Οι πολίτες δεν «έστειλαν μήνυμα» στον Κυριάκο Μητσοτάκη – Τον αποδοκίμασαν
Ο πρωθυπουργός κινείται ως να μην έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθος της αποδοκιμασίας που καταγράφηκε στις εκλογές
Μία από τις χειρότερες κοινοτοπίες του πολιτικού και δημοσιογραφικού λόγου είναι το «οι πολίτες έστειλαν μήνυμα». Μάλιστα, έχει γίνει σχεδόν η «υποχρεωτική» φράση που λένε οι πολιτικοί όταν ένα εκλογικό αποτέλεσμα είναι κατώτερο των προσδοκιών τους.
Μόνο που πίσω από αυτό το γενικόλογο και σε μεγάλο βαθμό ασαφές «έστειλαν μήνυμα» τις περισσότερες φορές κρύβεται μια προσπάθεια να διαχειριστούν αυτό που όντως έκαναν οι πολίτες, δηλαδή να τους αποδοκιμάσουν.
Κατά κάποιο τρόπο, αυτό το «έστειλαν μήνυμα» είναι όπως όταν χύνεται καφές, αλλά σπεύδουμε να φωνάξουμε «γούρι, γούρι!».
Τα σημειώνω όλα αυτά γιατί παρατηρώ ότι και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να καταφύγει και αυτός στη ρητορική του «οι πολίτες έστειλαν μήνυμα».
Μπορώ φυσικά να καταλάβω γιατί το κάνει όπως και γιατί τέτοιες ρητορικές τακτικές είναι κλασική τεχνική που συστήνουν οι επικοινωνιολόγοι, θεωρώντας ότι δεν πρέπει κανένας να παραδέχεται ποτέ ότι υπέστη ένα πλήγμα, αλλά αντίθετα να «αποπνέει» την αίσθηση ότι έχει τα πράγματα υπό έλεγχο.
Μόνο που κάποια στιγμή πρέπει κανείς να κοιτάζει τα πράγματα όπως πραγματικά είναι.
Γιατί τότε θα δει ότι στην κάλπη των ευρωεκλογών η ελληνική κοινωνία αποδοκίμασε και τη Νέα Δημοκρατία και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, που άλλωστε έκανε την επιλογή να «πάρει επάνω του» την προεκλογική εκστρατεία του κόμματος.
Αυτό αποτυπώνει το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία πήρε σχεδόν 5% λιγότερο σε σχέση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές και πάνω από 12% λιγότερο από όσο στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του 2023.
Όπως και να το δει κανείς μια απώλεια σχεδόν ενός εκατομμυρίου ψήφων μόνο ως αποδοκιμασία μπορεί να θεωρηθεί. Είναι το είδος της εκλογικής υποχώρησης που σε άλλες περιπτώσεις, όχι σαν την σημερινή της πολιτικής ανισορροπίας του ενάμισι κόμματος, προκαλούσε σχεδόν αυτόματες ανακοινώσεις που θα ζητούσαν παραίτηση.
Μάλιστα, με ανάλογη εκλογική υποχώρηση στις ευρωεκλογές του 2019, ο Αλέξης Τσίπρας είχε ανακοινώσει πρόωρες εκλογές.
Τον αντίλογο τον γνωρίζω καλά: «Μα, δεν έχει αντίπαλο…». Στο βαθμό που δεν υπάρχει μια ισχυρή αντιπολιτευτική δύναμη που να εκπροσωπεί την κοινωνική δυσαρέσκεια, με αποτέλεσμα η ΝΔ να εξακολουθεί να έχει σχεδόν διπλάσια δύναμη σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, η θέση της κυβέρνησης είναι σταθερή.
Μόνο που αυτή η εκτίμηση κάνει μια ιδιότυπη λαθροχειρία, καθώς στηρίζεται στην εκτίμηση ότι αντίπαλος μιας κυβέρνησης είναι μόνο τα άλλα αντιπολιτευόμενα κόμματα, υποτιμώντας την κοινωνική αντιπολίτευση.
Όμως, ο πραγματικός αντίπαλος και ο ουσιαστικός κριτής της κυβέρνησης, της εκάστοτε κυβέρνησης, είναι ο ίδιος ο λαός, ιδίως όταν εκφράζει την κυρίαρχη βούλησή του. Και αυτό ακριβώς έκανε και στις ευρωεκλογές.
Γιατί θα επαναλάβω ότι η ελληνική κοινωνία μπορεί να μην έχει βρει κάποιο άλλο κόμμα που να την εμπνέει και να την πείθει, όμως την ίδια στιγμή είναι θυμωμένη και οργισμένη με την ακρίβεια και ένα συνολικότερο αίσθημα οικονομικής και κοινωνικής ανασφάλειας.
Καιρό τώρα οι έρευνες κοινής γνώμης αυτό που δείχνουν είναι ότι κυριαρχεί η αίσθηση ότι τα πράγματα δεν πάνε προς το καλύτερο και η δυσαρέσκεια για κρίσιμες πλευρές της καθημερινότητας.
Μόνο που την κλίμακα αυτή της δυσαρέσκειας ο πρωθυπουργός κάνει ότι δεν την αντιλαμβάνεται ή προσπαθεί να την παρουσιάσει ως κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι.
Αυτό φάνηκε όταν για παράδειγμα σε συνέντευξη μετά τις εκλογές αναφερόμενος στην ακρίβεια, έσπευσε να πετάξει την μπάλα στην εξέδρα υποστηρίζοντας ότι θα προτάξει τις παθογένειες του «βαθέος κράτους», λες και για την ακρίβεια και τον «πληθωρισμό απληστίας φταίνε οι… δημόσιοι υπάλληλοι.
Μόνο που αυτό απλώς αποτυπώνει άρνηση αναμέτρησης με τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος και απροθυμία αναζήτησης λύσεων. Αυτό κάνει για παράδειγμα ο πρωθυπουργός όταν χαρακτηρίζει «κινήσεις πανικού» τυχόν μειώσεις του ΦΠΑ, παραβλέποντας ότι μόνο τέτοια μέτρα μπορούν να φέρουν κάποιο αποτέλεσμα όπως έδειξε και η διεθνής εμπειρία.
Αντίστοιχα, δυσκολία να κατανοήσει τις ρίζες της δυσαρέσκειας των πολιτών δείχνει π.χ. το γεγονός ότι υπόσχεται να φτιάξει καινούργια τμήματα επειγόντων περιστατικών, αλλά δεν απαντάει στους πολίτες που θεωρούν προκλητικό το «νόμιμο φακελάκι» για να μπορέσει κάποιος να χειρουργηθεί.
Ακόμη χειρότερα μπορεί να παραδέχεται ότι σήμερα η πραγματική επιρροή της ΝΔ δεν είναι στο 41%, μιλώντας μάλιστα για κάτι όχι κατ’ ανάγκη αρνητικό αφού δίνει κίνητρο στους υπουργούς να μην είναι αλαζόνες, όμως και πάλι δεν κατανοεί την κλίμακα στην οποία εκπροσωπεί ένα ρεύμα μειοψηφικό που κυριαρχεί απλώς και μόνο επειδή δε έχει αντίπαλο.
Όσο για την απάντηση ότι πλέον η κυβέρνηση «θα πατήσει γκάζι», που είναι ο τρόπος με τον οποίο θεωρεί ο πρωθυπουργός ότι θα ανακτηθεί η σχέση με την κοινωνία, εδώ έχουμε ίσως το βασικότερο πρόβλημα.
Δεν καταλαβαίνει, δηλαδή, ή τουλάχιστον κάνει ότι δεν καταλαβαίνει ότι οι πολίτες δεν αποδοκίμασαν την κυβέρνηση επειδή δεν εφαρμόζει το πρόγραμμά της αλλά επειδή εφαρμόζει πλευρές του. Ίσως γιατί δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι σε ορισμένα πράγματα υπάρχει μεταστροφή.
Πάρτε για παράδειγμα το ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αρχικά, η κοινωνία ήταν σε πλειοψηφικό βαθμό θετική απέναντι στην ιδέα των μη κρατικών πανεπιστημίων. Όμως, όταν έγινε σαφές ότι αυτό το οποίο θεσμοθετήθηκε ήταν τα ιδιωτικά «σουπερμάρκετ πτυχίων», τότε η γνώμη έγινε πλειοψηφικά αρνητικά, ιδίως στη νεολαία. Εδώ, δηλαδή, σαφώς το πρόβλημα δεν ήταν ότι η κοινωνία δεν είδε «έργο», αλλά ότι το αποδοκίμασε.
Το ίδιο ισχύει για τα απογευματινά χειρουργεία ή για τις νέες φορολογικές ρυθμίσεις για τους ελεύθερους επαγγελματίες και το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο η επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου να καταλήξει απλώς να εντείνει το κλίμα δυσαρέσκειας. Και μπορεί η κρίση της αντιπολίτευσης να δείχνει ότι η κυβέρνηση κυριαρχεί στο πολιτικό παιχνίδι, όμως μέσα στην κοινωνία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκεί η οργή μεγαλώνει και ουσιαστικά διαμορφώνεται ένα σκηνικό ενδεχόμενων κοινωνικών εκρήξεων εάν και εφόσον υπάρξει ο καταλύτης.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, ότι μπορεί ως προς την εκλογική συμπεριφορά να είχαμε την αύξηση της αποχής, όμως αυτό δεν ακυρώνει το ενδεχόμενο οι άνθρωποι που δεν εμπνέονται από κάποιο πολιτικό φορέα και επιλέγουν να μη συμμετέχουν, την ίδια στιγμή να θέλουν να κατέβουν στον δρόμο. Και τότε θα μιλάμε για ένα διαφορετικό κοινωνικό σκηνικό.
Απέναντι σε μια τέτοια πραγματικότητα, η αλαζονεία είναι η βασιλική οδός για τη συντριβή. Και κάποιες φορές το να πιστεύεις ότι είσαι κυρίαρχος απλώς και μόνο επειδή δεν υπάρχει ισοδύναμος κομματικός αντίπαλος, μπορεί να αποδειχθεί μια εξαιρετικά επικίνδυνη τακτική. Γιατί κάποιες φορές είναι η ψευδαίσθηση της απόλυτης κυριαρχίας που οδηγεί τελικά στην κατάρρευση.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις