Γιάννης Μαρκόπουλος: Εδώ γίνεται το χαρμάνι
Όλα μας τα τραγούδια που είναι δυνατά και ακατάλυτα βγήκαν απ' την ανάγκη
- Η Χεζμπολάχ απάντησε στην πρόταση εκεχειρίας των ΗΠΑ - Στον Λίβανο ο Χοχστάιν για να «κλείσει» συμφωνία
- ΣΥΡΙΖΑ ώρα μηδέν, κρίνεται η θέση της αξ. αντιπολίτευσης – Debate και δημοσκοπήσεις βγάζουν πρόεδρο
- Παγιδευμένοι στα δάνεια σε ελβετικό φράγκο - Τι περιμένουν 200.000 οικογένειες
- Ο Κασσελάκης ανακοίνωσε ψηφοφορία για το όνομα του κόμματός του
Ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος είναι ένα πολυσυζητημένο πρόσωπο τα τελευταία χρόνια, μετά την απουσία από την ελληνική μουσική του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Στην αρχή ο νέος συνθέτης φαινόταν ότι ακολουθούσε τον δρόμο τους, αλλά σιγά-σιγά διαφοροποιήθηκε, φτάνοντας σε ορισμένες απόψεις (που υλοποιήθηκαν στα τραγούδια του της τελευταίας τριετίας) για τις οποίες από άλλους επαινέθηκε και από άλλους επικρίθηκε — κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε την παραδοσιακή μας μουσική.
[…]
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 28.10.1972, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
— Μπορείς να δώσης ένα χαρακτηρισμό στη μουσική σου; Είναι έντεχνη με παραδοσιακά στοιχεία, σύγχρονη λαϊκή; Τι είναι;
— Ο όρος έντεχνη είναι χρησιμοποιημένος από μένα στα σημειώματα των «Ριζίτικων» και έχει την έννοια του ανθρώπου που η δουλειά του είναι να παίρνη υλικά απ’ τη φύση και να κατασκευάζη ή πολλές φορές να ανανεώνη. Οπωσδήποτε το τραγούδι είναι έντεχνη κατάκτηση, όπως το σπίτι. Διαλέγεις υλικά και το χτίζεις σύμφωνα με τις ανάγκες. Το ομαδικό τραγούδι είναι νόμος πολλών μ’ ένα συντονιστή. Πριν από κάθε τραγούδι βρίσκεται ο συνθέτης, όπως και πίσω από κάθε σπίτι ο χτίστης του. Θα ήταν παράλογο να πούμε ότι δεν υπάρχει. Οι επόμενοι, αν δεν προσθέσουν τίποτα, διατηρούν πάντως τα τραγούδια του παλιού συνθέτη-ποιητή. Όλα μας τα τραγούδια που είναι δυνατά και ακατάλυτα βγήκαν απ’ την ανάγκη. Όχι ανάγκη, όχι τραγούδι. Κι’ αν η ανάγκη είναι φοβερή ομαδική έκρηξη γεγονότων, όπου ζωή και θάνατος είναι αλογάριαστες έννοιες, τότε έχουμε μεγάλα τραγούδια. Σήμερα δεν άλλαξε η ανάγκη για να βγη ένα τραγούδι με τα συστατικά που κουβαλά ο καθένας μας. Τραγούδια που δεν βγαίνουν από μια ανάγκη και δεν εκφράζουν αυτά που συμβαίνουν είναι κατάλοιπα και αντιπροσωπεύουν το καυσαέριο στον καθαρό αέρα που αναπνέουμε. Κάνω αυτόν τον παραλληλισμό γιατί το δηλητήριο και η μόλυνση δεν φαίνονται.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 28.10.1972, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
— Μαζί με τα ανατολίτικα όργανα χρησιμοποιείς και δυτικά, κιθάρα…
— Τίποτα δεν είναι δυτικό. Ακόμα και το αρμόνιό τους, το εκκλησιαστικό όργανό τους, τους το δάνεισαν οι δικοί μας πρόγονοι. Αρκετά με τη Δύση. Οι άνθρωποί της είναι καλοί πελάτες μας και μελετητές του πολιτισμού μας, τίποτ’ άλλο…
— Ο Μότσαρτ, ο Μπαχ…
— Δεν θ’ απαντήσω ευθέως. Φοβάμαι να πω αυτά που αισθάνομαι. Στη μουσική μας υπάρχουν τριακόσιοι δρόμοι. Η Δύση έχει μόνο δύο, τον μείζονα και τον ελάσσονα. Φτιάξανε ένα οικοδόμημα που… ας σταματήσω. Οι καλόγεροι του Βυζαντίου, που είχαν τα άγια της Ασίας, τους κορόιδευαν. Δεν σου λέω τίποτα άλλο. Μ’ αρέσει πιο πολύ μια δωρική κολόνα από μια γοτθική εκκλησία.
— Έχεις σπουδάσει στο ωδείο δυτική μουσική.
— Πριν σπουδάσω έψελνα στον Άη Γιώργη στην Ιεράπετρα και κρατούσα τους ρυθμούς στις λύρες. Έπαιζα λαϊκό βιολί και νταούλι. Παίζω φλογέρα και κλαρίνο, ξέρω λίγο λαούτο. Προσπάθησαν να μ’ ευνουχίσουν στα ωδεία 10 χρόνια. Βγήκα λίγο άρρωστος, και είμαι κάπως ακόμα. Τη γλύτωσα φτηνά όπως ο φίλος μου ο Νίκος Στεφάνου στο αεροπλάνο (σ.σ. ο εικαστικός Νίκος Στεφάνου ήταν ένας από τους διασωθέντες αεροπορικού δυστυχήματος που είχε συμβεί λίγες ημέρες νωρίτερα από τη συνέντευξη, στις 21 Οκτωβρίου 1972). Ξέρω την ευρωπαϊκή σημειογραφία, αλλά πιο καλά ξέρω την ντόπια μουσική μας, που η τύχη ή η θέση της χώρας μας έφτιαξε. Η Ασία κουβάλησε και κουβαλά ακόμα χιλιάδες ακούσματα. Η Αφρική χιλιάδες ρυθμούς και πρωτόγονους όγκους. Εδώ γίνεται το χαρμάνι. Είμαστε ένα θέατρο. Από δεξιά κι’ αριστερά μπαίνει ο χορός της Ασίας και της Αφρικής. Η υπόθεση φτιάχνεται και θα φτιάχνεται απ’ αυτά τα υλικά. Στις κερκίδες πάντοτε θα είναι οι Ευρωπαίοι.
— Αυτό σημαίνει ότι δεν επιδοκιμάζεις την δουλειά των άλλων συνθετών στην Ελλάδα;
— Ο καθένας κάνει τη δουλειά του και είναι σεβαστή, έστω κι’ αν είναι καυσαέριο. Αν το νοιώση, σταματά κι’ αλλάζει δουλειά.
— Το κοινό δεν νομίζεις ότι μπορεί ν’ αντιληφθή σωστά και να κατατάξη;
— Η λαϊκή τάξη είχε και έχει τους δικούς της συνθέτες. Ας πούμε ότι οι εργάτες διασκέδαζαν με τα τραγούδια του Τσιτσάνη και του Βαμβακάρη. Η αστική τάξη με τον Αττίκ και τον Γούναρη. Ο Χατζηδάκις (πιο μπροστά απ’ αυτόν ο Τσαρούχης, ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος, που αναφέρει σ’ ένα παλιό ποίημά του τη λαϊκή τραγουδίστρια Μαρίκα Πολίτισσα, ανακάλυψαν το λαϊκό τραγούδι) είναι ο κομφερανσιέ, με την καλή έννοια, της ρεμπέτικης μουσικής στην αστική τάξη. Η λαϊκή τάξη ούτε έχασε ούτε κέρδισε. Η αστική, όμως, αμέσως αντικατέστησε τους ελαφροσυνθέτες με τον Χατζηδάκι, και καλώς.
— Τα δικά σου τραγούδια πού απευθύνονται; Δεν απευθύνονται στους αστούς;
— Σήμερα φτάσαμε σε μια αταξική κοινωνία. Θέλω να πω: τα παιδιά των εργατών με τα παιδιά των αστών είναι φίλοι και έχουν τα ίδια προβλήματα. Μέσα εκεί γράφω. Έχω μαζί τους τα ίδια προβλήματα. Αν θέλεις, κουβαλώ παλιές τους μνήμες. Εγώ ποτέ όμως δεν θα πω ότι ο τόπος μας είναι γνωστός στη Δύση από το ούζο, τα «ώπα» και τα συρτάκια. Κι’ αν δε μας μάθουν, δε γίνουμε γνωστοί, δεν πειράζει καθόλου. Είμαστε εδώ γνωστοί.
— Το μεγάλο κοινό, όμως, σήμερα ακούει τραγούδια του Βοσκόπουλου.
— Όλα συνυπάρχουν. Ο κόσμος θα το κρίνη καλύτερα. Οι χιλιάδες συγγραφείς δεν έθαψαν την αλήθεια του Μακρυγιάννη. Εγώ έχω πάνω στο τραπέζι μου τη φωτογραφία του φίλου μου του Νίκου Ξυλούρη.
— Απ’ όσα λες φαίνεται ότι σέβεσαι πολύ τη δημοτική μουσική…
— Δημοτική μουσική δεν υπάρχει. Έχουμε δύο μουσικές. Τη θρησκευτική και την κοσμική. Η κοσμική είναι ελεύθερη, η θρησκευτική μόνη της έφτιαξε τους νόμους της. Έβγαλε το ρυθμό, τα όργανα, τους βακχικούς δρόμους, για να αποκτήση μυσταγωγία.
[…]
*Αποσπάσματα από συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος στον Γ. Κοντογιάννη και στην εφημερίδα «Το Βήμα» το 1972. Το σχετικό άρθρο είχε δημοσιευτεί στο φύλλο που είχε κυκλοφορήσει το Σάββατο 28 Οκτωβρίου 1972.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος έφυγε από τη ζωή πριν από έναν ακριβώς χρόνο, σε ηλικία 84 ετών.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις