Μετά τον τερματισμό των σκληρών συγκρούσεων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της Μάχης της Κρήτης (20 Μαΐου-1η Ιουνίου 1941) και την κατάληψη της μεγαλονήσου από τους ναζί, τα γερμανικά στρατεύματα προέβησαν σε φοβερά αντίποινα εις βάρος του άμαχου πληθυσμού, εκτελώντας εκατοντάδες Κρητικούς.

Το πρώτο κρητικό χωριό στο οποίο εκδηλώθηκε με απίστευτη βαναυσότητα και απανθρωπιά η εκδικητική μανία των ναζί υπήρξε το Κοντομαρί Χανίων, νοτίως του Μάλεμε, στις 2 Ιουνίου 1941.

Την επομένη, 3 Ιουνίου, οι γερμανοί κατακτητές κατέστρεψαν εκ θεμελίων την Κάντανο (Κάνδανο), κωμόπολη που βρίσκεται στην ενδοχώρα της Περιφερειακής Ενότητας Χανίων, στη διαδρομή που ξεκινά από τη βόρεια ακτογραμμή και καταλήγει στην Παλαιοχώρα προς νότον.


Στην Έκθεση που συνέταξε η Κεντρική Επιτροπή Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη, το καλοκαίρι του 1945 (είχε συσταθεί κατόπιν ειδικής διαταγής τού τότε πρωθυπουργού, του αντιναυάρχου Πέτρου Βούλγαρη, και συνίστατο από τους Ι. Κακριδή, Ν. Καζαντζάκη και Ι. Καλιτσουνάκη), διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

Τας μεγαλυτέρας καταστροφάς υπέστη κατά την περίοδον αυτήν η κωμόπολις της Σελίνου Κάντανος. Οι Γερμανοί εξεδικήθησαν σκληρώς την σθεναράν άμυναν των κατοίκων. Την αντίστασιν είχεν οργανώσει ο αντισυνταγματάρχης Χ. Σειραδάκης. Εις συνέλευσιν των Σελινιωτών εν Καντάνω την 22αν Μαΐου απεφασίσθη να πολεμήσουν: «Ντροπή να περάσουν το φαράγγι μας απολέμιστοι! Θα πολεμήσουμε κι’ ας χαθή η Κάντανο!» Πραγματικώς βοηθούμενοι και από άλλους Σελινιώτες επολέμησαν εις τα Φλωριά (σ.σ. ή Φλώρια, χωριό βορείως της Καντάνου) και εις το φαράγγι, δι’ ου διέρχεται η εκ Χανίων αμαξιτός — άνδρες, γέροντες, ιερείς, γυναίκες και παιδιά με εμπροσθογεμή όπλα, γκράδες (σ.σ. παλαιά οπισθογεμή τυφέκια), πελέκεις και ό,τι άλλο είχον πρόχειρον κατά των Γερμανών, επιτιθεμένων από αεροπλάνων και διά πεζικών δυνάμεων, ωπλισμένων με όλμους και οπλοπολυβόλα. Όταν εξηντλήθησαν τα πολεμοφόδια των αμυνομένων, οι Γερμανοί κατώρθωσαν να καταλάβουν την δεσπόζουσαν της κοιλάδος της Καντάνου θέσιν Βάρδια, οπόθεν ήρχισαν να κανονιοβολούν το χωρίον. Η μάχη συνεχίζεται εντός των ελαιώνων, και όταν οι Έλληνες ηναγκάσθησαν να υποχωρήσουν εις τα πέριξ υψώματα, οι Γερμανοί, εισελθόντες εις το χωρίον (25/5), ήρχισαν να το πυρπολούν· μεταξύ άλλων έκαυσαν το γραφείον της Κοινότητος, το δικαστικόν μέγαρον, το σχολείον, το Υποθηκοφυλακείον και το Αγορανομείον. Καταλαβόντες το κέντρον του ερήμου χωρίου —διότι και αι γυναίκες είχον φύγει— ειδοποίησαν τους εις τα πέριξ διεσκορπισμένους κατοίκους να επιστρέψουν, διότι άλλως θα εκαίοντο αι οικίαι των. Εν τω μεταξύ εφόνευον όσους τυχόν ανεκάλυπτον εις τους πέριξ αγρούς και κήπους. Όταν παρουσιάσθησαν εκ μέρους των Καντανιωτών τρεις απεσταλμένοι, οι Γερμανοί τούς συνέλαβον, φονεύσαντες μετ’ ολίγας ώρας τον ένα ονόματι Γ. Μαλανδράκη. […]


Εις τας 3/6, επανελθόντες εις την Κάντανον, αφού εφόνευσαν όσους εύρον εις τα σπίτια των, ανέγνωσαν την διαταγήν του Στρατ. Διοικητού Κρήτης, διά της οποίας ανεκοινούτο ότι η Κάντανος θα καταστραφή, οι δε κάτοικοί της θα εξοντωθούν. Πραγματικώς μετά γενικήν λεηλασίαν όλαι αι οικίαι του χωρίου εκάησαν ή ανετινάχθησαν διά δυναμίτιδος. Τα γυναικόπαιδα εξεδιώχθησαν με τον σκληρότερον τρόπον· ούτως επέταξαν έξω την σύζυγον του Εμμ. Κατσιγαράκη, είκοσι μόλις ωρών λεχώ, μετά του νεογνού της, χωρίς να της επιτρέψουν να λάβη ουδέ σκέπασμα, επίσης τον εξ οξέων ρευματισμών πάσχοντα 11ετή Ιακ. Βακάκην. Εις την συνοικίαν Αγακιανά η 80ντούτις Μαρ. Χατζημαθιουδάκη, βλέπουσα την οικίαν της να καταστρέφεται, ελιποθύμησεν· οι Γερμανοί την έρριψαν εις τας φλόγας όπου εκάη ζώσα. Την ιδίαν τύχην εύρεν η ομήλικός της Παρ. Παπαδομανωλάκη.


Εν συνόλω εφονεύθησαν κατά τας ημέρας αυτάς 23 Καντανιώται, μεταξύ των οποίων ο υπερεκατοντούτης Κ. Αρχάκης, ο Ι. Γιωργιλάκης (85 ετών), ο ανάπηρος Στ. Καλογριδάκης (65 ετών), ο ημίτυφλος Ηλ. Κροκίδης (70 ετών), ο Ιω. Μαρνελάκης (65 ετών), ο Κ. Πρωτοπαπαδάκης (70 ετών), ο Ε. Καλαϊτζαντωνάκης (60 ετών), ο Δ. Κουτεκάκης (60 ετών), του οποίου μετά τον τυφεκισμόν απέκοψαν τον δάκτυλον διά ν’ αποσπάσουν τον χρυσούν δακτύλιον. Παραλλήλως συνέλαβον γέροντας, γυναίκας και παιδιά, τους οποίους δεμένους και αλυσωμένους υπεχρέωσαν να μεταφέρουν πυρομαχικά μέχρι της Παλαιοχώρας.

Εις την είσοδον του χωρίου έστησαν μίαν πρόχειρον επιγραφήν διά να δεικνύη το μέρος όπου άλλοτε έκειτο η Κάντανος· αργότερον την αντικατέστησαν με άλλην μετριοπαθεστέραν και τέλος με ακόμη μετριοπαθεστέραν. Εννοείται ότι το λεγόμενον ότι οι γερμανοί στρατιώται «εδολοφονήθησαν εκ των όπισθεν» αποτελεί τερατώδες ψεύδος, μόνον σκοπόν έχον την συγκάλυψιν των ιδίων εγκλημάτων.


Η είσοδος εις την Κάντανον απηγορεύθη επί ποινή αμέσου τυφεκισμού εις πάντα Έλληνα. Οι κάτοικοι επί εν και ήμισυ έτος παρέμενον εις τα πέριξ, και όταν διήρχοντο Γερμανοί —διότι η μόνιμος φρουρά των ευρίσκετο εις την Παλαιόχωραν— ειδοποιούντο και έφευγον. […]


Ο λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης, σε σχετική με την καταστροφή της Καντάνου επιφυλλίδα του που είχε δημοσιευτεί στο «Βήμα» την Τρίτη 21 Ιουλίου 1964, έγραφε τα ακόλουθα:

[…]

«Εδώ υπήρχε η Κάνδανος. Κατεστράφη προς εξιλασμόν της δολοφονίας 25 Γερμανών».

Αυτά λέει η πλάκα που έστησαν οι Γερμανοί, όταν ισοπεδώσανε την Κάνδανο. Η πλάκα μένει, για να απομνημονεύει τη φοβερή πράξη του πολέμου. Αλλά η Κάνδανος στο μεταξύ αναστήθηκε. Λαμποκοπά η νέα πολίχνη, μες στο εξαίσιο τοπίο που την περιβάλλει, τα δασωμένα βουνά και τους ελαιώνες. Λαμποκοπούν και τα πρόσωπα, των γυναικών και των αντρών. Και των κοριτσιών, με τα μεγάλα, αυστηρά κρητικά μάτια που είναι συνεχώς σα να ρωτάνε.

Ήταν πανηγύρι τη μέρα που φτάσαμε: της Αναλήψεως. Κάθε σπίτι ήταν ανοιχτό, με την τάβλα στρωμένη: για τον ξένο, για τον οδοιπόρο, για το συγγενή που ξεκίνησε απ’ το γειτονικό χωριό. Η φιλοξενία αυτή τη μέρα ήταν «για το χατήρι του Αγίου». Ο Κρητικός έχει και τους αγίους πρόσχημα για να μπορεί να φιλεύη κόσμο.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.7.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στην είσοδο του χωριού, που έγινε πάνω στα ερείπια της παλαιάς Κανδάνου, βρήκαμε και μιαν άλλη εντοιχισμένη πλάκα. Πάλι γερμανική. Λέει για το πώς έγινε το νέο υδραγωγείο:

«Δώρον της γερμανικής οργανώσεως Συγγνώμη, κατασκευασθέν με συνεργασίαν Κρητών και Γερμανών, ως δείγμα καλής θελήσεως και φιλίας. Τιμή και δόξα μόνο στο Θεό! 1962».

Ούτε είκοσι χρόνια δε μεσολαβούν ανάμεσα στη μια πλάκα και στην άλλη.

— Μα πώς γίνεται; θα λένε τα παιδιά της Γερμανίας για τους γονιούς τους. Η ίδια γενεά! Πώς μπόρεσε η γενεά σας να κάνει το φοβερό πήδημα: να γίνη πρώτα κτήνος, όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία του ανθρώπου, κι’ ύστερα να ασκή τα έργα του Θεού;

Οι Κρητικοί στην Κάνδανο, οι γεροντότεροι, θυμούνται τα περιστατικά της μάχης που δώσανε με τους Γερμανούς — αυτής που τους κόστισε την ισοπέδωση του χωριού τους. Απ’ ό,τι λένε, βγαίνει πως μπορούσαν και ν’ αποφύγουνε εκείνη τη συμπλοκή. Μα φαίνεται πως αυτός ο άγριος ξανθός εχθρός που είχε κατεβή απ’ τον ουρανό, φορτωμένος θάνατο, είχε ξυπνήσει το πολεμικό ένστικτο του Κρητικού. «Η μάνα μου σ’ έστειλε να σκοτώσω κι’ εγώ έναν Γερμανό» — σύρθηκε κοντά στους μεγάλους που πολεμούσαν, στο μετερίζι τους, ένα παιδί δεκαεφτά χρονών. Βαστούσε ένα χαντζάρι της εποχής των Τούρκων, χωρίς φουκάρι (σ.σ. θήκη, θηκάρι), κι’ ήθελε να σφάξη Γερμανό.

[…]


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.7.1964, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στο τραπέζι των προεστών της Κανδάνου, στο σπίτι του Νικόλα Δαμιανάκη, οι γυναίκες του σπιτιού, με τη νοικοκυρά πρώτη, όρθιες όπως γίνεται πάντα στην Κρήτη, σερβίρανε τους ξένους. Ήταν ένα συμπόσιο βασιλικό. Οι ιστορίες, τα πάθη, το αίμα, το παρελθόν, το μέλλον — ό,τι ερχόταν στη μνήμη και στο στόμα γινόταν ήρεμος λόγος, κρίση σωστή, απαθής.

— Βλέπετε, ο Κρητικός συνδέει πάντα την ύλη με το πνεύμα, είπε ο δεσπότης κοιτάζοντας το πλούσιο τραπέζι.

— Το μόνο που είναι δύσκολο είναι να συμφωνήση ο ένας Κρητικός με τον άλλο. Κι’ αυτό είναι η δύναμή τους, παρατήρησε ένας άλλος.

— Ξαναβρήκε η ζωή το ύφος της στην Κάνδανο; ρώτησα. Ξεχάσανε τα παθήματά τους απ’ τους Γερμανούς;

Ο ένας Κρητικός είπε:

— Τα ξεχάσαμε. Προ πάντων τα παιδιά μας δε θένε να ξέρουν τίποτα.


Ο άλλος Κρητικός είπε:

— Δεν είναι έτσι. Η ανάγκη μάς κάνει να θέλουμε να τα ξεχάσουμε. Γιατί, αλλιώς, τι βγαίνει; Ξέρουμε πως, αν χρειαστή, οι Γερμανοί θα μας ξανακάνουν τα ίδια. Οι Τούρκοι δεν ήταν το ίδιο.

Σηκωθήκαμε απ’ το τραπέζι ζαλισμένοι απ’ το κρασί, απ’ τις ιστορίες, απ’ τη δύναμη της ζωής στην Κάνδανο. Σταθήκαμε στην πόρτα, από κει άρχιζαν τα περιβόλια, τα νερά, ο ελιώνας, τα δέντρα τα κραταιά, τα χρώματα, ο αψύς ήλιος που τα έδερνε.

— Ελάτε να σας δείξουμε τα δέντρα μας, είπε η κόρη του σπιτιού, τριγυρισμένη απ’ τις φίλες της.

Καταλάβαιναν πού ήταν η απαρασάλευτη ομορφιά της πατρίδας τους, μας οδήγησαν στο κτήμα. Μας λέγαν για τα όνειρά τους, για τα σχέδιά τους, τούτο να κάμουν στη ζωή, εκείνο να κάμουν. Δε θέλαν, αλήθεια, να ξέρουν τίποτα απ’ το φριχτό παρελθόν, μονάχα η φωνή του μέλλοντος τα εξουσίαζε: να ταξιδέψουν, να ξενιτευτούν, να σπουδάσουν, να μάθουν.

Μεθυσμένος απ’ το φως και τη δύναμη αυτής της αρσενικής φύσης, θα ήθελα να τους πω, αλλά δε θα το καταλάβαιναν. Τουλάχιστον, δε θα το καταλάβαιναν ακόμα. Θα ήθελα να τους πω πως καμιά σοφία, καμιά μάθηση, καμιά θέα του κόσμου δε θα ’ξιζε αυτό: να μείνης στην Κρήτη που ξεκληρίζεται κι’ αυτή όπως όλη η Ελλάδα των μεταναστών και των υποψηφίων ανθρακωρύχων. Να μείνης στην Κάνδανο, στα βουνά της, στα δάση της, στους θρύλους της, στους ανθρώπους της. Και να τ’ αγαπάς.

*Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, η Κάντανος μετά την καταστροφή (Γερμανικά Αρχεία, Συλλογή Β. Μαθιόπουλου).