Γ. Π. Σαββίδης: Τα όσα αρνήθηκα
Έδωσε το παράδειγμα με τον τρόπο της ζωής του
- Τι είναι το shutdown της αμερικανικής κυβέρνησης και τι είναι το ταβάνι του χρέους;
- Όταν ο Μακρόν αποκαλούσε το Πρωθυπουργικό Μέγαρο «το κλουβί με τις τρελές»
- Έκλεβαν πολυτελή οχήματα SUV και τα πωλούσαν στο εξωτερικό – Το αιματηρό επεισόδιο με τον αρχηγό της σπείρας
- Πώς η υπόθεση Πελικό έδωσε άλλες διαστάσεις στη σεξουαλική βία
Ο πατέρας του καθενός είναι εξ ορισμού μοναδικός. Είχα την ευτυχία (όπως και ο αδελφός μου) ο δικός μου πατέρας να είναι ο Γιώργος Σαββίδης, και να είναι συνάμα και δάσκαλός μου και φίλος, πραγματικός, ιδίως τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Στους μαθητές του (και στα παιδιά του) ο Γιώργος Σαββίδης μετέδωσε την αγάπη του για την ελληνική γλώσσα και τη λογοτεχνία. Μετέδωσε επίσης την αγάπη του για την πατρίδα του και τους ανθρώπους της. Όπως όλοι οι σωστοί δάσκαλοι, δεν περιορίστηκε στην από έδρας διδασκαλία, αλλά έδωσε το παράδειγμα με τον τρόπο της ζωής του. Αυτό το ξέρω από πρώτο χέρι· ξέρω πόσο μετρούσε την αξία της φιλίας και της σκληρής δουλειάς, και ξέρω καλά την ευσυνειδησία και την ακεραιότητά του — καθώς και τη γενναιοδωρία και την ευγένεια που τον διέκριναν. Αν καμιά φορά εγώ τα θαλάσσωνα, το λάθος δεν ήταν του δασκάλου μου.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.6.1995, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ως καθηγητής ο Γ. Π. Σαββίδης ήταν κατά γενική ομολογία χαρισματικός — συνταξιούχος πια, μου είπε έναν από τους πολλούς λόγους για τους οποίους αγαπούσε τη Θεσσαλονίκη, όπου είχε διδάξει για δεκατρία χρόνια: «Περπατώ στο δρόμο και με χαιρετούν άγνωστοί μου άνθρωποι, και λένε πόσο χαίρονται που με βλέπουν. Όταν καταλαβαίνουν ότι δεν τους θυμάμαι, μου λένε ότι είναι παλιοί φοιτητές μου». Όσοι έχουν ποτέ διδάξει, καταλαβαίνουν τι δικαίωση είναι αυτή.
Σε ένα προσωπικό σχόλιο, ο Καβάφης σημείωνε πως «θα με καταλαμβάνουν το πληρέστερον, απ’ τα όσα αρνήθηκα». Με αυτό το σκεπτικό, η ζωή του Γιώργου Σαββίδη είχε τρεις καθοριστικές αρνήσεις:
Πρώτα, αρνήθηκε να παραμείνει καθηγητής στο αγαπημένο του Αριστοτέλειο «για λόγους ακαδημαϊκής και ηθικής τάξεως» το 1971, όταν η δικτατορία και οι λακέδες της αλώνιζαν πια ανεξέλεγκτοι (θυμάμαι, βέβαια, τον ενθουσιασμό του όταν επανήλθε το 1974, και την απογοήτευσή του και την εθελουσία έξοδο το 1983). Ύστερα, σε διερευνητική ερώτηση εκπροσώπου της Ακαδημίας Αθηνών, αρνήθηκε να θέσει υποψηφιότητα, θεωρώντας αδιανόητο να γίνει αυτός μέλος της πριν από τον δάσκαλό του Κ. Θ. Δημαρά. Τέλος, η άρνησή του να παραμείνει στην Αμερική όταν το πανεπιστήμιο Harvard τού επρότεινε μονιμότητα, ήταν μια απόφαση δύσκολη αλλά χαρακτηριστική: επέστρεψε να διδάξει στην Ελλάδα, θεωρώντας ότι εδώ ήταν πιο χρήσιμος.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 18.6.1995, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τότε μου είχε εξηγήσει την απόφασή του και μου είχε αναφέρει κι έναν στίχο τού e e cummings (ο Edward Estlin Cummings, 1894-1962, ευρέως γνωστός ως e e cummings ή E. E. Cummings, ήταν αμερικανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας και ζωγράφος), που έλεγε I have nothing against Boston, but I wouldn’t want to die there. Λίγα χρόνια αργότερα, πριν ξεκινήσει για την πρώτη εγχείρηση καρδιάς στη Βοστώνη, του θύμισα αυτόν τον στίχο. «Κανόνισε», του είπα, και αυτός χαμογέλασε.
Ένας άνθρωπος που έχει κάμει δύο εγχειρήσεις καρδιάς δεν είναι ανυποψίαστος ή απροετοίμαστος για τα χειρότερα. Ως συνήθως, ο πατέρας μου το διασκέδαζε· πριν φύγει για τη δεύτερη εγχείρηση, που έγινε στην Αγγλία, μας εμάζεψε και μας είπε πως αν πεθάνει εκεί, να τον κάψουμε, για να μην κουβαλάμε πτώματα. Μέσα στο γενικό μούδιασμα, είδα τη λάμψη στο βλέμμα του και του είπα πως είναι μια εξαιρετική ιδέα, αφού έτσι θα μπορώ μετά να πωλώ βαζάκια με τη στάχτη του στους θαυμαστές του. «Θα φθάσει όμως η στάχτη μου για όλους;» ρώτησε περιπαικτικά. «Και ποιος σου είπε πως θα πωλώ αυθεντική στάχτη Σαββίδη;» «Άξιος!» ανεφώνησε, και σκάσαμε στα γέλια.
Γελάγαμε το λοιπόν και με τον θάνατο. Σαν ήλθε αυτός κοντύτερα, συνεχίσαμε να γελάμε, λιγότερο δυνατά. Όταν έμεινε μόνος του σε ένα μεγάλο σπίτι και άρχισαν οι σωματικές του δυνάμεις να τον εγκαταλείπουν, τον ρώτησα αν ήθελε να πάω να μείνω μαζί του. Και πάλι χαμογέλασε, και μετά από μια μικρή παύση μού είπε «όχι ακόμα».
Μετά το περσινό τρομακτικό επεισόδιο που τον έστειλε στην εντατική, έγινε πιο γλυκύς και ευσυγκίνητος. Οι κουβέντες μας ήσαν διαφορετικές, και μόνον ένας βλάκας σαν κι εμένα δεν θα καταλάβαινε ότι ο πατέρας μου ήταν όχι απλώς υποψιασμένος, αλλά σίγουρος. Και ήρεμος. Κοιταζόμασταν και μιλάγαμε στα ίσια με μια σχέση καθαρή, αντρική, μέχρι την τελευταία στιγμή — δεν μου χαριζότανε και δεν του χαριζόμουνα. Όχι ότι μου έδινε πολλές αφορμές για να του χαριστώ, αλλά έτσι είχαμε διαλέξει να ζήσουμε, και δεν θα αφήναμε κάτι ασήμαντο σαν τον θάνατο να μας αλλάξει τη ζωή.
Ο γιατρός του μας είχε πει πως η υγεία του ήταν τόσο βεβαρημένη, ώστε η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή. Την περασμένη Κυριακή, μετά από μια λαμπρή τελετή στη Λευκάδα την προηγουμένη, πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Στο σπίτι του Δημήτρη και της Diana στην παραλία του Λόγγου, όπου σταμάτησε, η κλωστή αυτή έσπασε. Έσπασε ξαφνικά και καθαρά, όπως τα λέει ο Όμηρος: εν καθαρώ, όθι κύματ’ επ’ ηιόνος κλύζεσκον· εύτε τον ύπνος έμαρπτε, λύων μελεδήματα θυμού*.
Αυτά —τα τόσο ουσιώδη και τόσο συγκινητικά— είχε γράψει ο φιλόλογος Μανόλης Σαββίδης για τον εκλιπόντα πατέρα του, λίγες μόλις ημέρες μετά το θάνατό του. Το κείμενό του είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 18 Ιουνίου 1995.
Ο Γιώργος Πάνου Σαββίδης, ευρέως γνωστός ως Γ. Π. Σαββίδης, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 1929.
Ο διαπρεπής μελετητής και καθηγητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και τις συνέχισε στο King’s College του Κέιμπριτζ και στο Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ Φιλολογίας το 1966 με τη διατριβή «Οι καβαφικές εκδόσεις 1891-1932».
Διετέλεσε έκτακτος καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από το 1966, παραιτήθηκε δε για λόγους ακαδημαϊκής και ηθικής τάξεως το 1971.
Επανήλθε το 1974 ως τακτικός καθηγητής για άλλα εννέα χρόνια (εθελουσία έξοδος).
Διετέλεσε, επίσης, μόνιμος επισκέπτης καθηγητής της Έδρας Νεοελληνικών Σπουδών Γιώργου Σεφέρη στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ από το 1977 έως το 1984 (οικειοθελής παραίτηση).
Τα επιστημονικά δημοσιεύματα του Σαββίδη ξεκίνησαν το 1951.
Ο Σαββίδης συνεργάστηκε με πολλά έντυπα (κυρίως, «Tο Bήμα» και «Tα Nέα»), ενώ επιμελήθηκε με υποδειγματικό τρόπο εκδόσεις ποιημάτων του Σεφέρη, του Kαβάφη, του Kαρυωτάκη, του Σικελιανού, του Bαλαωρίτη, του Δαπόντε και άλλων.
Ο Γ. Π. Σαββίδης απεβίωσε στο Λόγγο Αχαΐας στις 11 Ιουνίου 1995.
* [Ο Αχιλλέας ξάπλωσε στενάζοντας] σε πλάτωμα ανοιχτό, κει που ’σπαζε στο γιαλό το κύμα· κι ο ύπνος τον πήρε, λύνοντάς του τις έγνοιες της ψυχής (Ιλιάδα, ραψωδία Ψ).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις