν υπάρχει φόβος για μια κυβέρνηση των Εργατικών. Δεν υπάρχουν πολλά, με άλλα λόγια, για να δώσουν στους υποψήφιους των Τόρις πραγματική ελπίδα ότι οι δημοσκοπήσεις μπορεί να κάνουν λάθος», καταλήγει.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις