Τελικά οι Κασσάνδρες που προέβλεπαν ότι ο μεγάλος νικητής των Ευρωεκλογών θα είναι τα κόμματα της ακροδεξιάς, επιβεβαιώθηκαν, αλλά μόνο εν μέρει.  Η δυσοίωνη πρόβλεψη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τις Εξωτερικές Σχέσεις (European Council on Foreign Relations -ECFR) ότι οι ακροδεξιοί συναπισμοί θα καταλάβουν αθροιστικά  το 1/4 των εδρών στη νέα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διαψεύσθηκε, έστω παρά τρίχα.  Όπως μας θυμίζει ο Guardian, επρόκειτο για μία από τις πλέον προβεβλημένες προεκλογικές έρευνες, η οποία λάμβανε υπ’όψιν το ανοδικό ρεύμα της ακροδεξιάς και στις δύο προηγούμενες ευρωεκλογές του 2014 και του 2019.

Σύμφωνα με τα τελευταία (προσωρινά) αποτελέσματα, οι  Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές (ECR) της Iταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι κέρδισαν 4 έδρες επιπλέον, ανεβάζοντας τον αριθμό των ευρωβουλευτών τους στους 73 και τα ποσοστά τους στο 10,14%.

Η  Ομάδα Ταυτότητας και οι Δημοκρατίας (I&D) της επικεφαλής του γαλλικού «Εθνικού  Συναγερμού» Μαρίν Λεπέν είχε ακόμα μεγαλύτερη άνοδο στις  58 από 49 έδρες, με περίπου 8%

Η νέα σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου – πηγή: https://results.elections.europa.eu/

Η σύνθεση του ευρωκοινοβουλίου πριν τις ευρωεκλογές

 Οι ακροδεξιοί φίλοι του ΕΛΚ

Ακόμα και αν οι «κυρίαρχες δυνάμεις του φιλο-ευρωπαϊκού κέντρου» (όπως τις αποκαλεί η ανάλυση του Guardian) άντεξαν διατηρώντας την πλειοψηφία στην Ευρωβουλή, η πίεση από τα ακροδεξιά δυναμώνει. Μόνο που το άθροισμα του κεντροδεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος,, των Σοσιαλδημοκρατών (S&D), του φιλελεύθερου Renew Europe και των Πρασίνων, που συνολικά συγκεντρώνουν 63%, δεν μπορεί να θεωρηθεί αμιγώς ως κεντρώα.

Πόσο μάλλον όταν το ΕΛΚ διατηρεί ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με το ECR, και η απερχόμενη πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, έχει στο παρελθόν απολαύσει την ανοιχτή στήριξη της Τζόρτζια Μελόνι. Τώρα βέβαια η Μελόνι, μεθυσμένη από τη σαρωτική νίκη της στην Ιταλία, όπου οι Frattelli D’Italia αναδείχθηκαν πρώτη δύναμη με πάνω από 28% (έναντι 6,4% στις προηγούμενες ευρωεκλογές και 26% στις εθνικές), κρατάει αποστάσεις από την επικεφαλής του ΕΛΚ, λέγοντας ότι είναι νωρίς να αποφασίσει αν θα τη στηρίξει σε μια δεύτερη θητεία.

«Τα Ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα είναι ενωμένα στην προσπάθειά τους για ισχυροποίηση της εγχώριας οικονομίας κάθε χώρας. Όμως  ακριβώς αυτή η εθνικιστική προοπτική  δημιουργεί διχασμό μεταξύ τους»

Σύγχυση για τις οικονομικές θέσεις της ακροδεξιάς

Αν η κοινή στάση στο μεταναστευτικό, η στήριξη στην παραδοσιακή οικογένεια, η έμφαση στην αυτονομία των κρατών-μελών έναντι της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ακόμα και η αμφισβήτηση επί μέρους πτυχών της Πράσινης Συμφωνίας, ενώνει τα κόμματα της ακροδεξιάς, δεν συμβαίνει απαραίτητα το ίδιο με τις οικονομικές τους θέσεις.

Όπως σημειώνει σε ανάλυσή του για την οικονομική πλατφόρμα της Ευρωπαϊκής ακροδεξιάς,  ο Φίλιπ Ράθγκεμπ, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, μία από τις εσωτερικές διαιρέσεις εντός των ακροδεξιών κομμάτων είναι η αντίθεση Βορρά-Νότου:

«Τα Ευρωπαϊκά ακροδεξιά κόμματα είναι ενωμένα στην προσπάθειά τους για ισχυροποίηση της εγχώριας οικονομίας και την αποκατάσταση της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας κάθε χώρας. Όμως είναι ακριβώς αυτή η εθνικιστική προοπτική που δημιουργεί διχασμό μεταξύ τους.

»Σε χώρες που πλήττονται περισσότερο από τις οικονομικές επιπτώσεις της ευρωπαϊκής πολύ-κρίσης, το αίτημα για μια πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική και για  έκδοση κοινών ευρω-ομολόγων για το χρέος μπορεί να είναι μέσα για την αποκατάσταση της οικονομικής κυριαρχίας», υποστηρίζει ο καθηγητής. «Αυτή η θέση συνήθως εκφράζεται  (σ.σ. και από την ακροδεξιά) σε χώρες της νότιας Ευρώπης με δημοσιονομικό έλλειμμα. Αντίθετα, τα ίδια μέτρα μπορεί να  θεωρηθούν παρέμβαση στην εσωτερική πολιτική, στις χώρες με δημοσιονομικό πλεόνασμα», συμπληρώνει ο ίδιος.

Το χάσμα Βορρά-Νότου

Σε άρθρο του στο επιστημονικό περιοδικό Intereconomics (Επιθεώρηση των Ευρωπαϊκών Οικονομικών Πολιτικών),  φέρνει το παράδειγμα των γερμανόφωνων χωρών, όπου τα ακροδεξιά κόμματα απέρριψαν την έκδοση κοινού ευρω-ομολόγου για το χρέος ή τα κορονο-ομόλογα. Όπως, αντίστοιχα, απέρριψαν τα δημοσιονομικά αντισταθμίσματα σε κράτη-μέλη που επλήγησαν από τις επιπτώσεις της πανδημίας του Covid-19. Χαρακτηριστικά αναφέρει το σύνθημα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) «Τα χρήματα των δικών μας φόρων, για τους δικούς μας ανθρώπους».

Από την άλλη, τα ακροδεξιά κόμματα στη Νότια Ευρώπη,  ιδίως στη Γαλλία, δεν θεωρούν τη λεγόμενη «αμοιβαιοποίηση» του δημόσιου χρέους ως εξωτερική παρέμβαση στην εθνική κυριαρχία, αλλά τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες που θέτει η ΕΕ, υπογραμμίζει  ο καθηγητής.

(Οικονομικά) σύννεφα στην ακροδεξιά οικογένεια

Υπό αυτό το πρίσμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η απόφαση της Μαρίν Λεπέν να δώσει «κόκκινη κάρτα» στην Εναλλακτική για τη Γερμανία από τον ακροδεξιό συνασπισμό Tαυτότητα και Δημοκρατία  δεν οφείλεται μόνο στα όψιμα «αντιφασιστικά» της ανακλαστικά, μετά την αποκάλυψη ότι στελέχη του AfD συμμετείχαν σε διάσκεψη με νεοναζί. Πίσω από τις ιδεολογικές συγκρούσεις, και οι ακροδεξιοί «ψηφίζουν με την τσέπη», όπως λέει το γνωστό ρητό. Από τη μία εμφανίζονται ότι υπερασπίζονται τα οικονομικά δικαιώματα ασθενέστερων στρωμάτων με παραδοσιακές-συντηρητικές αντιλήψεις, παρουσιάζοντας ως εχθρούς πότε τους μετανάστες και το λεγόμενο κίνδυνο της «Ισλαμοποίησης» (όπως κάνουν η Λεπέν και ο Γκερτ Βίλντερς), πότε τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών ή ακόμα και την Πράσινη συμφωνία για το κλίμα. Από την άλλη, υπηρετούν τα συμφέροντα των οικονομικών ελίτ κάθε χώρας, τα οποία δεν είναι πάντα ταυτόσημα μεταξύ τους.

Αν όμως η βασική ελπίδα των δημοκρατικών – φιλοευρωπαϊκών κομμάτων για να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους είναι οι εσωτερικές έριδες της ακροδεξιάς, αυτό μόνο καλό σημάδι δεν είναι. Ούτε για την Ευρώπη, ούτε για τη δημοκρατία.