«Ζηλεύω τους παρανοϊκούς -αισθάνονται πραγματικά ότι οι άνθρωποι τους δίνουν σημασία» θα πει μια από τις πιο πρωτότυπες και επιδραστικές φωνές των αμερικανικών γραμμάτων με ένα εξαιρετικό ταλέντο στους αφορισμούς.

Στην εισαγωγή του βιβλίου της Περί Γυναικών, η κριτικός Μερβέ Εμρέ σημειώνει την «άρνηση της Σόνταγκ για εύκολες απαντήσεις ή προσβεβλημένες ευσέβειες» και συνεχίζει.

«Τώρα που βρισκόμαστε στην ακμή των εύκολων απαντήσεων και των προσβεβλημένων πεποιθήσεων, η κομψή, ιδιοσυγκρασιακή προσέγγιση της Αμερικανίδας συγγραφέα και ακτιβίστριας, Σούζαν Σόνταγκ, στις φεμινιστικές συζητήσεις και τις ανησυχίες της εποχής της μπορεί να λειτουργήσει ως απτή καθοδήγηση» συμπληρώνει.

Σαφήνεια και φρέσκες προοπτικές

«Αυτή είναι μια από εκείνες τις στιγμές που έξυπνες φωνές από άλλες εποχές μπορούν να μας προσφέρουν σαφήνεια και φρέσκες προοπτικές. Στο πνεύμα των αριθμημένων λιστών και σημειώσεων της ίδιας της Σόνταγκ (η πιο διάσημη από τις οποίες είναι το «Against Interpretation»)» σχολιάζει σχετικό άρθρο στο The Atlantic.

«Μόνο ένα πρότυπο γυναικείας ομορφιάς είναι εγκεκριμένο: το κορίτσι»


Μερικά αποσπάσματα από το Περί Γυναικών, το οποίο κυκλοφόρησε τον Μάιο από τις εκδόσεις Gutenberg.

1.       Η Σόνταγκ μπαίνει στην ουσία του ζητήματος. Γράφει με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι αδύνατο να αποφύγει την αλήθεια των όσων λέει- η παραστατικότητά της αναγκάζει τον αναγνώστη να έρθει σε αντιπαράθεση με την άποψή της. Σε ένα καυστικό δοκίμιο με θέμα «Το διπλό πρότυπο της γήρανσης», γράφει: «Ο βαθύτερος τρόμος της ζωής μιας γυναίκας είναι η στιγμή που αναπαριστάται σε ένα άγαλμα του Ροντέν που ονομάζεται Γήρας: μια γυμνή γριά γυναίκα, καθιστή, που κοιτάζει αξιοθρήνητα το επίπεδο, κρεμασμένο, κατεστραμμένο σώμα της. Η γήρανση στις γυναίκες είναι μια διαδικασία που μοιάζει άσεμνη σεξουαλικά, γιατί το πλαδαρό στήθος, ο ρυτιδιασμένος λαιμός, τα στικτά χέρια, τα αραιά λευκά μαλλιά, ο άχρωμος κορμός και τα φλεβώδη πόδια μιας γριάς γυναίκας θεωρούνται άσεμνα».

Αντί να ωραιοποιεί τα ταμπού κατά της γήρανσης με τις γνωστές αφηρημένες έννοιες, αυτή η αδυσώπητη περιγραφή δείχνει πώς δουλεύουν βαθιά μέσα στην ψυχή μας. Γράφει: «Η ομορφιά, η δουλειά των γυναικών σε αυτή την κοινωνία, είναι το θέατρο της υποδούλωσής τους. Μόνο ένα πρότυπο γυναικείας ομορφιάς είναι εγκεκριμένο: το κορίτσι».

2.       «Πίσω από το γεγονός ότι οι γυναίκες τιμωρούνται αυστηρότερα από ό,τι οι άνδρες για τη γήρανση είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι, σε αυτή την κουλτούρα τουλάχιστον, είναι απλώς λιγότερο ανεκτικοί στην ασχήμια των γυναικών απ’ ό,τι των ανδρών. Μια άσχημη γυναίκα δεν είναι ποτέ απλώς αποκρουστική. Η ασχήμια σε μια γυναίκα θεωρείται από όλους, τόσο από τους άνδρες όσο και από τις γυναίκες, ελαφρώς ενοχλητική». Στις σημερινές συζητήσεις, οι περισσότεροι από εμάς αισθανόμαστε πιο άνετα να μιλάμε για πράγματα όπως ο «τοξικός ανδρισμός» παρά για τη συμμετοχή των γυναικών στην αστυνόμευση και την επιβολή καταπιεστικών προτύπων ομορφιάς. Η Σόνταγκ δεν επιδεικνύει κανέναν τέτοιο φόβο.

«Δεν μου αρέσουν οι κομματικές γραμμές. Δημιουργούν διανοητική μονοτονία και κακή πρόζα»

Photo: Wikimedia Commons

3.       Η Σόνταγκ δίνει μια πολύχρωμη, κοφτερή, εντυπωσιακή καταγγελία του θεσμού της οικογένειας: «Η σύγχρονη “πυρηνική” οικογένεια είναι μια ψυχολογική και ηθική καταστροφή. Είναι μια φυλακή σεξουαλικής καταπίεσης, ένα πεδίο παιχνιδιού ασυνεπούς ηθικής χαλαρότητας, ένα μουσείο κτητικότητας, ένα εργοστάσιο παραγωγής ενοχών και ένα σχολείο εγωισμού».

4.       Η ποιήτρια Αντριέν Ριτς κατηγόρησε τον φεμινισμό της Σούζαν Σόνταγκ ότι ήταν «περισσότερο μια διανοητική άσκηση παρά η έκφραση μιας αισθητής πραγματικότητας». Η Σόνταγκ ανταπέδωσε: «Όποιος έχει μια προτίμηση στη “διανοητική άσκηση” θα βρει πάντα στο πρόσωπό μου έναν ένθερμο υπερασπιστή … Προτιμώ πολύ το κείμενο να κρίνεται ως επιχείρημα και όχι ως “έκφραση” οποιουδήποτε πράγματος, συμπεριλαμβανομένων των ειλικρινών συναισθημάτων μου».

5.       Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και ανατρεπτικά στοιχεία του Περί Γυναικών είναι ότι η Σόνταγκ γράφει κριτικά για τις «φεμινίστριες» και παράλληλα γράφει ένθερμους φεμινιστικούς προβληματισμούς. Βρίσκεται τόσο μέσα όσο και έξω από το κίνημα. Ο σύγχρονος αναγνώστης μπορεί κάλλιστα να αναρωτηθεί «μα, με ποια πλευρά είσαι;» Όμως η ίδια η Σόνταγκ θεωρεί αυτή τη σύνθετη τοποθέτηση ως δύναμη: Μπαινοβγαίνει στις συζητήσεις, η μετακίνησή της από οξεία επικριτική του φεμινισμού σε λαμπρή, παθιασμένη φεμινίστρια θεωρητικό και πάλι πίσω, είναι μια χρήσιμη υπενθύμιση.

«Ένα ενιαίο μυαλό που επεξεργάζεται τα ζητήματα μπορεί να είναι μια ισχυρή δύναμη, που καταλήγει στα δικά της απροσδόκητα, ιδιοσυγκρασιακά συμπεράσματα. Η επιδίωξη προς την ιδεολογική καθαρότητα, προς τη συνέπεια, προς την τέλεια πνευματώδη έκφραση της απόλυτα συμβατικής άποψης, είναι κάτι στο οποίο η Σόνταγκ αντιστάθηκε από νωρίς. Πάντα έπαιρνε το μέρος των αποχρώσεων, των απόκρυφων ατομικών διαδικασιών σκέψης, έναντι της συναίνεσης» σχολιάζει η Katie Roiphe σε άρθρο στο The Atlantic.

Η Σόνταγκ το θέτει επιγραμματικά: «Δεν μου αρέσουν οι κομματικές γραμμές. Δημιουργούν διανοητική μονοτονία και κακή πρόζα».

*Με στοιχεία από theatlantic.com