Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Το δραματικό τέλος
Η συγγένεια με το μανιάτικο μοιρολόγι
Εσημείωσα κάποτε ότι ένας μέσα στους ξένους ποιητές και δραματικούς συγγραφείς που προτιμώ, ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, εκτός από τη ζωηρή εντύπωση που μου αφήνει πάντα με τα ποιητικά και τα θεατρικά του έργα, μου δίνει επίσης και μια παράξενη αίσθηση οικειότητος, τόσο που να νιώθω πολλές φορές ότι κοντά του μεταφέρομαι σ’ ένα γνώριμο χώρο. Κι’ εξήγησα πού βρίσκεται, για μένα ειδικά, αυτό το μυστικό της οικειότητος. Βρίσκεται στον τόνο του μοιρολογιού, του σχεδόν μανιάτικου, που ανακαλύπτει εύκολα το μανιάτικο αυτί, σε αρκετά τραγούδια του Λόρκα. Όσο κι’ αν το μανιάτικο μοιρολόγι είναι συνήθως ξερό, άτεχνο, ακόμη και άχαρο στη μορφή του, αντίθετα προς τα τραγούδια του Λόρκα, όλα δουλεμένα, έγχρωμα, μουσικά, που κάνουν να φτάνει ο λόγος με τα λαϊκά του στοιχεία σ’ εκείνο το ιδιότυπο, το τόσο προσωπικό στυλιζάρισμα που τα χαρακτηρίζει. Γενικότερα, η συγγένεια του Λόρκα με το μανιάτικο μοιρολόγι υπάρχει μέσα στα συστατικά και των δυο: στο ζεστό ανθρώπινο αίμα που χύνεται, στο μαχαίρι που χρησιμοποιείται άμα τα μεγάλα αδιέξοδα ζητήσουν τη λύση του φονικού, στη νύχτα που αρέσει στο Χάρο, στο βίαιο θάνατο του ανθρώπου που εκφράζει μια διάχυτη δυνατότητα, στην τιμή που αποτελεί τον κανόνα.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.12.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ξαναθυμήθηκα την παραπάνω εντύπωσή μου όχι επειδή θέλω να μιλήσω για την παράσταση της Μπερνάρντας Άλμπα, που πέφτει σ’ άλλη κριτική αρμοδιότητα, μια παράσταση πάντως απαράμιλλη, που θα ετιμούσε και το απαιτητικότερο ξένο θέατρο και από τη σκηνοθετική της άποψη —έργο εξαίρετο του κ. Αλέξη Μινωτή— και από την ερμηνευτική — ρεκόρ ομόθυμα αναγνωρισμένο της κ. Κατίνας Παξινού, που εζωντάνεψε θαυμαστά τον κορυφαίο ρόλο, μέσα σ’ ένα θαυμαστά παρουσιασμένο σύνολο. Την ξαναθυμήθηκα γιατί έτσι μπορώ να δείξω πόσο έντονο μένει το ενδιαφέρον μου για ό,τι σχετίζεται με τον Λόρκα. Και είναι εκείνο ακριβώς που με έχει παρακινήσει να κρατώ όλα τα στοιχεία που έπεφταν στα χέρια μου, τα αναφερόμενα στο μαρτυρικό θάνατό του. Τι ήταν ως τώρα γνωστό; Διάφορες εκδόσεις, λίγο-πολύ προκατειλημμένες, μεταξύ των οποίων και η γνωστή του φιλολογικού «Φιγκαρό» που εδημοσιεύθη πριν από ένδεκα χρόνια. Εφέτος ήρθε στη δημοσιότητα νέα έκδοση συμπληρωμένη, που φωτίζει περισσότερο το δραματικό τέλος του ποιητή. Πρόκειται για μια έρευνα επί τόπου, όπως την παρουσιάζει ο Claude Couffon (σ.σ. γάλλος ποιητής και μεταφραστής, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, 1926-2013), μέσα σε 35 σελίδες τραβηγμένες από το βιβλίο «Στη Γρενάδα, επάνω στα ίχνη του Γκαρθία Λόρκα», που θα τις συνοψίσομε στη σημερινή επιφυλλίδα μας.
Ο Claude Couffon
Το καλοκαίρι του 1936 ο Λόρκα, αν τον κρίνομε από τη θέση που κατείχε σαν λογοτέχνης, εύκολα καταλαβαίνομε πως ήταν ένας άνθρωπος ευτυχισμένος. Νέος ακόμη, διάσημος σ’ όλη την Ισπανία, όπου κανένας ποιητής δεν ανέβη ποτέ τόσο γρήγορα, ούτε κανένας άλλος δραματουργός δεν έκανε ποτέ να δονηθεί με τόσο πάθος το κοινό του. Έπειτα ο Λόρκα, μαζί με τα διάφορα ταλέντα του, το ποιητικό, το θεατρικό, το μουσικό, το σχεδιαστικό, διέθετε και μία σπάνια γοητεία προσωπική, τόσο που να δημιουργεί κάτι σαν μαγική ατμόσφαιρα γύρω από τους ακροατές του, όταν απήγγελλε, όταν μιλούσε, όταν τραγουδούσε παίζοντας πιάνο. Δεν άφηνε ωστόσο τη δόξα του να τον υποτάξει. Εκείνη τη χρονιά βρισκόταν σε μία αποφασιστική καμπή του έργου του. Αφήνοντας κατά μέρος τις ποιητικές ευκολίες που μπορούσαν να θέλγουν στα προγενέστερα έργα του και που αναντίρρητα συντελέσανε στη γοργή του επιτυχία, συνθέτει «Το σπίτι της Μπερνάρντας Άλμπα», το αριστούργημά του, καθώς χαρακτηρίζεται, όπου δεν χρησιμοποιεί ούτε «κουπλέ», ούτε τραγούδια, ούτε ρομάντσες, παρά μόνο τη δραματική συσκευή.
Την ίδια χρονιά ο Φεντερίκο έκανε σχέδια για μια άλλη «τουρνέ» διαλέξεων στη Λατινική Αμερική, όπου τον προσκαλούσανε διάφοροι Νοτιοαμερικανοί λογοτέχνες. Αλλά το καλοκαίρι άρχισε στην Ισπανία ο μεγάλος αναβρασμός που κατέληξε στον εμφύλιο πόλεμο. Η Φάλαγγα, το δυναμικό όργανο του συντηρητικού, του αντιδραστικού κόσμου, που ήθελε να επιβάλει το φασισμό, ετοιμαζόταν για την αναμέτρηση. Και έναντι αυτού του κινδύνου, των ενωμένων κομμάτων της δεξιάς, άρχισαν να αντιδρούν η αριστερά και η άκρα αριστερά, στηριζόμενες στο λαό και στην πλειονότητα των διανοουμένων.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.12.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Μπροστά στις δύο τούτες αντιμέτωπες δυνάμεις, ποια θέση έπαιρνε ο ποιητής; Οι μαρτυρίες στην αρχή δεν συμφωνούσαν, άλλοι τον παρουσίαζαν σαν απολιτικό άνθρωπο κι’ άλλοι σαν σοσιαλιστή. Από όλα τα νέα ντοκουμέντα συνάγεται ότι οι πολιτικές του ιδέες, κι’ αν φαινόντανε αόριστες στην αρχή, εξεκαθάρισαν κατόπιν. Εκείνους που αισθανότανε, που αγαπούσε, ήταν οι εργάτες, οι απλοί χωριάτες, ο λαός. Τον Ιούνιο του 1936, λίγο προτού αρχίσει η σύρραξη, έλεγε στον γελοιογράφο Μπαγκαρία: «Σε τούτες τις δραματικές στιγμές που ζει ο κόσμος, ο καλλιτέχνης οφείλει να κλαίει και να γελάει μαζί με το λαό». Η τυφλή εθνικοφροσύνη, η αγάπη προς την πατρίδα που μπαίνει σαν ένα μαύρο πανί μπροστά στα μάτια μας και δεν τ’ αφήνει να βλέπουν, προκαλεί την αντίδρασή του, παρ’ όλη τη βαθειά ισπανικότητα που δονεί και τη ζωή του και το έργο του.
Η κατάσταση, καθώς χειροτερεύει ολοένα, τον αναγκάζει να εγκαταλείψει το ταξίδι της Αμερικής. Και σκέπτεται τι πρέπει να κάμει. Να μείνει στη Μαδρίτη, στο σπίτι του, και να ιδεί πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα; Ή να πάει, όπως του προτείνει ένας φίλος του, ο ποιητής Λουί Ροζάλες, στη Γρενάδα, για νάναι πιο σίγουρος; Φεύγει για τη Γρενάδα, όπου εγκαθίσταται στη Φίνκα ντε Σαν Βιτσέντε, μία ιδιοκτησία συγγενική, έξω από την πόλη. Αλλά και η Γρενάδα σε λίγο αναστατώνεται. Οι άνθρωποι της Φάλαγγας σηκώνουν κεφάλι, γίνονται επιθετικοί, επικρατούν, ενώ οι δημοκρατικοί, σχεδόν άοπλοι, υποχωρούν στις λαϊκές συνοικίες. Ημέρες τρόμου, ο αμείλικτος διοικητής Βαλντές διευθύνει προσωπικά την εκκαθάριση και δίνει διαρκώς στα όργανά του τη διαταγή να ντουφεκάνε εκείνους που καταδίκασε. Η παντοδύναμη Εσκουάντρα Νέγκρα, μία δεξιά οργάνωση —των φονιάδων— αυτή τη φήμη απέκτησε από την αρχή, γίνεται ο βραχνάς της Γρενάδας. Σκοτώνει αβέρτα, όχι μόνο όσους θεωρούνται ύποπτοι, αλλά και τους πολίτες που φαίνονται χλιαροί στην αντιδημοκρατική συμπαράστασή τους.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 23.12.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ένα πρωί ο Φεντερίκο, κοιτάζοντας προς το βάθος του δρόμου που οδηγούσε στο αγρόκτημα όπου εγκαταστάθηκε, είδε δύο άτομα ν’ αγναντεύουν τον κήπο, να προσέχουν το σπίτι και σε λίγο να χάνονται ξανά. Τι ήθελαν; Αδύνατον να το μαντέψει. Εκεί κατά το μεσημέρι έλαβε ένα ανώνυμο γράμμα, όπου ο άγνωστος που του τόστειλε τον κατηγορούσε με τα υβριστικότερα λόγια για ανηθικότητα, για αντιθρησκευτικότητα, για δημαγωγία, αποκαλώντας τον στο τέλος «ένα ρυπαρό και επικίνδυνο παράσιτο». Κατά τις πέντε η ώρα ξαναφάνηκαν οι δύο άνθρωποι, επλησίασαν και είπαν πως ήρθαν για να συλλάβουν τον αδερφό του κηπουρού. Καθώς δεν τον ευρήκαν, έκαμαν έρευνα και προτού φύγουν εζήτησαν να μάθουν την ταυτότητα του καθενός. Ο ποιητής επροχώρησε έτοιμος να πει τ’ όνομά του. Τότε ένας του τραβά μια κοντακιά και του φωνάζει: «Περιττόν! Εσένα σε ξαίρομε. Είσαι ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα!»
Τώρα το πιο βιαστικό ήταν για τον Λόρκα να φύγει. Αλλά πού να κρυφτεί; Εκεί κοντά είχε χωρικούς φίλους, αλλά πώς να πάει, αφού για να κυκλοφορήσει κανείς έπρεπε νάναι εφοδιασμένος με ειδική άδεια. Ένα μόνο καταφύγιο υπήρχε μέσα στη Γρενάδα. Το σπίτι του φίλου του ποιητή Ροζάλες, που ανήκε όμως, μαζί με τ’ άλλα του αδέρφια, στη Φάλαγγα. Επικοινωνούν τηλεφωνικώς, ο Ροζάλες πάει στο χτήμα, συναντά τον Λόρκα, τις αδερφές του, κάνουν ένα συμβούλιο. Ρίχνεται η ιδέα να κρυφτεί ο Φεντερίκο, με την προστασία του Ροζάλες, στο σπίτι του φίλου του Μανουέλ ντε Φάλλια, αλλά ο ποιητής δεν το δέχεται, για να μην εκθέσει σε κανένα κίνδυνο το γέρο μουσουργό. Έγινε επίσης μια σκέψη να φτάσει ο Λόρκα, πάντα με την προστασία του Ροζάλες, ως τις τελευταίες γραμμές των Φρανκιστών και διασχίζοντας τη ζώνη του πυρός να περάσει στο δημοκρατικό μέτωπο. Κι’ αυτός όμως ο τρόπος της διαφυγής απεκρούσθη αμέσως, σαν πολύ επικίνδυνος, από την οικογένεια του ποιητή. Τότε ο Ροζάλες επρότεινε να τον μεταφέρει στο σπίτι του, αναλαμβάνοντας να πείσει και τ’ αδέρφια του, φανατικούς Φαλαγγίτες.
Ο Λόρκα φεύγει με τ’ αμάξι του φίλου του και φτάνει ανενόχλητος στο σπίτι του πατέρα Ροζάλες, που το πρώτο του πάτωμα τόχουν μεταβάλει οι γυιοι του σε αποθήκη πυρομαχικών. Στο δεύτερο, το ήσυχο, μένει μια συγγένισσά τους, η ντόνα Λουίζα Καμάσο, όπου και τοποθετούν τον ποιητή. Εκεί βρίσκει λίγο την ησυχία του. Ο Λουί Ροζάλες ανεβαίνει πότε-πότε να τον ιδεί, αλλά για να μην τον ανησυχήσει τού κρύβει τα δυσάρεστα, ότι άρχισαν πάλι οι εκτελέσεις.
Στις 18 Αυγούστου, πέντε η ώρα το βράδυ, ενώ μέσα στο σπίτι βασίλευε απολύτη σιωπή καθώς απουσίαζαν οι άντρες Ροζάλες, κι’ ο Λόρκα διάβαζε ένα βιβλίο ξαπλωμένος στο κρεβάτι με τις πιτζάμες του, ακούστηκε το κουδούνι να χτυπά. Η μητέρα Ροζάλες βγήκε στην πόρτα. Εκεί επρόβαλε κάποιος που ζητούσε τον Γκαρθία Λόρκα, ένας αδιάλλακτος τυπογράφος, ο Ραμόν Λουίζ Αλόνσο, που διοικούσε τότε την Εσκουάντρα Νέγκρα με τους φονιάδες των δημοκρατικών, κι’ έγινε έπειτα βουλευτής των Κόρτες (σ.σ. του ισπανικού κοινοβουλίου). Είχε πληροφορηθεί στη Φίνκα ντε Σαν Βιτσέντε, από την αδερφή του ποιητή, πως ο Λόρκα δεν κρυβόταν, αλλά πως πήγε σ’ ένα φίλο του για να διαβάσουνε στίχους. Κάνοντας λοιπόν ο Ραμόν Λουίζ Αλόνσο τη σκέψη πως αυτός ο φίλος του έπρεπε νάναι επίσης ποιητής, και ξαίροντας πως ο Λουί Ροζάλες έγραφε ποιήματα, επήγε στην κατοικία των Ροζάλες. Η κυρία Ροζάλες θέλει να ειδοποιήσει το γυιο της, αλλά στο μεταξύ ο Λόρκα, από το δεύτερο πάτωμα, ακούοντας πως τον ζητούν και καταλαβαίνοντας τον κίνδυνο, ανεβαίνει γρήγορα στην ταράτσα, για να πηδήσει στις στέγες των γειτονικών σπιτιών και να γλυτώσει. Σταματά όμως κατάχλωμος, καθώς εξακριβώνει ξαφνικά ότι ένα ύψος πολλών μέτρων χωρίζει την ταράτσα των Ροζάλες από τα διπλανά οικοδομήματα. Είναι χαμένος! Στο δρόμο ακούονται στρατιωτικές διαταγές, ύστερα βήματα στη σκάλα, προς την ταράτσα, όπου κάνει σε λίγο την εμφάνισή του ο Ρουίζ Αλόνσο.
Κι’ εδώ αρχίζουν οι θρύλοι, διάφορες διαδόσεις από στόμα σε στόμα, προσαρμοσμένες σε διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες. Πώς πέθανε ο Λόρκα; Κατά την επίσημη ισπανική ανακοίνωση που έγινε ύστερα από χρόνια —κι’ η καθυστέρηση είναι ύποπτη μοναχή της— δεν φταίει η Φάλαγγα για την εκτέλεση του ποιητή, αλλά φταίνε μερικοί εγκληματίες που έκαμαν για λογαριασμό τους ό,τι έκαμαν. Κανέναν τίμιο άνθρωπο δεν έπεισαν αυτά τα λόγια. Την ευθύνη, με τη μια ή την άλλη οργάνωσή του, την έχει το ισπανικό καθεστώς που επεκράτησε.
Ο Λόρκα οδηγήθη στην αρχή στο γειτονικό αστυνομικό τμήμα. Κατόπιν τον έφεραν στον διοικητή Βαλντές που θα έπαιρνε την απόφαση, κι’ εκεί, αυτός ο μεγάλος ποιητής της Ισπανίας, έζησε, περιμένοντας, ώρες απερίγραπτα μαρτυρικές. Όταν ενύχτωσε και τον εφώναξαν μπροστά στον Βαλντές, βρήκε τη δύναμη να βροντοφωνήσει την αθωότητά του. Από το γραφείο του διοικητή μετεφέρθη με χειροπέδες σε μια άλλη αίθουσα: του δημίου, του μπόγια του καθεστώτος. Στο μεταξύ, καθώς εγνώσθη η σύλληψή του, έγιναν διάφορα διαβήματα για να σωθεί, αλλά του κάκου! Όταν άρχισε να ξημερώνει, ο Φεντερίκο επήρε το δρόμο που ετελείωνε στο μαρτύριο. Εκοίταξε για στερνή φορά, μέσα στο βιολετί χρώμα της αυγής, το τοπίο, τη γαλάζια σιέρρα— την οροσειρά, τη βέγκα—, τον κάμπο σαν μία ήσυχη θάλασσα, τη σκοτεινή μάζα που σχηματίζεται από τους «σόπος», από τις μαύρες λεύκες που κρύβουν το Φουέντε Βακέρος, το χωριό που γεννήθηκε. Κι’ εσταμάτησε στη χαράδρα του Βιθνάρ, όπου οι μελλοθάνατοι έσκαβαν τους τάφους των προτού να τους εκτελέσουν. Εκεί τον εντουφέκισαν!
Μετά δύο ημέρες, οι δολοφόνοι του Λόρκα πουλήσανε σ’ ένα καφενείο της Γρενάδας —στο Ιμπεριάλ— το στυλό του και το μετάλλιο που φορούσε, ένα χρυσό μετάλλιο που του χάρισαν οι φίλοι του στην Κούβα, όπου είχε πάει τρία ή τέσσερα χρόνια προτήτερα…
*Επιφυλλίδα του Γ. Φτέρη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του μανιάτη δημοσιογράφου, κριτικού, συγγραφέα και ποιητή Γιώργου Τσιμπιδάρου, 1891-1967) για τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, που έφερε τον τίτλο «Το μαρτύριο του Λόρκα» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 1962.
Ο Γ. Φτέρης
Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (Federico García Lorca), ένας από τους σημαντικότερους ισπανούς ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898 στο Φουέντε Βακέρος, ένα χωριό της Ανδαλουσίας, στην επαρχία της Γρανάδας.
Το 1909 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του (ο πατέρας του ήταν εύπορος κτηματίας και η μητέρα του δασκάλα) στην πόλη της Γρανάδας.
Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της πόλης, αλλά το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε σύντομα στη μουσική, τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική.
Μάλιστα, από το 1916 ο Λόρκα είχε ήδη αρχίσει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα.
Στη Μαδρίτη, που έγινε ο επόμενος τόπος κατοικίας του, ο Λόρκα γνώρισε μεταξύ άλλων τον Σαλβαντόρ Νταλί και τον Λουίς Μπουνιουέλ, τον πατέρα του σουρεαλιστικού κινηματογράφου.
Στα κατοπινά χρόνια ο Λόρκα ταξίδεψε στην Κούβα και τη Νέα Υόρκη, όπου δέχτηκε τις επιδράσεις των νέων καλλιτεχνικών κινημάτων.
Προικισμένος με εξαιρετική ευαισθησία, ο Λόρκα τραγούδησε στην ποίησή του την ισπανική γη, την ομορφιά της φύσης, το θάνατο, τη χαρά της ζωής, τους τσιγγάνους, την ύπαιθρο και τις πολιτείες της Ισπανίας.
Τα ποιητικά δημιουργήματά του διακρίνονται για τον υψηλό λυρισμό τους, την τρυφερή ερωτική διάθεση και την έντονη μελαγχολία που αποπνέουν.
Ως θεατρικός συγγραφέας ο Λόρκα δημιούργησε έξοχους δραματικούς χαρακτήρες, ιδίως γυναικών.
Ανάμεσα στα θεατρικά έργα του συγκαταλέγονται τα εξής: «Τα μάγια της πεταλούδας», «Μαριάννα Πινέδα», «Η θαυμαστή μπαλωματού», «Ματωμένος γάμος», «Γέρμα», «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα».
Ο Λόρκα εκτελέστηκε αμέσως μετά το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου, στις 18/19 Αυγούστου 1936, κατά πάσαν πιθανότητα από τους Φαλαγγίτες του Φράνκο.
Ο τραγικός θάνατός του συγκλόνισε την Ευρώπη.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις