«Δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε από τη στιγμή που δεν ζήτησαν τη βοήθειά μας». Σε αυτή τη φράση συμπυκνώνεται η αντίδραση των ελληνικών αρχών στα επαναλαμβανόμενα ερωτήματα για το αν έκαναν σωστά τη δουλειά τους  κι αν μπορούσαν να παρέμβουν και να αποτρέψουν το ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου που οδήγησε στο θάνατο τόσες ψυχές.

Από τις πρώτες ώρες του ναυαγίου ο εκπρόσωπος Τύπου του Λιμενικού Σώματος υποστήριζε ότι κινητοποιήθηκαν όλα τα μέσα που ήταν διαθέσιμα (εναέρια και πλωτά), όπως επίσης κι ότι «δεσμεύθηκαν» όλα τα παραπλέοντα πλοία ώστε να βοηθήσουν αν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. «Εφόσον αυτοί οι άνθρωποι αρνιόντουσαν, το να πας να τους εκτρέψεις, να τους δέσεις, να τους κάνεις οτιδήποτε βίαιο, θα είχαμε μια μετατόπιση του κόσμου και θα γινόταν ναυτικό ατύχημα. Τα στελέχη μας είναι έμπειρα και καταλάβαιναν τον κίνδυνο που υπήρχε», έλεγε δύο μέρες μετά το ναυάγιο.

Αυτό που δεν εξηγήθηκε επαρκώς ήταν οι μεγάλες χρονικές καθυστερήσεις των μέσων αυτών. Γιατί π.χ. σηκώθηκε ελικόπτερο από τη Μυτιλήνη για να πετάξει έως τ’ ανοιχτά της Πύλου; Γιατί, ενώ υπήρχε ελλιμενισμένο σκάφος διάσωσης στο Γύθειο, διατάχθηκε περιπολικό του Λιμενικού να φύγει από την Κρήτη προκειμένου να φτάσει στο σημείο; Γιατί οι ελληνικές αρχές αρνήθηκαν τη συνδρομή της Frontex;

Πρέπει να σημειωθεί ότι το ναυάγιο έγινε σε μια περίοδο μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων, κατά συνέπεια την ευθύνη διαχείρισης είχε η υπηρεσιακή κυβέρνηση που είχε συσταθεί για το σκοπό αυτό. Είναι περιττό να αναφέρει κανείς ότι η υπηρεσιακή κυβέρνηση ήταν σε απόλυτη γραμμή με εκείνη της Ν.Δ. κι αποδείχθηκε από τις πρώτες κιόλας ώρες.

Στο ίδιο μήκος κύματος με τον εκπρόσωπο του Λιμενικού ήταν και ο υπηρεσιακός υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Ευάγγελος Τουρνάς, κάνοντας παρόμοιες δηλώσεις στους δημοσιογράφους στην Καλαμάτα, προκαλώντας μάλιστα την αντίδραση του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα που είχε πάει να επισκεφθεί τους επιζήσαντες.

Τριήμερο πένθος

Η κυβερνητική αντίδραση, προκειμένου να κάνει διαχείριση ζημιάς, ήταν να κηρύξει τριήμερο εθνικό πένθος. Την ίδια ώρα, ωστόσο, με την αρωγή στελεχών της Ν.Δ. επιχειρούσε να φιμώσει κάθε φωνή που έθετε ερωτήματα για τις ευθύνες των ελληνικών αρχών σχετικά με το ναυάγιο, με διαρροές, αλλά και δηλώσεις περί εκείνων που «δυσφημούν την Ελλάδα στο εξωτερικό».

Εντύπωση είχε επίσης προκαλέσει το γεγονός ότι ο αρμόδιος υπουργός Ναυτιλίας Θ. Κλιάρης δεν είχε κάνει ούτε μία δήλωση για το θέμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κ. Κλιάρης ήταν υπηρεσιακός υπουργός, ωστόσο διέθετε την εμπειρία του πεδίου καθώς την περίοδο 2019-2022 είχε διατελέσει αρχηγός του Λιμενικού Σώματος. Μάλιστα, επί των ημερών του ως αρχηγού υπήρχαν ουκ ολίγες καταγγελίες από ελληνικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης για επιχειρήσεις επαναπροώθησης (pushbacks) από το Λιμενικό.

Αντιφάσεις

Από τα πρώτα 24ωρα φάνηκαν οι «ρωγμές» και οι αντιφάσεις στο αφήγημα των αρχών για το ναυάγιο. Υπήρξαν δηλώσεις στελεχών που έλεγαν πως το πλοίο ήταν «αξιόπλοο», την ώρα που οι φωτογραφίες του σκάφους το διέψευδαν κατηγορηματικά. Επίσης, το βασικό επιχείρημα «θέλαμε να τους βοηθήσουμε, αυτοί αρνήθηκαν», έμπαζε από παντού, χώρια που ουσιαστικά έριχνε την ευθύνη της τραγωδίας στα ίδια τα θύματα.

Γιατί ήταν σαθρό το επιχείρημα περί άρνησης παροχής βοήθειας; Επειδή ο ευρωπαϊκός κανονισμός για μια κατάσταση κινδύνου στη θάλασσα περιλαμβάνει κάποια κριτήρια τα οποία ταίριαζαν γάντι στην περίπτωση του συγκεκριμένου σκάφους. Σε αυτά υπολογίζεται το «αξιόπλοο» του σκάφους, ο αριθμός των επιβαινόντων σε συνάρτηση με τον τύπο του σκάφους, η δυνατότητα να φτάσει στον προορισμό του χωρίς κίνδυνο, η πληρότητα σωστικών μέσων, επαρκών καυσίμων, η ύπαρξη πλοιάρχου και καταρτισμένου πληρώματος, η παρουσία εγκύων και μικρών παιδιών ή ατόμων που χρήζουν ιατρικής φροντίδας κλπ.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι από την πρώτη στιγμή με κοινή τους ανακοίνωση η Ύπατη Αρμοστεία και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης ανέφεραν πως το σκάφος βρισκόταν σε «κατάσταση κινδύνου» από το πρωί της Τρίτης, όταν κι έγινε γνωστή στις ελληνικές αρχές η παρουσία του λίγο έξω από τα χωρικά μας ύδατα.

Η επίσημη γραμμή

Η επίσημη γραμμή του Μαξίμου εκείνες τις μέρες εστίαζε γενικά στους διακινητές, στα κυκλώματα που εκμεταλλεύονται ανθρώπους, ενώ οποιαδήποτε αναφορά για τυχόν ευθύνες των αρχών αντιμετωπιζόταν είτε με άρνηση, είτε με το αφήγημα που είπαμε και πιο πριν, της δυσφήμησης της χώρας.

Σκιές υπάρχουν και στις επίσημες αναφορές για το αν τελικά επιχειρήθηκε να ρυμουλκυθεί το πλοίο από το σκάφος του Λιμενικού ή όχι. Οι μαρτυρίες των επιζώντων λένε πως το Λιμενικό έδεσε το σκάφος τους, ωστόσο οι άτσαλες κινήσεις του το οδήγησαν σε «παλατζάρισμα» με αποτέλεσμα τη βύθισή του. Το Λιμενικό στην αρχή δεν μίλησε καν για σχοινί, το παραδέχτηκε 3 μέρες αργότερα λέγοντας πως έδεσε με το αλιευτικό για λίγο, πριν τελικά οι επιβαίνοντες λύσουν τον κάβο, ενώ απορρίπτει οποιαδήποτε ιδέα ευθύνης για το ναυάγιο. «Μετά το λύσιμο του κάβου, το σκάφος του Λιμενικού απομακρύνθηκε και παρακολουθούσε το πλοίο διακριτικά από απόσταση», ήταν η επίσημη εξήγηση

Το πόρισμα

Ενδιαφέρον όμως, παρουσιάζει και το πόρισμα της Frontex για να το ναυάγιο, καθώς επιρρίπτει ευθύνες στο Λιμενικό σε κάθε φάση της υπόθεσης. Το κυρίαρχο στοιχείο του πορίσματος είναι ότι καταρρίπτει το αφήγημα της άρνησης των επιβαινόντων να δεχθούν βοήθεια. «Η επιθυμία των προσφύγων να μη διασωθούν ή να διασωθούν με διαφορετικό τρόπο (από τον προβλεπόμενο) -για παράδειγμα, με τη μεταφορά τους σε άλλη χώρα-, αν εξέφρασαν τέτοια επιθυμία οι πρόσφυγες, δεν μπορεί να υπερισχύσει άλλων σημαντικών ενδείξεων κινδύνου και, συνεπώς, δεν απαλλάσσει από μόνη της το κράτος από το καθήκον να βοηθήσει», ανέφερε το πόρισμα που δόθηκε στη δημοσιότητα στις αρχές του 2024.