«Πόσο βαρετό είναι να ζεις σε έναν τυποποιημένο κόσμο»: Η ζωή της σπουδαίας Αϊλίν Αγκάρ
«Εκείνος γέμιζε το κεφάλι μου, ενώ εγώ καταλάμβανα την καρδιά του» έγραψε η καλλιτέχνις Αϊλίν Αγκάρ για τον θυελλώδη έρωτα της με τον συγγραφέα Τζόζεφ Μπαρντ.
- «Είσαι ο διάβολος» – Αντιμέτωποι με τον πατέρα τους οι γιοι της Ζιζέλ Πελικό
- Κατεπείγουσα εισαγγελική παρέμβαση από τον Άρειο Πάγο μετά την αποκάλυψη in – Για το χαμένο υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη
- Οι ληστές που έκλεψαν τα πορτρέτα των Ελισάβετ Β' και Μαργκρέτε Β' του Άντι Γουόρχολ τα έκαναν όλα στραβά
- Το ΠΑΣΟΚ θα προτείνει άλλο πρόσωπο για ΠτΔ αν ο Μητσοτάκης επιλέξει «στενή κομματική επιλογή»
Γραμμένη τη δεκαετία του 1980 και τώρα επανεκδοθείσα, η αυτοβιογραφία «A Look at My Life» αφηγείται τη λαμπρή διαδρομή της Αϊλίν Αγκάρ από μια εύπορη παιδική ηλικία ως ομογενής στο Μπουένος Άιρες (όπου τα «καπέλα της μητέρας της ήταν πάμπολλα») μέχρι την αναγνώριση ως κορυφαία σουρεαλίστρια καλλιτέχνις στο Λονδίνο.
Η ιστορία μάλιστα λέει ότι η Αϊλίν Αγκάρ ταξίδεψε από την Αργεντινή στη Βρετανία συνοδευόμενη από μια αγελάδα και μια ορχήστρα, επειδή η πλούσια μητέρα της πίστευε ότι το φρέσκο γάλα και η καλή μουσική ήταν απαραίτητα για την ευημερία της.
Ένα πρόσωπο σαν μάσκα
Υπάρχουν λόρδοι και κυρίες από τον κύκλο της φανταχτερής μητέρας της και του συγκρατημένου πατέρα της, και μέσα στον δικό της κόσμο υπάρχουν διάφοροι σπουδαίοι: o Μαχάτμα Γκάντι, η δημοσιογράφος Ντόροθι Τόμσον, οι καλλιτέχνες Λέον Άντεργουντ και Όσκαρ Κοκόσκα μεταξύ πολλών άλλων.
Καλλιτέχνες της ίδιας της γενιάς της Αγκάρ -ο Πολ Νας, ο Ρόλαντ Πένροουζ- είναι συνένοχοι στον αγώνα ενάντια στις κοινωνικές συμβάσεις, μια σύγκρουση που ενσαρκώνεται στην αντίθεση μεταξύ της εξωτερικής εμφάνισης και της εσωτερικής δημιουργικότητας.
Η περιγραφή της προσέγγισής της ως «μια εκτόπιση του κοινότυπου από τη γόνιμη παρέμβαση της τύχης ή της σύμπτωσης» επιβεβαιώνει αυτή την έμφυτη συμπάθεια
«Απ’ έξω», γράφει για το διαμέρισμα-στούντιο της δεκαετίας του 1930 στο Bramham Gardens, στο Κένσινγκτον, που αποτέλεσε το επίκεντρο της προσέγγισής της, «η μπροστινή πόρτα φαινόταν φυσιολογική, αλλά από μέσα ήταν ένα πρόσωπο σαν μάσκα: το γραμματοκιβώτιο σχημάτιζε το στόμα του, ένα γύψινο χερούλι τη μύτη, και τα στριμμένα σιδερένια έργα ως μάτια και μαλλιά».
Σε αυτό το αλλόκοτο περιβάλλον, η Αγκάρ συγκέντρωσε «πρώτη ύλη» για να «μετατραπεί σε πίνακες και αντικείμενα».
Μια τυχαία συνάντηση μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας
Ενώ δίνεται άπλετος χώρος στις απεικονίσεις των έργων που δείχνουν την εξέλιξη της Αγκάρ από τον ρεαλισμό της Σχολής Καλών Τεχνών Σλέιντ μέχρι τους ώριμους πίνακες που παρουσιάστηκαν στην αναδρομική έκθεση του 1971 στο Ινστιτούτο του Λονδίνου, η διασκεδαστική περιγραφή της δεν ασχολείται παρά μόνο περιστασιακά με τη δημιουργική ώθηση και τη διαδικασία.
Δηλώνοντας ότι είναι «μοιραίο να αναγάγουμε ένα πράγμα μόνο σε ένα γεγονός, γιατί η φαντασία πρέπει να έχει χώρο να απλωθεί», η Αγκάρ υπονομεύει αποτελεσματικά τυχόν ολισθήματα της μνήμης
Αντιθέτως, και στο επίκεντρο της κοινωνικής δίνης, βρίσκεται η συνεργασία της με τον Ούγγρο συγγραφέα Τζόζεφ Μπαρντ, για τον οποίο εγκατέλειψε τον πρώτο της σύζυγο και στον οποίο, αφού έζησαν μαζί για μια δεκαετία, έκανε πρόταση γάμου καθώς η απειλή του πολέμου πλησίαζε το 1939.
Έζησαν παράλληλες ζωές αμοιβαίας έμπνευσης στην τέχνη και τη συγγραφή, με την φιλοσοφία του να συμπληρώνει τη δική της δημιουργική ορμή. «Εκείνος γέμιζε το κεφάλι μου, ενώ εγώ καταλάμβανα την καρδιά του», γράφει.
Αναφερόμενη ενδεικτικά στο αγαπημένο απόσπασμα των υπερρεαλιστών από το Les Chants de Maldoror του 1869 του Κόμη ντε Λοτρεαμόν, η Αγκάρ παρομοιάζει τη σύγκλισή τους με την «τυχαία συνάντηση μιας ραπτομηχανής και μιας ομπρέλας πάνω σε ένα τραπέζι κοπής».
Αν και πάντα με έδρα το Λονδίνο, η Αγκάρ και ο Μπαρντ δημιούργησαν νέες επαφές στο εξωτερικό: στο Πορτοφίνο (φιλίες με τον Έζρα Πάουντ), στο Παρίσι (όπου η Αγκάρ σπούδασε με τον Φραντίσεκ Φόλτιν), στο Ζουάν-λε-Πιν (με τους Λι Μίλερ και Πένροουζ, τη Ντόρα Μάαρ και τον Πάμπλο Πικάσο).
Οράματα
Ο σουρεαλισμός παρέμεινε σημείο αναφοράς για τη φήμη της Αγκάρ από τότε που προσκλήθηκε από τους Πένροουζ και Χέρμπερτ Ρηντ να συμμετάσχει στη Διεθνή Έκθεση Σουρεαλιστών στις New Burlington Galleries του Λονδίνου το 1936. Αντιμετώπισε το κίνημα με κάποια αμφιθυμία, αγκαλιάζοντας πολλούς από τους συνεργάτες του ως φίλους, αλλά αρνούμενη ότι ήταν ποτέ «σουρεαλίστρια με τη βούλα».
Παρόλα αυτά, έχει συνδεθεί εδώ και καιρό με το κίνημα μέσω της εγρήγορσής της για τις αλλόκοτες πτυχές του φυσικού κόσμου -που αποτυπώνεται στις φωτογραφίες της από τους αξιοσημείωτους βραχώδεις σχηματισμούς στο Ploumanac’h στη Βρετάνη- και της δημιουργικής εξερεύνησης των απανταχού αντιπαραθέσεων.
Η περιγραφή της προσέγγισής της ως «μια εκτόπιση του κοινότυπου από τη γόνιμη παρέμβαση της τύχης ή της σύμπτωσης» επιβεβαιώνει αυτή την έμφυτη συμπάθεια.
Στην ίδια την Αγκάρ
Η Αγκάρ έζησε περισσότερο από τον Μπαρντ και ξεκίνησε τα απομνημονεύματα, όπως μας λέει, ως Ημερολόγιο για τον Τζόζεφ, «το βιβλίο που θα έπρεπε να είχε γράψει ο ίδιος ο Τζόζεφ».
Αποσπάσματα από τα σημειωματάρια του Αγκάρ παραμένουν, αν και ο Άντριου Λάμπιρτ δεσμεύτηκε (όπως αφηγείται στην εισαγωγή) να στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας στην ίδια την Αγκάρ.
Το A Look at My Life αποτυπώνει τον ενθουσιασμό και την ενέργεια της Αγκάρ να αγκαλιάζει μια περιπετειώδη ζωή – παρά την υποβόσκουσα μελαγχολία-.
Δηλώνοντας ότι είναι «μοιραίο να αναγάγουμε ένα πράγμα μόνο σε ένα γεγονός, γιατί η φαντασία πρέπει να έχει χώρο να απλωθεί», η Αγκάρ υπονομεύει αποτελεσματικά τυχόν ολισθήματα της μνήμης.
*Με πληροφορίες από: The Art Newspaper | Κεντρική φωτογραφία θέματος: Redfern Gallery
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις