Οι ευρωπαϊκές εκλογές τελείωσαν με την Ακροδεξιά όχι μόνο να κλέβει την παράσταση όπως αναμενόταν, αλλά να προκαλεί και κυβερνητικές κρίσεις, όπως δεν αναμενόταν. Το παγκόσμιο ενδιαφέρον από απόψεως εκλογικών αναμετρήσεων στρέφεται στην αναπάντεχη αναμέτρηση της 30ής Ιουνίου στη Γαλλία και αμέσως μετά στην αμερικανική προεδρική εκλογή. Και στις δύο αναμετρήσεις θα έχουμε μια επανάληψη του σκηνικού των ευρωεκλογών: μια οντολογική αμφισβήτηση της πολιτικής και των πολιτικών που την υπηρετούν με βάση τις αρχές της πλουραλιστικής, αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Στη Γαλλία ο Εμανουέλ Μακρόν αποφάσισε να πάρει το μεγάλο ρίσκο της ακυβερνησίας, σε περίπτωση που οι ψηφοφόροι τον αναγκάσουν σε μια πολιτική συγκατοίκηση (cohabitation) με τον Ζορντάν Μπαρντελά, το «πουλέν» της Μαρίν Λεπέν που σάρωσε στην αναμέτρηση της Κυριακής για την Ευρωβουλή. Εξυπακούεται ότι οι επιπτώσεις μιας τέτοιας προοπτικής θα είναι για ολόκληρη την Ευρώπη από συγκλονιστικές έως διαλυτικές.

Στις ΗΠΑ ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν διεκδικεί μια δεύτερη προεδρική θητεία απέναντι σε έναν φτηνό λαϊκιστή και αδίστακτο δημεγέρτη, που έχει απέναντί του ως αντίπαλο. Ούτε αυτός είναι άμοιρος ευθυνών για το κύμα θεσμικής αμφισβήτησης που σαρώνει τη χώρα του. Σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες, ο Μπάιντεν έχει ωστόσο να αντιτάξει την οικονομία. Μιλάμε για το εκλογικό υπερ-όπλο που εκλαΐκευσε προ τριακονταετίας ο σύμβουλος του προέδρου Κλίντον, Τζέιμς Κάρβιλ με την περιβόητη ατάκα «it’s the economy stupid».

Στη συγκεκριμένη συγκυρία η ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας με τους υψηλούς, συγκριτικά με την Ευρώπη, ρυθμούς ανάπτυξης δεν συνοδεύεται μόνο με την άνθιση της Wall Street, αλλά και με μια μεγάλη ευρωστία της αγοράς εργασίας. Θα υπέθετε κανείς ότι δεν ευημερούν μόνο οι αριθμοί, αλλά και οι άνθρωποι. Δυστυχώς για τον Μπάιντεν, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Φαίνεται πως ούτε η ανθεκτική οικονομία ούτε η ισχυρή αγορά εργασίας αρκουν για να ανακόψουν το αντιθεσμικό κύμα της αμφισβήτησης.

Περιμένοντας τη Fed

«Ο πρόεδρος Μπάιντεν προεδρεύει ενώ η δημιουργία θέσεων εργασίας έχει προσλάβει τόσο εκρηκτικούς ρυθμούς που θα εξασφάλιζαν την επανεκλογή οποιουδήποτε προκατόχου του στη μεταπολεμική εποχή. Αλλά μπορεί να μην είναι αυτό αρκετό να κερδίσει μια δεύτερη θητεία λόγω μιας απλής αλήθειας για την οικονομία της Αμερικής μετά την πανδημία Covid: οι ψηφοφόροι φαίνεται να ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για τις υψηλές τιμές των καταναλωτικών αγαθών στην αγορά παρά για τις πολλές δουλειές που υπάρχουν», γράφει ο Τζιμ Τάνκερσλι στους «New York Times».

Η εικόνα έχει ως εξής: η αμερικανική αγορά εργασίας δείχνει πιο εύρωστη από την εποχή του προέδρου Λίντον Τζόνσον, εδώ και σχεδόν εξήντα χρόνια δηλαδή, η ανεργία έχει σταθεροποιηθεί στο 4% και χαμηλότερα. Επικρατούν δηλαδή στις ΗΠΑ συνθήκες πλήρους απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, ενώ και ο ρυθμός ανάπτυξης είναι μακράν υψηλότερος από εκείνο των μεγάλων οικονομιών της Ευρώπης. Το 2023 έκλεισε με αύξηση 3,4% του ΑΕΠ. Το πρώτο εξάμηνο του 2024 η ανάπτυξη έπεσε στο 1,6%, αλλά η μεγάλη πτώση αντισταθμίστηκε από τη μεγαλύτερη από την αναμενόμενη αύξηση των εξαγωγών και της συνολικής ζήτησης.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι ταυτόχρονα ο πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας 40ετίας και επιμένει (3,5% το Μάρτιο από 3,2% το Φεβρουάριο). Η συγκυρία αυτή, υψηλός πληθωρισμός και ισχυρή αγορά εργασίας, έχει μια πολύ αρνητική πολιτική επίπτωση για τη διακυβέρνηση Μπάιντεν: εμποδίζει την Κεντρική Τράπεζα (Fed) να προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων και να δρομολογήσει εξελίξεις για τις οποίες αδημονούν οι Αμερικανοί ψηφοφόροι, όπως είναι η μείωση του κόστους των στεγαστικών δανείων, των δανείων για την αγορά αυτοκινήτου και άλλων καταναλωτικών αγαθών.

Οι οικονομολόγοι της BofA Securities τις τελευταίες ημέρες προέβλεψαν ότι η Fed θα αρχίσει τις περικοπές των επιτοκίων τον Δεκέμβριο. Ένα μήνα μετά τη διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών, δώρον-άδωρον δηλαδή για τον Μπάιντεν.

Μεταπανδημική ανάκαμψη

«Κανένας άλλος πρόεδρος δεν έχει καταφέρει να προσθέσει σχεδόν 16 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη θητεία του που έχει καταφέρει ο κ. Μπάιντεν, αν συμπεριληφθούν και οι 272.000 νέες θέσεις που δημιουργήθηκαν τον Μάιο σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας», γράφει ο αναλυτής των NYT. Σ’ αυτό συνετέλεσε και ο περίφημος νόμος για την ανάκαμψη από την πανδημική ύφεση που υπέγραψε μόλις εκλέχθηκε ο Μπάιντεν και προβλέπει δαπάνες 1,9 τρισ. δολαρίων.

Λόγω πανδημίας χάθηκαν 22 εκατ. θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ, αλλά ο ρυθμός αναπλήρωσής τους είναι επί Μπάιντεν ταχύτερος από το ρυθμό αύξησής τους προ-πανδημικά επί Ντόναλντ Τραμπ. «Οι ΗΠΑ έχουν περίπου 6,2 εκατομμύρια περισσότερες θέσεις εργασίας σήμερα από όσες είχαν υπό τον κ. Τραμπ τις παραμονές της ύφεσης», γράφουν οι ΝΥΤ.

Αναπολούν τον Τραμπ

Ωστόσο ο Μπάιντεν παραμένει πίσω από τον Τραμπ στις δημοσκοπήσεις, ιδιαίτερα όσον αφορά τον χειρισμό του στην οικονομία. Οι δημοσκοπικές έρευνες δείχνουν ότι οι Αμερικανοί εμπιστεύονται περισσότερο τον Τραμπ για να διαχειριστεί την ακρίβεια, με μεγάλη διαφορά μάλιστα από τον Μπάιντεν. Δείχνουν επίσης ότι ο πληθωρισμός παραμένει η μεγαλύτερη ανησυχία τους για την οικονομία.

Οι συνεργάτες του Μπάιντεν δεν εκπλήσσονται από τις δημοσκοπήσεις. «Γνωρίζουμε από τότε που αναλάβαμε τις ευθύνες μας εδώ ότι η πανδημική οικονομία είναι κάτι το τελείως διαφορετικό, ότι έχουν αλλάξει συμπεριφορές και πεποιθήσεις. Η Covid εξακολουθεί να επηρεάζει τα πάντα…», δήλωσε στην αμερικανική εφημερίδα ο Τζάρεντ Μπέρνσταϊν, επικεφαλής των οικονομικών συμβούλων του προέδρου στο Λευκό Οίκο.

Αναφερόμενος στην απασχόληση ο Μπέρνσταϊν είπε ότι «είναι αδιαμφισβήτητο ότι αυτή είναι μια από τις ισχυρότερες αγορές εργασίας που έχουμε δει ποτέ» και τόνισε ότι «πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να διατηρήσουμε αυτή την ιστορικά αξιοσημείωτη απασχόληση, ενώ εργαζόμαστε για να μειώσουμε τις τιμές, όπου μπορούμε».

Βασανιστικά διλήμματα

Η δυναμική και η ανθεκτικότητα της αγοράς εργασίας έχουν εκπλήξει πολλούς οικονομολόγους που εκτιμούσαν ότι θα ήταν δύσκολο να μειωθεί γοργά ο πληθωρισμός χωρίς αντίστοιχα απότομη αύξηση της ανεργίας, κάτι που θα «βοηθούσε» στην επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, στην κάμψη των ρυθμών ανάπτυξης δηλαδή.

Τι είναι όμως προτιμότερο για τους ψηφοφόρους και τους πολίτες εν γένει; Μια οικονομία με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, πολλές δουλειές, υψηλή καταναλωτική ζήτηση και, μοιραία, πληθωριστικές πιέσεις και υψηλό κόστος δανεισμού; Ή μια οικονομία με χαμηλή ανάπτυξη, λιγότερες θέσεις εργασίας, αλλά σταθερές τιμές και φθηνό χρήμα;

Είναι λογικό οι Ρεπουμπλικανοί να αποφεύγουν να θέτουν τέτοια μανιχαϊστικά προεκλογικά ερωτήματα. Τα εντυπωσιακά στοιχεία για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας τα πιστώνεται ο Μπάιντεν και δεν ευνοούν την κριτική της αντιπολίτευσης για την οικονομία.

Και όμως, την περασμένη Παρασκευή η Εθνική Επιτροπή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος αποφάσισε να αγγίξει το θέμα της ποιότητας της απασχόλησης. Κάτι που ιστορικά δεν ευνοεί τους πολιτικούς απογόνους του Ρόναλντ Ρέιγκαν, πρώτου εφαρμοστή των ιδεών απορρύθμισης της οικονομίας που από τη δεκαετία του 1970 είχε προτείνει η Σχολή του Σικάγου.

«Πολλές από τις νέες θέσεις εργασίας είναι θέσεις μερικής απασχόλησης, ενώ άλλες τις κατέχουν μετανάστες» σημείωσε η Επιτροπή, φροντίζοντας βέβαια να συμπληρώσει την κριτική της και με ξενοφοβικές αναφορές. «Ο Τζο Μπάιντεν δεν βοηθά τους Αμερικανούς που αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν το αυξανόμενο κόστος της στέγασης, τους όλο και πιο φουσκωμένους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος και τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου», σημειώνουν οι Ρεπουμπλικανοί.

Όσο για τον πρόεδρο Μπάιντεν, καλωσόρισε φυσικά την έκθεση για την αγορά εργασίας, αλλά δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην ακρίβεια. «Κατά τη θητεία μου 15,6 εκατομμύρια περισσότεροι Αμερικανοί έχουν την αξιοπρέπεια και το σεβασμό που απολαμβάνει ένας εργαζόμενος. Επί 30 ολόκληρους μήνες η ανεργία ήταν στο 4% ή και χαμηλότερα. Αυτό έχει να συμβεί εδώ και πάνω από 50 χρόνια», είπε.

«Στη συνέχεια αφιέρωσε ολόκληρη την επόμενη παράγραφο των δηλώσεών του στις προσπάθειές του να μειώσει το κόστος ζωής», καταλήγει ο Τζιμ Τάνκερσλι των ΝΥΤ.

Πηγή: ΟΤ