Μια που ήρθαν τα πράγματα έτσι ώστε να τον μελετήσουμε, όπως έλεγαν άλλοτε, δηλαδή να τον φέρουμε στον νου μας, καλύτερο μου φαίνεται να ασχοληθούμε αμέσως με την περίπτωσή του. Εμίλησα άλλοτε για τα «ακριτικά» χαρακτηριστικά της ελληνικής παιδείας: η επαφή με το ξένο, η προστριβή μαζί του, προκαλεί χρήσιμες και γόνιμες αντιδράσεις στην παιδεία μας· τούτο, συνδυαζόμενο με άλλες ιδιότητες της φυλής μας, φέρνει ένα αποτέλεσμα, που πρέπει πάντοτε να το λογαριάζουμε, πολύ συχνά οι εργασίες των νέων στην Ελλάδα να είναι περισσότερο αξιόλογες από εκείνες τις οποίες οι ίδιοι αυτοί νέοι παρουσιάζουν στην ωριμότητά τους. Από εκεί και πέρα άλλοι στειρεύουν, άλλοι αναμηρυκάζουν. Άλλοι βολεύονται στις αδυναμίες τους, στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία, στα αγοραία συνθήματα. Ο Γεώργιος Μιστριώτης υπέκυψε κι’ αυτός στον εριστικό χαρακτήρα του, στην γοητεία της εξωτερικής επιτυχίας, σε μια πολύ επικίνδυνη τάση αυτοπροβολής. Θα μπορούσε να είχε γίνει ένας χρήσιμος διδάσκαλος σε μιαν εποχή η οποία τον εχρειαζόταν, για να συντονισθεί το ελληνικό περπάτημα με το δυτικό, γιατί με τέτοιες υποσχέσεις είχε ξεκινήσει· αντί γι’ αυτό, παρασύρθηκε από την επικαιρότητα την οποία θέλησε να εξυπηρετήσει.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.9.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Γεννημένος στα 1840, όταν έγινε καθηγητής του Πανεπιστημίου σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών, εβρέθηκε ξαφνικά μέσα στην οξύτερη κρίση από όσες εγνώρισε η μεταγενέστερη ελληνική παιδεία: το Βυζάντιο δεν έχει ακόμη τοποθετηθεί εκεί όπου η μεγαλοφυΐα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου θα το εντάξει μέσα στην διαδοχή του ελληνικού χρόνου· οι δυνάμεις του διαφωτισμού και του αρχαϊσμού δίνουν την τελευταία τους μάχη, όπου θα νικηθούν, αλλά εισερχόμενες και αυτές μέσα στην σύνθεση των νέων καταστάσεων οι οποίες θα κατευθύνουν την μοίρα του νέου ελληνισμού. Θυμίζω ότι εκείνον τον ίδιο χρόνο, το 1868, ο Παύλος Καλλιγάς (σ.σ. πολιτικός, πανεπιστημιακός και συγγραφέας, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, 1814-1896) ενώνει σε μία έντονη αποδοκιμασία την μνήμη του Βυζαντίου και τον υπερασπιστή της, τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Ο Γεώργιος Μιστριώτης εισάγεται στην Φιλοσοφική Σχολή από την πύλη του αρχαϊσμού και του διαφωτισμού: Καστόρχης (σ.σ. ο Ευθύμιος Καστόρχης, 1810-1889, διετέλεσε πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και καθηγητής Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών), Κουμανούδης· πρώτη του σημαντική εκδήλωση σε έναν τομέα που δεν ανήκει στην ειδικότητά του, είναι η εισήγησή του στον ποιητικό διαγωνισμό του 1871. Εκεί εκδηλώνει ένα πνεύμα φωτισμένο και χωρίς παρωπίδες· η αισθητική του δεν είναι υπερβατική: έχει σταθερά υπόψη της τον παράγοντα της ιστορίας. Χαρακτηριστικό, άλλωστε, είναι ότι δύο χρόνια αργότερα, με τον ίδιον εισηγητή βραβεύεται προδρομικό έργο μέσα στο κλίμα του πεισιθάνατου ρωμαντισμού, μία συλλογή γεμάτη κέφι, «Η φωνή της καρδιάς μου» του Δημητρίου Καμπούρογλου (σ.σ. λογοτέχνης, ιστοριογράφος και ακαδημαϊκός, 1852-1942).


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 19.9.1969, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Μα είμαστε ακόμη στον Μάιο του 1871. Έναν μήνα αργότερα είναι η εκλογή των πρυτανικών αρχών· πλειοψηφεί ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, αλλά κάποιοι περίεργοι υπολογισμοί αιτιολογούν τον διορισμό παλαιού αντιπάλου του, του Ε. Καστόρχη. Μια μερίδα του Τύπου αποδοκιμάζει την ενέργεια. Τότε δημοσιεύονται δύο ανώνυμα μεγάλα άρθρα, όπου μεταξύ άλλων λέγεται ότι ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος «αγωνίζεται να περιπλέξη εις τας χείρας αυτού την περιουσίαν του Πανεπιστημίου»· η εφημερίδα πειθαναγκάζεται να αποκαλύψει τον συντάκτη των άρθρων: είναι ο Μιστριώτης. Ακολουθούν δύο προσκλήσεις σε μονομαχία, από τις οποίες η μία από τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, τον γιο του ιστοριογράφου· μα ο Μιστριώτης αρνείται να μονομαχήσει υπάρχει και σχετικό πρωτόκολλο δημοσιευμένο με το επιχείρημα ότι η μονομαχία είναι «άλογον λείψανον του μέσου αιώνος».


Στα επόμενα χρόνια η υπόθεση έμπλεξε πολύ περισσότερο, όταν ο Μιστριώτης ενυμφεύθηκε την θυγατέρα του Νικολάου Σαριπόλου, ο οποίος, βίαιος όσο και ο γαμβρός του, είταν προσωπικά, πολιτικά και ιδεολογικά αντίθετος με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο: νομίζω ότι μπορούμε με βεβαιότητα να αποδώσουμε σ’ εκείνον ένα λιβελλογράφημα ανώνυμο, όπου ο εθνικός ιστορικός, ο οποίος είχε πια τότε τελειώσει την μεγάλη του Ιστορία, αποκαλείται «διεθνής επαίτης το επάγγελμα» και «των εν Ελλάδι πανσλαυϊστών ο κορυφαίος». Θα χρειασθεί πολύς καιρός να περάσει ώσπου ο φιλόλογος και ο ιστοριογράφος, διδάσκοντας στην ίδια Σχολή, να βρουν κάποιον τρόπο ο οποίος να επιτρέπει την συνύπαρξη. Αυτή, ουσιαστικά, μπόρεσε να πραγματοποιηθεί με την επικράτηση των θέσεων του εθνικού ιστοριογράφου και την στροφή των όπλων του Γ. Μιστριώτη προς άλλους στόχους.


Έτσι, θα ετελείωνε εδώ το κεφάλαιο αυτό της ιστορίας μας, αν η φορά των πραγμάτων δεν του προσέθετε ένα χαρακτηριστικό επιμύθιο: όταν απέθανε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (σ.σ. το 1891), πρύτανης είταν ο Μιστριώτης. Ο τελευταίος αυτός αναγκάσθηκε, λοιπόν, και να προσφωνήσει τον νεκρό διδάσκαλο, καταθέτοντας στέφανο στην κηδεία του, και να μνημονεύσει με τα αρμόζοντα λόγια στην έκθεσή του τον θάνατο του μοναδικού μας ιστοριογράφου. Ό,τι του είχε αρνηθεί πριν από είκοσι χρόνια, από την άποψη την επιστημονική, έπρεπε τώρα να του το αναγνωρίσει: «υπελείφθη η ελληνική νεολαία, ήτις επί ήμισυν αιώνα εδιδάχθη τους άθλους των προγόνων αυτής, και υπελείφθη σύμπαν το ελληνικόν γένος, όπερ τιμά τον άνδρα…»

*Επιφυλλίδα του Κ. Θ. Δημαρά αφιερωμένη στον Γεώργιο Μιστριώτη. Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 1969.

Ο γεννημένος στην Τρίπολη Μιστριώτης υπήρξε διαπρεπής ελληνιστής και αρχαϊστής, καθηγητής Ελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.


(Πηγή: history.arsakeio.gr)

Έμεινε στην ιστορία ως ενθουσιώδης και αδιάλλακτος υπέρμαχος της καθαρεύουσας (του λεγόμενου καθαρεύοντος λόγου), την οποία υποστήριξε με όλες του τις δυνάμεις και με όλους τους τρόπους στον αγώνα του εναντίον των δημοτικιστών της εποχής του.


Ο Μιστριώτης διετέλεσε, μεταξύ άλλων, πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, αντιπρόεδρος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας.


Ο Γεώργιος Μιστριώτης έφυγε από τη ζωή στις 10 Ιουνίου 1916, σε ηλικία 76 ετών.