Πρώτη παρατήρηση: όταν αρχίζουν να σφίγγουν οι ζέστες, τα νεύρα των ανθρώπων τεντώνονται πιο εύκολα, τα επιθετικά ένστικτα είναι πιο ευερέθιστα, η κακή προδιάθεση ακόμα χειρότερη.

Εκ των υστέρων μπορώ να αναγνωρίσω την επήρεια της θερμοκρασίας στον εκνευρισμό που μου προκάλεσε η εικόνα ενός ελεγκτή εισιτηρίων, μαινόμενου μέσα στο λιοπύρι να προσπαθεί να μάθει τρόπους σε επιβάτρια που δεν είχε εισιτήριο. Από την άλλη, αυτές οι στιγμές είναι πια τόσο συνηθισμένες που δεν αποτελούν στιγμιότυπα και σε κάθε τέτοια διένεξη αφουγκράζεται κανείς κάθε άλλη παρόμοια που έχει ζήσει σε μέσα σταθερής και μη τροχιάς.

Δεν θυμάμαι ακριβώς ποιο είναι το σημείο στο οποίο αποφάσισα ότι θα παρεμβαίνω στους διαξιφισμούς των ΜΜΜ, αλλά εδώ και κάποιον καιρό το κάνω, με όλη τη σιγουριά κάποιου που μπορεί σχετικά εύκολα να πληρώσει το εισιτήριο. Αυτό που σίγουρα ξέρω είναι τον λόγο, ο οποίος είναι αρκετά απλός: νιώθω πνιγηρή την ατμόσφαιρα που έχει απλωθεί στη χώρα και ιδίως τον ζήλο με τον οποίο διάφοροι τελούντες “λειτουργήματα” -μερικώς ή πλήρως ένστολοι- φαίνονται υπέρ το δέον πρόθυμοι να γίνουν εργαλεία συμμόρφωσης των άτακτων συμπολιτών μας.

Έτσι κυβερνάται πια η χώρα, με τον καθένα πρόθυμο να δρα σαν το ενθουσιώδες μακρύ χέρι του κράτους, ακόμα κι όταν αποτελεί την τελευταία τρύπα του ζουρνά. Κι αυτό δεν είναι κάποιο ανεξήγητο ατύχημα, αλλά μια συμπεριφορά που επιβλήθηκε σταδιακά τα τελευταία χρόνια μέσα από πολύ συγκεκριμένες πολιτικές.

Τι ακούμε άλλωστε από το 2019 μέχρι σήμερα; Καταδώστε, αστυνομεύστε και αστυνομευτείτε. Είτε αφορά τη συγκομιδή των φόρων, το κάπνισμα, τη μουσική, τα γιορτινά τραπέζια επί πανδημίας, τα πανεπιστήμια, το μετρό, τις πλατείες. Σε κάθε όψη της καθημερινής ζωής έχουν αποκατασταθεί ο χαφιές κι ο χωροφύλακας με μια αίγλη την οποία είχαν να απολαύσουν από τη Χούντα, αυτή τη φορά μπολιασμένη με τις πιο δυστοπικές φαντασιώσεις της ανεπτυγμένης τεχνολογίας.

Ως εκ τούτου, εδώ και χρόνια, για τους πολλούς έχουμε αστυνομία παντού, ελεγκτές ανά δεκάδες, μικτά κλιμάκια να περιφρουρούν τα μαγαζιά της διασκέδασης, τεχνολογίες επιτήρησης, καταγγελίες, πρόστιμα. Για τους δε λίγους έχουμε φοροαπαλλαγές, τη νομή του δημοσίου χρήματος, την ασυδοσία της “επενδυτικής” δραστηριότητας.

Μπορεί η εκλογική λογιστική να καθιστά μειοψηφία όσους ασφυκτιούμε μέσα σε αυτό το μοντέλο, αλλά αυτή η μειοψηφία επ’ ουδενί δεν είναι ισχνή. Ωστόσο, πουθενά δεν έχει πολιτική εκπροσώπηση, καθώς καμία δύναμη δεν φαίνεται πρόθυμη να αμφισβητήσει στον πυρήνα του αυτό που ζούμε. Να πει «όχι» στην ίδια την κατεύθυνση στην οποία μετασχηματίζεται όχι μόνο η οικονομία της χώρας, αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι που ζουν σε αυτή.

Έτσι, η μοναδική ευκαιρία που έχει μείνει να εκφράσει κανείς την αντίθεσή του, είναι εκεί που βλέπεις αυτόν τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο να ξεδιπλώνεται στην καθημερινότητα. Παραδείγματος χάριν, στον ελεγκτή που νουθετεί με αυταρχικό ύφος τον επιβάτη που δεν έκοψε εισιτήριο.

Αυτό που δεν περίμενα μετά από τόσες παρεμβάσεις, είναι τον ελεγκτή να συμφωνήσει μαζί μου ότι αυτή δεν είναι και καμία δουλειά της προκοπής. Να μου πει με μια πηγαία ειλικρίνεια ότι ο ίδιος θα προτιμούσε να μην την κάνει, αλλά έρχεται από ένα ατύχημα το οποίο τον έβγαλε εκτός της ανειδίκευτης δουλειάς που έκανε, αφήνοντάς τον χρόνια άνεργο.

«Τότε προς τι τόσος ζήλος;» τον ρωτάω. Και έτσι μαθαίνω για τις κάμερες που επιτηρούν εκείνον ως εργαζόμενο κι εμάς ως επιβάτες, αλλά και για τη στήριξη που παρείχε ο ίδιος στις κινητοποιήσεις των εργαζομένων της ΣΤΑΣΥ ενάντια σε αυτές. Μαθαίνω ότι παρά το άκαρπο της προσπάθειας, ανήκει σε αυτούς τους λίγους των τελευταίων ετών που αντέδρασαν αντί να μείνουν σιωπηλοί ή -ακόμα χειρότερα- να συναινέσουν.

Σε μια μάλλον πικρή συνειδητοποίηση, βλέπουμε ότι μπορεί να μοιραζόμαστε κάποιες κοινές αξίες, αλλά βρισκόμαστε εξίσου παγιδευμένοι υπό το άγρυπνο βλέμμα του μηχανήματος που μας κοιτάει από την γωνία της οροφής του βαγονιού.

Μοναδική μας παρηγοριά ότι μπορούμε ακόμα να αναγνωρίζουμε τη νοσηρότητα αυτής της νέας εποχής. Κι ας την έχουν καταπιεί ο δημόσιος λόγος και το πολιτικό σύστημα αμάσητη.