Το νέο βιβλίο της Ρόουζ Μπόιτ, «Naked Portrait: A Memoir of Lucian Freud», πήρε το όνομά του από έναν όμορφο, τολμηρό και αυθάδη πίνακα του πατέρα της, Λούσιαν Φρόιντ.

«Ήθελα να φαίνομαι θυμωμένη και πανκ και δυνατή, ανυπάκουη και όχι υποταγμένη, και νομίζω ότι το κάνω, σαν να είμαι έτοιμη να πεταχτώ ανά πάσα στιγμή και να ορμήσω έξω από το στούντιο»

Απεικονίζει τη συγγραφέα ξαπλωμένη ανάσκελα σε έναν καναπέ, με τα χέρια σηκωμένα στο κεφάλι και τα πόδια της ανοιχτά. Δεν φοράει καθόλου ρούχα, το μόνο της κάλυμμα είναι ένα τσαλακωμένο κομμάτι ύφασμα που είναι έντεχνα τοποθετημένο γύρω από την αριστερή γάμπα και τα δεξιά δάχτυλα των ποδιών της, σαν σεντόνι που κλωτσάει στον ύπνο. Με το ένα της χέρι προστατεύει τα μάτια της – «από το φως», λέει.

«Πήρα την απόφαση να γυρίσω πίσω»

Η Μπόιτ ολοκλήρωσε πρόσφατα την ηχογράφηση του audiobook, η οποία κινείται μεταξύ νευρικού γέλιου και δακρύων. Αυτό που αρχικά οραματίστηκε ως «ένα ήσυχο βιβλίο» έχει εξελιχθεί σε μια ειλικρινή αφήγηση για την περίπλοκη σχέση της με τον Φρόιντ και για το τι σημαίνει να είσαι παιδί (ή, στην προκειμένη περίπτωση, ένα από τα πάρα πολλά παιδιά) ενός μεγάλου καλλιτέχνη.

Ήταν γενναιόδωρος με τις παροχές όταν είχε όρεξη, αλλά δεν της έδινε κανονικούς μισθούς, πράγμα που σήμαινε ότι εξαρτιόταν από αυτόν και τις εναλλαγές της διάθεσής του

Μετά τον θάνατό του το 2011, ανακάλυψε ένα ημερολόγιο που κρατούσε μεταξύ 1989 και 1990 και σοκαρίστηκε τόσο από όσα είχε γράψει όσο και από όσα είχε παραλείψει. «Επειδή ήμουν τόσο αφοσιωμένη, δεν αμφισβητούσα αυτά που έλεγε, πράγμα που ήταν λίγο σαν να μου είχε γίνει πλύση εγκεφάλου, υποθέτω», λέει η Μπόιτ.

«Είχα επενδύσει τόσο πολύ στο να βλέπω τα πράγματα με έναν συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς ασάφειες, και πήρα την απόφαση να γυρίσω πίσω και να σκεφτώ τι πραγματικά συνέβη».

«Δεν είχε συζητηθεί τίποτα»

Το αποτέλεσμα -ένα μείγμα από ημερολογιακές εγγραφές και προσωπικούς προβληματισμούς- είναι τόσο μια αναμέτρηση με τον εαυτό της στο παρελθόν όσο και με τον δικό του.

Το βιβλίο ξεκινά με την εμπειρία της από την πόζα για το γυμνό πορτρέτο, Rose (1977-78), το οποίο ο Φρόιντ σχεδίαζε να ονομάσει The Artist’s Daughter (Η κόρη του καλλιτέχνη), μέχρι που εκείνη επισήμανε ότι μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν την αιμομιξία.

«Δεν είχε συζητηθεί τίποτα», γράφει, «απλώς υπέθεσα ότι θα ήμουν γυμνή». Ο Φρόιντ τη ζωγράφισε από ψηλά, δίνοντάς μας μια ολόσωμη οπτική. Θυμάται ότι εκείνος έλεγχε αν ήταν ευχαριστημένη με την πόζα που είχε επιλέξει και το επίπεδο έκθεσης. Η Μπόιτ γράφει: «Νομίζω ότι τώρα καταλαβαίνω ότι ήθελε την άδειά μου να χρησιμοποιήσει αυτό που μπορούσε να δει, να μεταθέσει την ευθύνη σε μένα και να επωφεληθεί από τη γενναιοδωρία μου, ακόμη και αν δεν ήξερα τι έκανα, δεν ήξερα τι ζητούσε».

Η εκδοχή

Εκείνη τη στιγμή, λέει η Μπόιτ, δεν σκέφτηκε την ανισότητα  που υπήρχε – παρόλο που εκείνη ήταν μια γυμνή έφηβη κοπέλα, ενώ εκείνος ένας πλήρως ντυμένος ενήλικας άνδρας. «Ήμουν απλά τόσο ενθουσιασμένη και συνεπαρμένη από αυτόν και τη ζωή και το έργο του», λέει.

«Τον αγαπούσα και τον εμπιστευόμουν στο να με κάνει να είμαι ο ευατός μου. Προφανώς, εκ των υστέρων, βλέπω ότι είναι ο τρόπος που με [εκείνος με] βλέπει, αλλά τότε ένιωθα ότι αποδέχονταν την εκδοχή μου για τον εαυτό μου: Ήθελα να φαίνομαι θυμωμένη και πανκ και δυνατή, ανυπάκουη και όχι υποταγμένη, και νομίζω ότι το κάνω, σαν να είμαι έτοιμη να πεταχτώ ανά πάσα στιγμή και να ορμήσω έξω από το στούντιο».

Instagram에서 이 게시물 보기

Freud Museum London(@freudmuseum)님의 공유 게시물

Φυσικά, δεν έφυγε ποτέ, γιατί αυτό δεν ήταν μέρος της συμφωνίας. «Εκείνος είχε τον έλεγχο και εσύ ως μοντέλο έπρεπε να κάνεις αυτό που ήθελε, δηλαδή να έρχεσαι όταν σε καλούσε, να μην αργείς ποτέ ή να μην είσαι αναξιόπιστη, να μην κάνεις ποτέ ηλιοθεραπεία», λέει. «Δεν νομίζω ότι αυτό ήταν ιδιαίτερα κακό εκ μέρους του- ήταν ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να κάνει αυτό που χρειαζόταν».

Αγάπη και θυμός

Η Μπόιτ περιγράφει στο βιβλίο το πώς ο Φρόιντ ζητούσε πάντα να δουλεύει περισσότερο από όσο ήθελε εκείνη και πώς δεν ήξερε πώς να τον κάνει να σταματήσει, να υπερασπιστεί τον εαυτό της.

Πώς ήταν γενναιόδωρος με τις παροχές όταν είχε όρεξη, αλλά δεν της έδινε κανονικούς μισθούς, πράγμα που σήμαινε ότι εξαρτιόταν από αυτόν και τις εναλλαγές της διάθεσής του.

«Εκείνος ήλεγχε τους όρους και τις προϋποθέσεις», γράφει. «Αυτή ήταν η συμφωνία μας». Όταν τα πράγματα ήταν καλά, της μιλούσε για την αγάπη του για τη λογοτεχνία και την ποίηση, διασκεδάζοντάς την με ανέκδοτα και απόψεις.

Όταν τα πράγματα ήταν άσχημα, κάρφωνε στο πόδι του την άκρη του πινέλου του.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αισθανόταν διχασμένη. Ένα δείγμα από τα επίθετα που χρησιμοποιεί στο βιβλίο για να περιγράψει το πώς ένιωθε εκείνη την εποχή για το να ποζάρει: αναζωογονημένη, εξοργισμένη, ατσαλάκωτη και ενθουσιασμένη.

«Αναγνώρισα την ιδιοφυΐα του, οπότε συμμετείχα με μεγάλη προθυμία στο να είμαι εκεί και να τον βοηθήσω να κάνει κάτι σημαντικό», λέει. «Πίστευα σε αυτό και εξακολουθώ να πιστεύω σε αυτό». Αλλά εκεί που κάποτε υπήρχε αυτό που η ίδια αποκαλεί «απόλυτη λατρεία», τώρα υπάρχει κάτι πιο ολισθηρό. «Καθώς μεγάλωνα, συνειδητοποίησα ότι είναι δυνατόν να αγαπάς και να είσαι και θυμωμένη».

*Με πληροφορίες από: The Art Newspaper | Κεντρική φωτογραφία θέματος: Harry Diamond. © Freud Museum London