Κυριακή 30 Ιουνίου 2024
weather-icon 21o
H Ακροδεξιά ανεβαίνει γιατί η Αριστερά έχει ξεχάσει ποια είναι η δουλειά της

H Ακροδεξιά ανεβαίνει γιατί η Αριστερά έχει ξεχάσει ποια είναι η δουλειά της

Η άνοδος της Ακροδεξιάς αποτυπώνει την αδυναμία της Αριστεράς να μπορεί να δώσει προοπτική

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ευρωεκλογές έδειξαν μια Ευρώπη που στρέφεται προς τα δεξιά και μια ακροδεξιά που αρχίζει να αναδεικνύεται σε ηγεμονική δύναμη, την ώρα που η Αριστερά, σε όλες τις παραλλαγές της δεν κατορθώνει να πείσει και το Κέντρο συμπιέζεται μέσα σε κοινωνίες που είναι όλο και πιο πολωμένες.

Και το παράδοξο είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε μια συγκυρία που κανονικά θα έπρεπε να ευνοούνταν τοποθετήσεις πιο ριζοσπαστικές και πιο αριστερές, δεδομένων των ζητούμενων από τους λαούς, όπως αυτά εμφανίζονται στις έρευνες κοινής γνώμης. Η κλιματική κρίση έχει ήδη μετασχηματιστεί σε κλιματική καταστροφή και αποδεικνύει ότι από μόνη της η αγορά δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις. Η πανδημία δίδαξε με οδυνηρό τρόπο ότι το κλειδί βρίσκεται στο πόσο αναπτυγμένο και καθολικό είναι το σύστημα δημόσιας υγείας κάθε χώρας, την ίδια ώρα που οι νεοφιλελεύθεροι «κατάπιαν τη γλώσσα τους» και ζήτησαν από τα κράτη να σώσουν με μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεις την οικονομία. Οι ανισότητες εντείνονται επαναφέροντας στο προσκήνιο την ανάγκη για αιτήματα αναδιανομής. Η επερχόμενη δημογραφική κρίση σε όλες τις αναπτυγμένες οικονομίες αποδεικνύει την ανάγκη για ισχυρότερο κράτος πρόνοιας, την ώρα που υπενθυμίζει ότι η μετανάστευση στην πραγματικότητα είναι μηχανισμός ανανέωσης και δημογραφικού δυναμισμού σε χώρες με έντονη γήρανση. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η συνεχιζόμενη τραγωδία στη Γάζα δικαιώνουν όσους επιμένουν ότι χωρίς πραγματική εφαρμογή κανόνων δικαίου, η πορεία του κόσμου μας θα είναι μια διαρκής κάθοδος στην άβυσσο.

Και, όμως, παρ’ όλα αυτά δεν είναι οι δυνάμεις της Αριστεράς, γενικότερα οι προοδευτικές δυνάμεις αυτές που βγήκαν ενισχυμένες, αλλά αυτές της Ακροδεξιάς. Και αυτό είναι το καίριο ερώτημα που κανείς πρέπει πρωτίστως να απαντήσει και όχι εάν ο ένας ή ο άλλος ηγέτης αριστερού ή προοδευτικού κόμματος είναι τελικά πιο αποτελεσματικός ή όχι.

Δείτε το παράδειγμα της Γαλλίας. Εκεί η Άκρα Δεξιά δεν πήρε μόνο ένα ιδιαιτέρως υψηλό ποσοστό, υψηλότερο όσων είχε πάρει είτε στον πρώτο γύρο προεδρικών εκλογών είτε σε προηγούμενες βουλευτικές εκλογές. Ανησυχητικό δεν είναι μόνο το υψηλό ποσοστό, υπερδιπλάσιο της κυβερνητικής παράταξης, είναι ταυτόχρονα – και κυρίως – το γεγονός ότι εμφανίζεται ως πιο συμπαγής πολιτικός πόλος, με ψηφοφόρους που αποφάσισαν καιρό πριν και όχι τελευταία στιγμή τι θα ψηφίσουν. Η ψήφος τους είναι ψήφος διαμαρτυρίας, αφού αισθάνονται αγανακτισμένοι και οργισμένοι, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται να αποδέχονται ότι η Άκρα Δεξιά τους δίνει μια προοπτική. Αναδεικνύεται δε, εάν κρίνουμε από την κοινωνιολογική ανάλυση της ψήφου, το κόμμα των εργατών σε πολύ μεγάλο ποσοστό.

Προφανώς θα μπορούσαμε να μιλάμε μέρες για το πώς φτάσαμε ως εδώ όπως και για το τι από όλα αυτά είναι μια γαλλική ιδιαιτερότητα και τι μια συνολικότερη ευρωπαϊκή τάση. Θα σταθώ όμως στο εξής: σε μια χώρα όπως η Γαλλία όπου μια αριστερή παράδοση ήταν πάντα επιδραστική απέναντι σε όλες τις άλλες παρατάξεις, ακόμη και στην Κεντροδεξιά, τώρα είναι η Άκρα Δεξιά που δίνει τον τόνο.

Και ενώ θα μπορούσε κανείς να πει ότι, ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη δημοκρατικά και αντιφασιστικά αντανακλαστικά που εξηγούν γιατί σχετικά γρήγορα φάνηκε το σύνολο των αριστερών δυνάμεων να αναλαμβάνουν την ευθύνη μιας κοινής εκλογικής παρέμβασης που θα αποτελέσει ανάχωμα απέναντι στην Άκρα Δεξιά, εντούτοις το πρόβλημα παραμένει: Πώς φτάσαμε στο σημείο η Άκρα Δεξιά να αποκτά τέτοια επιρροή;

Πιστεύω ότι τόσο στη Γαλλία όσο και στο σύνολο της Ευρώπης, αυτή η διαρκής ενίσχυση της Άκρας Δεξιάς έχει να κάνει με το ότι η Αριστερά σταμάτησε να κάνει πολιτική επί της ουσίας.

Αφήνω στην άκρη αυτό που περιγράφουμε πλέον ως «Κέντρο» (και που είναι διαφορετικό από π.χ. αυτό που σε άλλες δεκαετίες σε χώρες όπως η Ελλάδα θα περιγράφαμε ως «Δημοκρατικό Κέντρο), γιατί αυτό περιγράφει δυνάμεις που απλώς υπερασπίζονται το υπάρχον σύστημα, χωρίς να υπόσχονται αλλαγές. Γι’ αυτό και σήμερα σε μια περίοδο κρίσης του «ευρωπαϊκού ονείρου» περνούν κρίση τέτοιοι χώροι.

Όταν λέω ότι η Αριστερά σταμάτησε να κάνει πολιτική επί της ουσίας δεν εννοώ προφανώς ότι σταμάτησε να δραστηριοποιείται πολιτικά. Αυτό το κάνει συστηματικά. Αναφέρομαι στην ικανότητά της να επεξεργάζεται πολιτικές προτάσεις και σχέδια για το προς τα πού πρέπει να πάνε τα πράγματα. Σήμερα η Αριστερά είναι πολύ περισσότερο ένας χώρος που παράγει ευαισθησίες ή τολμά να πει τα μεγάλα όχι (στον ρατσισμό, τον πόλεμο, τον φασισμό, την αδικία), παρά ένας χώρος που παράγει πολιτική.

Και γι’ αυτό όταν έρχεται η ώρα να κυβερνήσει είτε αποτυγχάνει, είτε συνθηκολογεί γρήγορα.

Γιατί το κάνω πολιτική δεν σημαίνει απλώς «λέω τα σωστά». Ούτε περιορίζεται απλώς σε κάποιες οραματικές ή αξιακές τοποθετήσεις. Ούτε μπορεί να υποκατασταθεί από την απλή στήριξη των κοινωνικών κινημάτων, όσο αναγκαία και εάν είναι αυτά.

Κάνω πολιτική σημαίνει να δείχνω και να πείθω ότι μπορώ να κυβερνήσω αυτή τη χώρα – ή αυτή την Ευρώπη εάν θέλουμε να το δούμε γενικότερα – και να την πάω σε μια κατεύθυνση που μπορεί να βελτιώσει τη θέση της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Και αυτό δεν σημαίνει «επικοινωνία», ούτε αποτυπώνεται απλώς σε κάποια non-paper. Για να δώσω ένα παράδειγμα η Αριστερά πρέπει να διδαχτεί από αυτό που κάνουν οι πολιτικοί και τα συμφέροντα τα οποία υποτίθεται ότι η Αριστερά αντιστρατεύεται. Γιατί όλοι αυτοί σχεδιάζουν στρατηγική. Και εάν δεν προλαβαίνουν οι ίδιοι, πληρώνουν ή βάζουν άλλους να σκέφτονται για λογαριασμό τους: από πανεπιστημιακούς και ερευνητικά κέντρα, μέχρι θινκ τανκ και όλους αυτούς που εξειδικεύονται στο να παράγουν προσχέδια νόμων. Και το κάνουν με βάθος χρόνου και επενδύοντας στο μέλλον περισσότερο παρά στο παρόν.

Τι από όλα αυτά κάνει η Αριστερά; Πολύ λίγα. Και μπορεί η Αριστερά να μην έχει την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει κάποιους για να σχεδιάζουν, όμως έχει πολύ μεγαλύτερη απήχηση σε στρώματα διανοητικά που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν, σε ανθρώπους που έχουν το μεράκι και θέλουν να βάλουν πλάτη, να σκεφτούν και να προτείνουν. Αυτό, για να δώσω ένα παράδειγμα ελληνικό, έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου στην πορεία του ΠΑΣΟΚ προς την εξουσία καταφέρνοντας να εξασφαλίσει πολύ σημαντική υποστήριξη και βοήθεια από ένα μεγάλο φάσμα ανθρώπων με γνώση που ήθελαν να συμβάλουν σε μια διαφορετική πορεία της χώρας. Συνεισφέροντας έτσι σε μεγάλες μεταρρυθμίσεις, μερικές εκ των οποίων εξακολουθούν και σήμερα να είναι εδώ.

Σήμερα, μπορεί να φανταστεί κανείς ότι στην Ελλάδα υπάρχει κάποιο αριστερό ή προοδευτικό κόμμα που βρίσκεται στην ίδια ετοιμότητα να κυβερνήσει και να φέρει αλλαγές στη χώρα που ήταν το ΠΑΣΟΚ το 1981;

Προφανώς και όλα αυτά πρέπει να «επικοινωνηθούν» με έναν τρόπο απλό και εύληπτο, όμως η ουσία δεν είναι στην επικοινωνία. Σε τελική ανάλυση, οι άνθρωποι, οι συχνά απλοί και λαϊκοί άνθρωποι μπορεί να μην έχουν τη γνώση για να κατανοήσουν πλήρως μια «πρόταση πολιτικής», όμως αντιλαμβάνονται πολύ γρήγορα και με μεγάλη οξυδέρκεια πότε ένας πολιτικός χώρος έχει όντως την αναγκαία συγκρότηση για να κυβερνήσει και πότε απλώς πετάει συνθήματα.

Και αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν μιλάμε για τα λαϊκά στρώματα. Σήμερα τα λαϊκά στρώματα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη νιώθουν ιδιαίτερα πιεσμένα. Από τη μια γιατί αισθάνονται ολοένα και μεγαλύτερη ανασφάλεια, από την άλλη γιατί νιώθουν ότι επί της ουσία δεν έχουν λόγο και δεν μπορούν να παρέμβουν στις εξελίξεις. Αυτό τα κάνει και πιο οργισμένα. Η Άκρα Δεξιά τους προσφέρει μια «εύκολη» διέξοδο: στοχοποιεί τους μετανάστες και τους «διαφορετικούς» και έτσι προσφέρει «αντίπαλο», επενδύει στο εθνικό κράτος (που στα μάτια πολλών φαντάζει αποκούμπι), δηλώνει «διαμαρτυρόμενη» και ταυτόχρονα δεν καλεί σε κινητοποίηση, προσφέρει ένα συντηρητικό πρότυπο για την οικογένεια και την κοινωνία συνολικότερα ως υποκατάστατο της συνοχής που αναζητούν στρώματα ανασφαλή και φοβισμένα και δεν έχει πρόβλημα να καταφύγει σε θεωρίες συνωμοσίας για οτιδήποτε, από τα εμβόλια έως την Πράσινη Μετάβαση.

Η Αριστερά προφανώς και δεν μπορεί να προσφέρει μια αντίστοιχα «εύκολη» διέξοδο. Σε κάποια πράγματα θα πρέπει να μιλήσει τη γλώσσα της αλήθειας, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, σε κάποια άλλα θα πρέπει να αποκτήσει ένα ρόλο διαπαιδαγωγικό, όπως είναι τα θέματα δικαιωμάτων και «ταυτοτήτων» και σε όλα πρέπει να δείξει ότι έχει έναν πραγματικό χάρτη για κοινωνίες με μεγαλύτερη συνοχή, αλληλεγγύη και δικαιοσύνη, ότι προτείνει πραγματικές και εφικτές λύσεις για υπαρκτά προβλήματα.

Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να πείσει κοινωνίες ήδη δύσπιστες απέναντι στην πολιτική και απαξιωτικές απέναντι στους πολιτικούς.

Όμως αυτό θέλει ξεβόλεμα, θέλει έναν εντελώς διαφορετικό πολιτικό πολιτισμό που αντί να ανταμείβει την αποτελεσματικότητα στις εσωκομματικές μάχες και την «πολιτική εικόνα», να μπορεί  να στηρίζεται στη σκληρή δουλειά και προετοιμασία πολιτικών θέσεων και προτάσεων και σε αυτή τη βάση να χτίζει καθημερινά και με σεμνότητα μια διαφορετική σχέση με την κοινωνία.

Υπάρχουν οι άνθρωποι και τα στελέχη που μπορούν να ανταποκριθούν σε μια τέτοια πρόκληση; Η απάντηση είναι ότι υπάρχουν: στην επιστήμη, στα πανεπιστήμια, σε δυναμικούς τομείς της οικονομίας, στην κρατική διοίκηση. Μόνο που οι περισσότεροι – και δικαιολογημένα – απαντούν «άσε που να μπλέκεις» με ένα πολιτικό τοπίο που και στα αριστερά του έχει πολύ διάδρομο, έριδα, ερασιτεχνισμό και αναξιοκρατία. Χρειάζονται ηγεσία που να τους εμπνεύσει και να τους εμπιστευτεί και δομές πολιτικές που να παράγουν πολιτική και όχι φραξιονισμό.

Προφανώς σε όλα αυτά και το όραμα χρειάζεται και το συναίσθημα, όμως πατώντας πάνω σε πολιτικές προτάσεις και όχι το αντίστροφο.

Δεν θα είναι μια εύκολη πορεία, γιατί θα χρειαστεί αγώνας για να δώσει ξανά εμπιστοσύνη η κοινωνία. Μόνο που ταυτόχρονα ο αγώνας αυτός θα αλλάζει και την κοινωνία, θα την μετασχηματίζει. Όπως ακριβώς κατάφερναν οι ηττημένοι του Εμφυλίου στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 να είναι στην πνευματική πρωτοπορία διαπαιδαγωγώντας μια ολόκληρη κοινωνία.

Αυτές είναι οι προκλήσεις με τις οποίες αναμετριούνται, είτε θέλουν να το παραδεχτούν είτε όχι, όσοι θέλουν να παίξουν ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση.

Προκλήσεις δύσκολες, αλλά αριστερή πολιτική με «ευκολίες πληρωμής» δεν γίνεται.

Sports in

Λεπενιώτης για Βεζένκοφ: «Ήταν και παραμένει σημαντικό μέλος του Ολυμπιακού, όμως είναι παίκτης των Ράπτορς»

O Γενικός διευθυντής της ΚΑΕ Ολυμπιακός, Νίκος Λεπενιώτης, αποθέωσε τον Γιώργο Πρίντεζη, ενώ σχολίασε και την κατάσταση με τον Σάσα Βεζένκοφ, στο πλαίσιο του Stoiximan AegeanBall Festival

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΜΜΕ Α.Ε.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Κυριακή 30 Ιουνίου 2024