Η ώρα της κάλπης έφτασε. Για μια εκλογική διαδικασία κρίσιμη, από όποια πλευρά και εάν την κοιτάξει κανείς.

Από τη μια, σε μια σημαντική καμπή, που θα κριθεί το μέλλον των ευρωπαϊκών θεσμών, ύστερα από μια μακρά περίοδο όπου σίγουρα δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, είτε μιλάμε για τη δυσκολία στη διαπραγμάτευση επειγόντων μέτρων, όπως ήταν το Ταμείο Ανάκαμψης, είτε για την αδυναμία μιας διακριτής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, ψηφίζουμε για ένα ευρωκοινοβούλιο όπου όλα δείχνουν ότι η βασική αλλαγή θα είναι η ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση της ακροδεξιάς, που θα κάνει ακόμη πιο έντονο τον πειρασμό να αντιμετωπιστεί ως η παράταξη που θα κρίνει τις εξελίξεις και άρα θα πάει τα πράγματα σε ακόμη πιο δεξιά αυταρχική και συντηρητική γραμμή.

Από την άλλη, σε μια συγκυρία που η κυβέρνηση θεωρεί ότι διατηρεί την απόλυτη κυριαρχία στο πολιτικό σκηνικό, κυρίως γιατί η αντιπολίτευση παραμένει κατακερματισμένη και σε μεγάλο βαθμό χωρίς προσανατολισμό, το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν θα αποτυπωθούν και στην κάλπη τα υπόγεια ρεύματα δυσαρέσκειας που βλέπουμε με διάφορες αφορμές με επίκεντρο πρώτα και κύρια την ακρίβεια και έπειτα ένα γενικότερο αίσθημα ανασφάλειας για το μέλλον, που δεν περιορίζεται στα ζητήματα «αστυνομικού δελτίου».

Την ίδια στιγμή, εάν κρίνουμε από τις δημοσκοπήσεις, το είδος αλλά και η δυναμική των μηνυμάτων που θα βγουν από την κάλπη των εκλογών θα κριθούν και από το μέγεθος της συμμετοχής και εάν τελικά θα επιβεβαιωθούν οι ενδείξεις ότι θα έχουμε αύξηση της αποχής.

Γιατί η αποχή δεν είναι μόνο κάτι που δημιουργεί μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο αποτέλεσμα των εκλογών και τις πραγματικές διαθέσεις  της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, αποτυπώνει μια συνολικότερη απώλεια εμπιστοσύνης των πολιτών στην ικανότητά τους να αλλάζουν τα πράγματα μέσα από την πολιτική συμμετοχή.

Στις ευρωεκλογές αυτές είναι αλήθεια ότι η συζήτηση που έγινε δεν αναλογούσε στη σοβαρότητα των ερωτημάτων που έχουμε μπροστά μας. Βοηθά δυστυχώς σε αυτό και η συνολικότερη τάση για υποκατάσταση της πολιτικής συζήτησης από την επικοινωνία και το απλό θέαμα. Το γεγονός ότι οι πολιτικοί έμαθαν πλέον και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης απλώς κάνει τα πράγματα χειρότερα.

Ως αποτέλεσμα, όχι, σε γενικές γραμμές δεν συζητήθηκε όσο έπρεπε το πώς θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από τη σημερινή αναιμική ανάπτυξη, που φαίνεται ωραία ως στατιστική αλλά κρύβει πάρα πολλούς κινδύνους για το μέλλον. Ούτε το εάν μπορεί να υπάρξει μια πειστική εναλλακτική πρόταση που να βελτιώνει πραγματικά τη θέση της μεσαίας τάξης και των λαϊκών στρωμάτων και να σταματά τη διαρροή γνώσης και ταλέντου προς το εξωτερικό. Ούτε καν το πώς η Ενωμένη Ευρώπη θα σταματήσει να φαντάζει ως μια διαδικασία απέναντι στην οποία οι ευρωπαίοι πολίτες αισθάνονται αποξενωμένοι.

Στο in κινηθήκαμε κόντρα στο ρεύμα. Θελήσαμε να ανοίξουμε την πραγματική συζήτηση. Με την αρθρογραφία και με την κάλυψη των θέσεων των κομμάτων. Αλλά και με συνεντεύξεις από υποψηφίους αλλά και πολιτικούς αρχηγούς στις οποίες προσπαθήσαμε να θέσουμε τα πραγματικά κρίσιμα ερωτήματα. Γι’ αυτό και μιλήσαμε με τον Δημήτρη Κουτσούμπα, τον Αλέξη Χαρίτση, τον Νίκο Ανδρουλάκη, και τον Στέφανο Κασσελάκη. Και στον πρωθυπουργό απευθυνθήκαμε, αλλά δεν πήραμε απάντηση. Και κάναμε συνεντεύξεις που σκοπό δεν είχαν απλώς να «δώσουν βήμα» αλλά πρωτίστως να θέσουν τα ερωτήματα.

Οι πολίτες είναι αυτοί που θα κρίνουν. Και δεν θα είμαστε εμείς που θα τους υποδείξουμε τι και ποιον θα ψηφίσουν. Όμως, μπορούμε τουλάχιστον να επιμείνουμε σε δύο πράγματα.

Το πρώτο είναι ότι πάντα η αποχή ισοδυναμεί με το να μείνουν τα πράγματα ως έχουν. Και μπορεί κάποτε ο γερο-Μαρξ να είπε ότι εάν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο, θα ήταν παράνομες, όμως κάποιες στιγμές τα πράγματα αλλάζουν και με τις εκλογές. Και αυτή τη δύναμη που έχουμε δεν πρέπει να την αρνηθούμε.

Το δεύτερο είναι ότι ακόμη και εάν οι πολιτικοί ξεχνούν την ανάγκη για προγράμματα και συγκεκριμένες τοποθετήσεις και επενδύουν μόνο στο πολιτικό μάρκετινγκ, εμείς πρέπει διαρκώς να τους θυμίζουμε ότι η ουσία δεν είναι στην επικοινωνία.

Το in θα επιμείνει σε αυτό τον δρόμο. Πριν τις εκλογές και μετά από αυτές. Γιατί εξακολουθούμε να πιστεύουμε σε αυτό που συνήθως περιγράφουμε ως δημοκρατία, γιατί έχουμε εμπιστοσύνη στη δυνατότητα της κοινωνίας να κατανοεί τα πραγματικά διακυβεύματα και να παίρνει θέση, γιατί πιστεύουμε ότι στη χώρα και τους ανθρώπους της αξίζει ένα καλύτερο μέλλον και μεγάλες αλλαγές. Και σε αυτή την κατεύθυνση θα επιμείνουμε.